Της Κάτιας Μπαλτζάκη και του Νίκου Τσούλια
Ο ορισμός της ποιότητας στην εκπαίδευση είναι μια διαδικασία δυναμική και διαμορφώνεται μέσα από την πορεία του σχολικού οργανισμού, τις εξωτερικές επιρροές και πιέσεις αλλά και το εσωτερικό περιβάλλον δηλ. την κουλτούρα κάθε σχολείου. Η κουλτούρα, ιδιαίτερα για τα σχολεία που έχουν μια μακρά πορεία, αποτελεί έναν ισχυρό παράγοντα που συμβάλει στη διαμόρφωση της αποτελεσματικότητάς τους.
Στην πραγματικότητα, η κουλτούρα ανάλογα με την ιστορία που έχει να διηγηθεί μπορεί να καθορίσει αποφασιστικά την αποτελεσματικότητα παρεμβαίνοντας ηχηρά στην ερμηνεία της ως όρου. Πράγματι η κουλτούρα κάθε σχολείου εκφράζεται από το κλίμα που επικρατεί στη σχολική ζωή.
Το κλίμα απηχεί τους στόχους της σχολικής κοινότητας, τις σχέσεις μεταξύ των εκπαιδευτικών και των εκπαιδευτικών με τους μαθητές. Είναι το μέτρο της χαράς και του ενθουσιασμού της συμμετοχής στη σχολική ζωή. Βασικός δείκτης της ποιότητας του σχολικού κλίματος είναι η δημοκρατία στο σχολείο. Η δημοκρατία στις σχέσεις, στις διαδικασίες και τη σχολική τάξη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την οργάνωση και τη διοίκηση του σχολείου.
Η βιβλιογραφία αναφέρει ότι ο ηγέτης της σχολικής μονάδας επηρεάζει τα μαθησιακά αποτελέσματα ανάλογα με το είδος της διοίκησης που ασκεί. Ειδικότερα όταν ο ηγέτης ασκεί τα καθήκοντά του μετασχηματιστικά, όταν δηλ. στοχεύει στη βαθιά αλλαγή μέσα από το πρότυπο που ο ίδιος καθιερώνει, κατορθώνει να αναδείξει το όραμα του σχολείου και να προσανατολίσει με σεβασμό τους προσωπικούς στόχους των εκπαιδευτικών στους στόχους του σχολείου.
Όταν οι εκπαιδευτικοί αναγνωρίζουν και συμμερίζονται το όραμα που ο ηγέτης αναδεικνύει για το σχολείο, ενδυναμώνονται οι διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ τους και είναι δυνατή ακόμη και η ταύτιση των στόχων του σχολείου με τις προσωπικές επιδιώξεις και τους επαγγελματικούς στόχους που οι ίδιοι θέτουν. Ο κοινός στόχος που στην περίπτωση αυτή κατά κύριο λόγο υπηρετείται, είναι οι υψηλές προσδοκίες των εκπαιδευτικών για τους μαθητές, στόχος που επιτυγχάνεται με την ένταξη στη διδασκαλία σύγχρονων μεθόδων και διδακτικών πρακτικών, έμφαση στις εξατομικευμένες ανάγκες των μαθητών και στο παιδαγωγικό κλίμα.
Ο εκπαιδευτικός διάλογος που αναπτύσσεται στα πλαίσια μιας σχολικής κουλτούρας με τα παραπάνω χαρακτηριστικά ενθαρρύνει και το διάλογο για εναλλακτικές μορφές αξιολόγησης, δρομολογεί τις διαδικασίες για τη διαμορφωτική αξιολόγησή και τελικά ενισχύει το πλαίσιο για την έγκυρη, αξιόπιστη και αντικειμενική αξιολόγηση των μαθητών.
