Του Νίκου Τσούλια
Πάντα λάτρευε το σχολείο. Ποτέ δεν κατάλαβε πότε και πώς ακριβώς συνέβη. Από τότε που κατάλαβε τον εαυτό της, το σχολείο έγινε το παράξενο όνειρό της. Ίσως επειδή ήλθε απ’ εκεί και ο πρώτος της, ο μοναδικός της έρωτας και τα πάντα έγιναν μαγικά.
Και σαν έχασε τη μαγεία εκείνου του έρωτα, χωρίς ποτέ να το καταλάβει το πώς έκανε ένα τόσο καθοριστικό για τη ζωή της λάθος, δόθηκε στο σχολείο. Έγινε καθηγήτρια σε επαρχιακό γυμνάσιο – εκεί που οι εκπαιδευτικοί κατακτούν μια άλλη σχέση με τους μαθητές μακριά από τη στενή επαγγελματική λειτουργία. Το σχολείο έγινε η ψυχή της, η καθημερινή της έγνοια και φροντίδα. Ακόμα και όταν δεν πήγαινε για να διδάξει, το μυαλό της ήταν εκεί. Σχεδίαζε πρωτοβουλίες, προγραμμάτιζε νέες μεθόδους, αναζητούσε τρόπους ανανέωσης της διδασκαλίας της, το απόγευμα σκεπτόταν τι καινούργιο θα εισαγάγει στο σχολείο, στο πως θα αγκιστρώνει στα λόγια της τις σκέψεις των μαθητών της, πως θα τους …ταξιδεύει με τον στοχασμό της.
Αγαπούσε τα παιδιά και καθένα απ’ αυτά έπλαθε τη δική του φαντασίωση, ότι του έχει ιδιαίτερη αδυναμία και δεν είναι το ίδιο με τα άλλα παιδιά. Την σταματούσαν στο δρόμο. Σαν σμάρι κολλούσαν γύρω της και τιτίβιζαν ακόμα χωρίς να έχουν κάτι να της πουν – μόνο και μόνο για να τα κοιτάξει, να της κλέψουν το όμορφο βλέμμα της, να χαμογελάσει για χάρη τους. “Μέχρι και τα θρανία την αγαπούν”, έλεγε ένας συνάδελφός της που δεν μπορούσε να ερμηνεύσει το πάθος των παιδιών για αυτή. Είχε δει τα εβδομαδιαία προγράμματά τους και οι περισσότεροι μαθητές είχαν το δικό της μάθημα γραμμένο με κάποιο ζωηρό χρώμα.
Έκανε φροντιστήρια είτε στο σχολείο, αν ήταν ομάδα, είτε στο σπίτι τους όταν επρόκειτο να δώσουν εξετάσεις πιστοποίησης στο μάθημά της, στα Γαλλικά. Χρήματα ούτε κατά διάνοια, δωρεάν και με πολλή χαρά. Έκανε συλλογή τα μικροδωράκια, που ήταν τόσο περιποιημένα… Ένιωθε ότι κάθονταν με τις ώρες για να τα ετοιμάζουν. Είχε βρει έναν τρόπο να σημειώνει και τα στοιχεία τους, γιατί έβλεπε ότι δεν θα έχει σταματημό αυτή η τελετουργία.
Ήθελε όλο κάτι περισσότερο να δίνει στους μαθητές της. Να τους καλλιεργεί το πνεύμα και την ψυχή. Να τους γεμίζει με αυτοπεποίθηση και να τους κάνει να ονειρεύονται με πίστη στον εαυτό τους. Κάθε χρόνο είχε Θεατρική Ομάδα. Την έκανε μόνιμο θεσμό του σχολείου της. Την βοηθούσαν και οι γονείς που έβλεπαν τον ζήλο της – που κάθε χρονιά γινόταν όλο και πιο ζωηρός – και δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. “Πόσο καμαρώνουμε τα παιδιά μας”, της έλεγαν ξανά και ξανά, “τα έχετε κάνει τόσο πρόθυμα για το σχολείο, γίνονται τόσο ευγενικά”. Και φούντωνε το πάθος της, να ενθαρρύνει τα παιδιά στο παιχνίδι της μάθησης, και κυρίως στο να λατρέψουν τη γνώση και τη μόρφωση. Είχε “βρει μια άκρη” και ήθελε να μάθει σκηνοθεσία, να κάνει κάτι ακόμα πιο επαγγελματικό, ακόμα πιο όμορφο.
Μα και οι σχολικές γιορτές ήταν μια άλλη χαρά της. Ενέπνεε τα παιδιά με μια γενική αντίληψή της και τα ενθάρρυνε να τις οργανώνουν κυρίως αυτά, με τις δικές τους μικροέρευνες στο εκάστοτε περιεχόμενο των Γιορτών με τις δικές τους ιδέες, να αναζητούν, να πρωτοτυπούν.
Ούτε που σκεπτόταν τι θα κάνει όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου και φύγει από την εκπαίδευση. “Δεν θέλω να το σκέφτομαι. Θέλω να γεμίζω τη ζωή μου κάθε ημέρα με σχολείο. Νιώθω τόσο όμορφα, τόσο ονειρεμένα…”, έλεγε στις φίλες της που απορούσαν με το πρωτόγνωρο πάθος της!