Αρχαία Ελληνικά: Οι εγκλίσεις του ρήματος στις ανεξάρτητες προτάσεις

Οριστική

·      Άρνηση οὐ

·      Δηλώνει το πραγματικό (το αντικειμενικά πραγματικό ή κατά τον ισχυρισμό του ομιλητή) στο παρόν, παρελθόν ή στο μέλλον

·      Σε κάποιες περιπτώσεις μετριάζεται η έννοια του πραγματικού ή και αίρεται με συνέπεια η οριστική να δηλώνει ακόμα και κάτι μη πραγματικό. Αυτό συμβαίνει κυρίως:

α) Με τα επιρρήματα: σχεδόν, ὀλίγου, μικροῦ

α) Με λέξεις-εκφράσεις: μικροῦ, ὀλίγου, μικροῦ δεῖν, παρ᾽ ὀλίγον, παρὰ μικρόν(παρά λίγο, σχεδόν, λίγο έλειψε) + οριστική(κυρίως αορίστου), ὀλίγου ἐδέησε, μικροῦ ἐδέησε, ἐλαχίστου ἐδέησε, παρ᾽ ὀλίγον ἦλθον,  παρὰ μικρὸν ἦλθον(παρά λίγο, σχεδόν, λίγο έλειψε) + απαρέμφατο αορίστου

β) Με τις περιοριστικές εκφράσεις της αναφοράς: τὸ ἐπ᾽ ἐμοί, τὸ ἐπ᾽ σοι, τὸ ἐπ᾽ τούτῳ, τὸ ἐφ᾽ ἡμᾶς, τὸ ἐφ᾽ σφᾶς, τὸ ἐπ᾽ ἐκείνοις κλπ + οριστική

Δυνητική οριστική

·      ἄν + οριστική ιστορικού χρόνου

·      Άρνηση οὐ

·      Μεταφράζεται: θα + παρατατικός ή υπερσυντέλικος

·      Δηλώνει το δυνατόν στο παρελθόν ή το αντίθετο του πραγματικού

·      Το δυνητικό ἄν μπορεί να παραλείπεται:

α) Στην οριστική παρατατικού απροσώπων ρημάτων ή εκφράσεων που δηλώνουν αναγκαιότητα, υποχρέωση, αρμοδιότητα + απαρέμφατο ενεστώτα: ἔδει, ἐξῆν, ἐχρῆν, προσῆκε, ἄξιον ἦν, ἀνάγκη ἦν κλπ.

β) Στα ρήματα ἤθελον, ἠξίουν, ᾤμην, ἐβουλόμην, ἐδυνάμην, ἐκινδύνευασα + απαρέμφατο.

γ) Στον παρατατικό των ρηματικών επιθέτων –τεον ἦν.

Επαναληπτική οριστική

·      Οριστική παρατατικού ή αορίστου +ἄν

·      Άρνηση οὐ

·      Δηλώνει το πραγματικό που επαναλαμβανόταν στο παρελθόν.

·      Μεταφράζεται: συνήθως +  παρατατικό

Ευχετική οριστική

·      Οριστική παρατατικού ή αορίστου

·      Άρνηση μὴ

·      Δηλώνει ανεκπλήρωτη ευχή

·      Προτάσσονται τα ευχετικά μόρια: εἴθε, εἰ γάρ

·      Μεταφράζεται: μακάρι να + παρατατικό ή υπερσυντέλικο

·      Εἴθε σοι, ὦ Περίκλεις, τότε συνεγενόμην (Ξενοφῶντος Ἀπομνημονεύματα 1.2.46)

Υποτακτική

·      Προτρεπτική υποτακτική

*      Δηλώνει παραίνεση, προτροπή

*      Απαντά στο α´ ενικό και κυρίως στο α´ πληθυντικό

*      Συνοδεύεται από προτρεπτικά μόρια: ἄγε(δή), ἴθι(δή), φέρε(δή)= εμπρός λοιπό, έλα, εμπρός

*      Άρνηση μὴ

·      Αποτρεπτική υποτακτική

*      Δηλώνει απροτροπή, απαγόρευση

*      Απαντά στο β´ και στο γ´ πρόσωπο

*      Άρνηση μὴ

·      Απορηματική υποτακτική

*      Δηλώνει απορία του υποκειμένου

*      Απαντά στο α´ πρόσωπο

*      Προτάσσονται τα ρήματα βούλει, βούλεσθε, θέλεις, θέλετε

*      Άρνηση μὴ

Ευχετική ευκτική

·      Δηλώνει ευχή που αναφέρεται στο παρόν-μέλλον

·      Άρνηση μὴ

·      Προτάσσονται τα ευχετικά μόρια εἴθε, εἰ γὰρ

·      Μεταφράζεται: μακάρι να + υποτακτική

·      Ὢ γενναῖος. εἴθε γράψειεν ὡς χρὴ πένητι μᾶλλον ἢ πλουσίῳ, καὶ πρεσβυτέρῳ ἢ νεωτέρῳ, καὶ ὅσα ἄλλα ἐμοί τε πρόσεστι καὶ τοῖς πολλοῖς ἡμῶν·(Πλάτων Φαίδρος 227c.9)

Δυνητική ευκτική

·      ἄν + οριστική κάθε χρόνου εκτός Μέλλοντα

·      Άρνηση οὐ

·      Δηλώνει: α) το δυνατό, πιθανό στο παρόν-μέλλον

                  β) ευγενική προσταγή, αντί προστακτικής

                  γ) γνώμη με μετριοπάθεια, αντί οριστικής ενεστώτα ή μέλλοντα

                  δ) έντονο ισχυρισμό σε συνδυασμό με άρνηση οὐ

                  ε) κάτι πιθανό. Ισοδυναμεί με οριστική μέλλοντα.

Προστακτική

·      Άρνηση μὴ

·      Δηλώνει: α) Προσταγή

                  β) Αποτροπή, απαγόρευση

                  γ) Προτροπή, παράκληση

                  δ) Παραχώρηση, συγκατάθεση

                  ε) Ευχή, κατάρα