Της Κάτιας Μπαλτζάκη και του Νίκου Τσούλια
Πρώτα τα ερωτήματα και οι προσδιορισμοί… Ποιο είναι το καλό και ποιο το αποτελεσματικό σχολείο; Πώς ορίζονται και ποιες είναι οι μεταξύ τους σχέσεις; Ποιες είναι οι κοινωνικές τους και ποιες οι εκπαιδευτικές τους νόρμες; Συμπίπτει το καλό σχολείο με το αποτελεσματικό σχολείο; Ποιο σχολείο θέλουν οι μαθητές, οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί, η κοινωνία, η πολιτεία; Και μαζί με αυτά τα ερωτήματα… Πόσο παραδοσιακό ή νεωτερικό ή καινοτομικό ή ριζοσπαστικό ή ελευθεριακό πρέπει να είναι το σημερινό σχολείο;
Φιλοσοφικά και θεωρητικά ερωτήματα; Καθόλου! Είναι τα πιο ουσιώδη, τα πιο κρίσιμα, τα πιο επιτακτικά, τα πιο πρακτικά ερωτήματα – ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν τα συζητάμε και τα προσπερνάμε ως μη υπάρχοντα. Είναι ερωτήματα που αφορούν την ψυχή της παιδείας, της μόρφωσης, της εκπαίδευσης, της παιδαγωγικής. Μόνο που δεν τα θέτουμε. Γιατί πολύ απλά έχουμε αποδεχτεί τις απαντήσεις της “εμπορευματικής κουλτούρας” για το σχολείο.
Θέλουμε ένα σχολείο που θα δίνει τα καλύτερα εφόδια για μια επιτυχημένη επαγγελματική κυρίως ή και μόνο εξέλιξη. Δηλαδή, πολύ απλά, θέλουμε ένα σχολείο προσδιορισμένο από τα κελεύσματα και τις επιταγές της αγοράς, με το έωλο τελικά ούτως ή άλλως επιχείρημα του φόβου της ανεργίας – έωλο αφού η ανεργία “ζει και βασιλεύει” ακόμα και στα πεδία των καλά εκπαιδευμένων νέων, και είναι συστατικό στοιχείο της κεφαλαιοκρατικής κοινωνικής οργάνωσης. Αλλά αυτή η αντίληψη δεν συνιστά μια ήττα της καταστατικής σύστασης του σχολείου και της θεσμικής εκπαίδευσης και του αξιακού φορτίου της Παιδαγωγικής, όπως ιστορικά και διαχρονικά έχουν προσδιοριστεί;
Το καλό σχολείο – για να υιοθετήσουμε μια έστω γενική θεώρηση – “βλέπει” τον Όλον του μαθητή, την προσωπικότητά του, το περιεχόμενό του ως αυριανό πολίτη, τις μελλοντικές κοινωνικές λειτουργίες του και σχέσεις του, την πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά, τις “μεγάλες εικόνες” του μέλλοντος. Το αποτελεσματικό σχολείο οριοθετείται, ρητά ή άρρητα, από τη μονομέρεια της επαγγελματικής εξέλιξης. “Θέλω να μορφωθώ σημαίνει θέλω να σπουδάσω την άλφα επιστήμη για να ασκήσω το ανάλογο επάγγελμα, για να κερδίσω τη ζωή μου”. Αυτό είναι λίγο – πολύ το κοινό πρόταγμα, που διατρέχει τη σημερινή εμπορευματοποιημένη κοινωνία και αυτό απαιτείται από το σχολείο.
Η πιο ισχυρή απόδειξη της διάστασης μεταξύ καλού και αποτελεσματικού σχολείου καταδεικνύεται στο εξής. Όλες οι μορφές λογοδοσίας και τα συστήματα αξιολόγησης που καθοδηγούνται αντίστοιχα περιστρέφονται κυρίως γύρω από τα μαθησιακά αποτελέσματα και τα εξωτερικά στοιχεία του σχολείου. “Αγνοούν” τα παιδαγωγικά, κοινωνικά, μορφωτικά, πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Όχι, δεν μιλάνε απλά και μόνο για ένα ελλειμματικό σχολείο αλλά για ένα αλλοτριωμένο σχολείο.
Στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας η διαφοροποίηση μεταξύ «καλού» και «αποτελεσματικού» σχολείου προκύπτει από το κλιμακωτό μετασχηματισμό των στόχων της εκπαίδευσης όπως καταγράφεται στα αναλυτικά προγράμματα. Με αφετηρία τη δεκαετία του ’70 και την εμφάνιση των πρώτων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια εμπλέκονται σε εκπαιδευτικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και τα αναλυτικά προγράμματα που εκπονούνται συναρτώνται με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Στο παραπάνω πλαίσιο και σταδιακά, όροι όπως λογοδοσία, αποτελεσματικότητα και αυτονομία άρχισαν να εμπλέκονται με την εκπαιδευτική πραγματικότητα.
Ο Peter Drucker στο βιβλίο του «Μετακαπιταλιστική Κοινωνία» αναφέρει ότι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του σχολείου του 21ου αιώνα είναι αυτό της λογοδοσίας. Το σχολείο λογοδοτεί στους μαθητές, τους γονείς, την κοινωνία και τους φορολογούμενους. Η λογοδοσία τεκμηριώνει την «αποτελεσματικότητα» του σχολείου και βάζει την ανταγωνιστικότητα στη σχολική ζωή. Όταν όμως οι στόχοι της εκπαίδευσης εξαρτώνται από την οικονομία, οι αλλαγές στα εκπαιδευτικά συστήματα υπαγορεύονται από τις απαιτήσεις των οικονομικών συνθηκών. Παρόλα αυτά, η παιδεία είναι δημόσιο αγαθό και τα σχολεία πρέπει να σταθούν με συνέπεια στο μορφωτικό τους ρόλο. Οι μαθητές πρέπει να είναι γνώστες του κοινωνικού και οικονομικού συγκείμενου καθώς και του τρόπου που αυτό επηρεάζει την εκπαίδευσή τους.
Ο εκπαιδευτικός κόσμος έχει ήδη τοποθετηθεί στα ερωτήματα που αφορούν τα ζητήματα της λογοδοσίας και της αποτελεσματικότητας ειδικά στις περιπτώσεις που τα ερωτήματα αυτά θεμελιώνουν αντίστοιχα προσανατολισμένα συστήματα αξιολόγησης της ποιότητας της εκπαίδευσης. Στην παραπάνω κατεύθυνση, το επόμενο κρίσιμο ερώτημα είναι πως μπορούμε να ορίσουμε την ποιότητα της εκπαίδευσης αντλώντας μέσα από την επιστημονική γνώση και την εκπαιδευτική έρευνα, προκειμένου να επαναδιαπραγματευτούμε με λόγο στιβαρό το περιεχόμενο των αναλυτικών προγραμμάτων και να περιφρουρήσουμε το δημόσιο αγαθό της παιδείας.
(Θα συνεχίσουμε…)