Οι παραπάνω παράγοντες καθορίζουν την αποτελεσματικότητα του έργου της σχολικής μονάδας. Σε πολλές περιπτώσεις η αποτελεσματικότητα αυτή αξιολογείται από την εμπιστοσύνη που δείχνουν οι γονείς στο έργο του σχολείου. Η δεκαετία του ΄80 και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90 καθορίστηκαν από τις παρεμβάσεις του γονεϊκού κινήματος στα ζητήματα της εκπαίδευσης και στις πολιτικές που ασκήθηκαν στην παιδεία.
Στα τέλη ωστόσο του 20ου αιώνα, σε πολλά εκπαιδευτικά συστήματα οι γονείς κλήθηκαν ως άτομα, να αναλάβουν ένα ρόλο ενεργό σε ζητήματα που αφορούν τη σχολική ζωή και την αυτοαξιολόγηση και αξιολόγηση του σχολείου. Ο ρόλος των γονέων και τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει σε ό,τι αφορά την εμπλοκή στη σχολική ζωή είναι αμφιλεγόμενος για τους εκπαιδευτικούς όπως καταγράφεται στα ερευνητικά δεδομένα. Έτσι, τα ζητούμενα της λογοδοσίας και της αποδοτικότητας του σχολείου εστιάζουν επιπλέον στην έγνοια που οι γονείς έχουν για την πρόοδο των παιδιών τους και τους καθιστούν, εύλογα, συν-ομιλητές στον εκπαιδευτικό διάλογο που τελικά διερευνά τη θέση του σχολείου στην κοινωνία με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα.
Και αν η λογοδοσία και η αποδοτικότητα είναι όροι ελκυστικοί και πιθανόν να καθησυχάζουν τους γονείς όταν επικρατούν στη συζήτηση, είναι δεδομένο ότι αποτελούν τα 2/3 του τρίπτυχου που συμπληρώνεται με τον όρο «αυτονομία». Η εισαγωγή του όρου της αυτονομίας στη συζήτηση διαφοροποιεί πλήρως την προσφορά του μορφωτικού αγαθού αναφορικά με το δημόσιο χαρακτήρα του. Η αυτονομία του σχολείου έχει δύο εκφάνσεις την οικονομική και την παιδαγωγική. Το αίτημα της αυτονομίας είναι απόρροια των υπερβολικά συγκεντρωτικών εκπαιδευτικών συστημάτων και στοχεύει στον τερματισμό του ασφυκτικού ελέγχου των αναλυτικών προγραμμάτων αλλά και την χρηματοδότηση των σχολικών μονάδων με πόρους πέραν αυτών της κρατικής χρηματοδότησης.
Μια τέτοια επιλογή σηματοδοτεί ότι η απόλυτη ευθύνη της οικονομικής και παιδαγωγικής λειτουργίας του σχολείου μεταβιβάζεται στη διοίκηση του σχολείου και στο σύλλογο διδασκόντων με προϋπολογισμούς που διαφοροποιούνται για κάθε σχολική μονάδα. Με προϋπολογισμούς που αλλάζουν δηλ. από σχολείο σε σχολείο και δημιουργούν συνθήκες ανισότητας στις εκπαιδευτικές ευκαιρίες μεταξύ των μαθητών όχι μόνο διαφορετικών γεωγραφικών περιφερειών αλλά και μεταξύ μαθητών σχολείων του ίδιου Δήμου.
Το ερώτημα όμως είναι αν η παραπάνω επιλογή μπορεί να στηριχθεί σύμφωνα με όσα επιτάσσει το άρθρο 16 του συντάγματος. «H παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Kράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Eλλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες».
Είναι προφανές ότι η φροντίδα για την εκπαίδευση των νέων είναι μείζων εθνική, κοινωνική και πολιτική υπόθεση και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να εκχωρηθεί σε τοπικούς άρχοντες. Ο σημερινός θεσμικός εκπαιδευτικός ιστός δεν μπορεί να διαρραγεί. Αντίθετα, πρέπει να ενισχυθεί για να αντιμετωπίσει το σχολείο τις νέες, πολλαπλές προκλήσεις των καιρών μας.