Του Νίκου Τσούλια
Ναι οφείλουμε να κάνουμε διαρκώς μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, να επινοούμε νέες μεθόδους επιστημονικής έρευνας στην παιδαγωγική και στη διδασκαλία, να ανανεώνουμε συστηματικά το περιεχόμενο του σχολείου, να διευρύνουμε τους γνωστικούς ορίζοντες της νέων, να εισάγουμε (προσαρμόζοντάς τα βέβαια) τα όλο και πιο νέα ευρήματα των τεχνολογιών στη θεσμική εκπαίδευση.
Αλλά όλα αυτά προϋποθέτουν κι άλλες συνιστώσες για μια άρτια εκπαιδευτική πολιτική: την άμβλυνση των ανισοτήτων, την συμπερίληψη όλων των μαθητών (ειδική αγωγή κλπ), τον προσδιορισμό των μαθησιακών αντικειμένων με τα αναλυτικά και τα ωρολόγια προγράμματά τους, τον βαθμό εμβάθυνσης στα μαθήματα επιλογής, την ολόπλευρη στήριξη των εκπαιδευτικών κλπ.
Παράλληλα, είναι αναγκαία η αναπροσαρμογή στο περιεχόμενο των παραδοσιακών μαθημάτων. Για παράδειγμα, θέτω το μείζον ζήτημα της διδασκαλίας της ιστορίας, το οποίο συγκεντρώνει – μάλλον αναπόφευκτα – και τις μεγαλύτερες και περισσότερες πολιτικές και ιδεολογικές διαμάχες. Σε αυτό το ζήτημα κάνω μερικές επισημάνσεις.
Χρειαζόμαστε καλύτερη και περισσότερη αναφορά στη διδασκαλία της ιστορίας. Μελετώντας την ιστορία δεν μελετάμε (κυρίως) το παρελθόν αλλά το παρόν και το μέλλον μας. Με τη σωστή διδασκαλία της ιστορίας κατανοούμε καλύτερα τις βαθιές διεργασίες της πραγματικότητας, ερμηνεύουμε πιο ορθολογικά τις σημερινές εξελίξεις, σχεδιάζουμε πιο αποτελεσματικά τους ορίζοντες του μέλλοντος. Μελετώντας τις επαναλαμβανόμενες κρίσεις της χώρας μας, τους εύκολους διχασμούς αλλά και τις φωτεινές περιόδους βλέπουμε τη «μεγάλη εικόνα» της κοινωνικής και της οικονομικής πορείας της χώρας μας, αντλούμε εμπειρίες και διδάγματα που είναι καθοριστικά στην διαμόρφωση της πολιτικής και όχι μόνο της εκπαιδευτικής πολιτικής.
Η καταγραφή της θεσμικής γνώσης της ιστορίας δηλαδή η διδασκαλία της ιστορίας στην εκπαίδευση δεν μπορεί παρά να υπακούει στις επιστημονικές θεωρήσεις της. Οι όποιες ιδεολογικές, κοσμοθεωρητικές κλπ σκοπιμότητες δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να αναιρούν ή να υπονομεύουν την ιστορικότητα και τα γεγονότα – «εθνικό είναι το αληθινό». Το πατριωτικό πνεύμα δεν έχει καμιά σχέση με τον εθνικισμό και με το ρατσισμό. Η καλλιέργεια της πολιτιστικής ιδιαιτερότητάς μας σαφώς δεν πρέπει να παραπέμπει σε αντιλήψεις ανωτερότητας ή πολύ περισσότερο σε αντιλήψεις μισαλλοδοξίας, γιατί πολύ απλά είναι η διαφορετικότητα και ο αλληλοσεβασμός τα στοιχεία εκείνα που χαρακτηρίζουν το προοδευτικό στερέωμα όλων των πολιτισμών του ανθρώπου.
Η διδασκαλία της ιστορίας θα πρέπει να προάγει τις ανθρωπιστικές αξίες, να διαπαιδαγωγεί στα προτάγματα του διαφωτισμού και του ορθολογισμού, να καλλιεργεί την πανανθρώπινη ιδέα της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών και ιδιαίτερα εκείνων των γειτονικών χωρών. Σε κάθε περίπτωση, η διδασκαλία της ιστορίας απαιτεί ισχυρό κλίμα παιδαγωγικού διαλόγου και πνεύμα ελευθερίας μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητών / μαθητριών στη σχολική αίθουσα!