Οι μαθητές και το άχθος της αμφιβολίας
Η έλλειψη ανησυχίας είναι αυτή που αποψιλώνει την ύπαρξη. Πόση είναι η απόσταση που μπορεί να διανύσει ένας άνθρωπος ήσυχος; Μικρή, πολύ μικρή. Ησυχάζω: παραμένω ακίνητος, είμαι ήσυχος, αναπαύομαι, αδρανώ, διαβάζουμε στα λεξικά. Στο άκουσμα της κάθε λέξης ξυπνά ένας ορυμαγδός νοηματικών συσχετισμών που τροφοδοτούν τη σκέψη, κινητοποιούν τις νοητικές διεργασίες και ωθούν σε άμεση αναπαράσταση της πραγματικότητας και της ζωής. Η «ησυχία» απαλλάσσει από τη βάσανο της σκέψης και από το βάρος του κριτικού στοχασμού, ιδιαίτερα απαιτητικού. Και αυτή η απαίτηση είναι ανυπόφορη.
Σε απόσπασμα από δοκίμιο του Ε. Π. Παπανούτσου σχετικά με την αξία της αμφιβολίας, που έχει συμπεριληφθεί στην Τράπεζα θεμάτων της Γ’ Λυκείου για το μάθημα της Έκθεσης, οι μαθητές καλούνται να εμβαθύνουν στην αξία της αμφισβήτησης και να συλλάβουν τις επιπλοκές που μπορεί ο δογματισμός να προκαλέσει στην ατομική και συλλογική οντότητα. Καλούνται να συλλογιστούν, να αξιολογήσουν και να ερευνήσουν τις διαστάσεις ενός φαινομένου, όπως ο φανατισμός, που κατατρύχει τις ανθρώπινες κοινωνίες και κονσερβοποιεί τη σκέψη ακόμη και των θιασωτών της αμφιβολίας, των πνευματικών ταγών. Έτσι, ξεπροβάλλει σε όλο της το μεγαλείο μία ακόμα μεγαλύτερη επίπτωση, η οποία αφορά την καπήλευση της ελευθερίας της σκέψης και τη ναρκοθέτηση του πεδίου των εννοιών στο όνομα υποτίθεται της γόνιμης αμφισβήτησης. Πρόκειται για την περίπτωση που η αμφισβήτηση αποτελεί το λουστραρισμένο προσωπείο του ιδεολογικού φανατισμού.
Η διδασκαλία της αξίας της αμφιβολίας ως θεμέλιο της Δημοκρατίας δύσκολα γίνεται κατανοητή στις κοινωνίες της πολιτικής και υπαρξιακής ισοπέδωσης. Είναι δύσκολη η εμπέδωση των αξιών σε μια εποχή πλήρους αποκαθήλωσής τους. Καθίσταται ιδιαζόντως δυσχερής η σύνδεση της αμφιβολίας με τη ρήξη του παραδεδομένου, του γνωστού, του καθιερωμένου. Σισύφειος ο αγώνας του μαθητή να συνδέσει την αμφισβήτηση με την παρρησία, με την ελευθερία, με τον έλεγχο και εν τέλει με το κοινό καλό. Η διερεύνηση αυτής της αμήχανης και επίπονης αναζήτησης δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στο σαθρό εκπαιδευτικό σύστημα και τις παθογένειές του. Σε ένα σύστημα που αποθέωσε τη χρησιμοθηρική γνώση και νέκρωσε τη κρίση ως «βιώσιμη ύλη». Που μονοδρόμησε με πολύ οργανωμένες και συστηματικές κινήσεις τα ενδιαφέροντά των μαθητών, ώστε η κοινωνική ταυτότητα του φανατικού ανθρώπου όχι μόνο να γίνεται πλήρως αποδεκτή, αλλά και να επιβραβεύεται με θέρμη. Η πτώχευση της αντιληπτικής ικανότητας και τα φαιδρά παρεπόμενά της.
Ο εξοβελισμός της αμφισβήτησης από τις σύγχρονες κοινωνίες έχει σφυρηλατήσει τον ανενεργό πολίτη και τις απολιτίκ νοοτροπίες. Ο φανατισμός μεσουρανεί, γιατί ο υποτακτικός άνθρωπος, ο ασυνείδητος δημοκρατικά, ο τόσο δεκτικός σε στρεβλώσεις και σε εκμαυλιστικές έξεις, έχει αποσβέσει από το γενετικό του κώδικα – ο οποίος σε βάθος χρόνου έχει υποστεί ανεπανόρθωτες αλλοιώσεις – εκείνο το αξιακό τμήμα του, το διακριτικό της αυτοκαθοριζόμενης ταυτότητάς του. Έγινε ετεροκαθοριζόμενος. Και ο ετεροκαθορισμός σε αυτή την περίπτωση αντιμετωπίζει την αμφιβολία ως επικίνδυνη εκρηκτική ύλη που πρέπει να εξουδετερωθεί. Όταν, λοιπόν, τίθεται στο μαθητή το ερώτημα το σχετικό με την αξία της αμφιβολίας στις σύγχρονες μαζοποιημένες κοινωνίες, από ποιες βιωματικές δεξαμενές να αντλήσει τα επιχειρήματά του για να δώσει απάντηση; Τη στιγμή μάλιστα που στις σύγχρονες κοινωνίες ο διάλογος ή ο αντίλογος έχουν επικηρυχθεί, η συλλογική αλήθεια έχει κατακερματιστεί σε μικρές ατομικές αλήθειες, οι στερεοτυπικές αντιλήψεις θριαμβεύουν, ενώ ο τράπερ με το χυδαίο και αγοραίο στίχο ενσαρκώνει τον αντισυμβατικό επαναστάτη του σήμερα;
Η πολεμική στις μέρες μας έχει αντικαταστήσει το διάλογο. Και η πολεμική δε έχει ως έρεισμα την αμφιβολία, αλλά το φανατισμό. Η πηγαία τάση του ανθρώπου από τότε που οργανώθηκε σε κοινωνίες είναι η αναζήτηση, η αμφιβολία, η βάσανος της απόδειξης, κατά τον Παπανούτσο, που «οι δογματικοί τη φοβούνται όπως ο διάολος το λιβάνι». Ο κριτικός στοχασμός αποστρέφεται την ευκολία, γι’ αυτό και στην εποχή της ευκολίας ο μεγαλύτερος αγώνας πρέπει να δοθεί στο στίβο του πνεύματος. Εξάλλου, η υπερβολική ησυχία συνιστά αντανάκλαση ανελευθερίας. Και οι νέοι πρέπει, ως φορείς αλλαγής και σύμβολα ανανέωσης, να το αντιληφθούν νωρίς.