Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Γ´ Γυμνασίου: Ασκήσεις στα παραθετικά των επιθέτων
Ι. Παραθετικά επιθέτων
Α. Ομαλά παραθετικά

- Η επιλογή μεταξύ –ο– και –ω– για τις καταλήξεις των παραθετικών των δευτερόκλιτων επιθέτων εξαρτάται από το εάν η παραλήγουσα του επιθέτου στο θετικό βαθμό είναι μακρά ή βραχεία. Συγκεκριμένα:
Εάν η παραλήγουσα του επιθέτου είναι μακρά (π.χ. ξηρός), στα παραθετικά του επιθέτου χρησιμοποιείται –ο– (ξηρότερος, ξηρότατος).
Εάν η παραλήγουσα του επιθέτου είναι βραχεία (π.χ. σοφός), στα παραθετικά του επιθέτου χρησιμοποιείται –ω– (σοφώτερος, σοφώτατος).
Ειδική περίπτωση αποτελεί η «θέσει μακρά» παραλήγουσα. Ως θέσει μακρά λογίζεται οποιαδήποτε συλλαβή –ανεξαρτήτως του φωνήεντος που περιέχει– εφόσον ακολουθείται από δύο ή περισσότερα σύμφωνα ή από διπλό σύμφωνο (π.χ. σεμνός, σεμνότερος, σεμνότατος).
- Προκειμένου να σχηματίσουμε τα παραθετικά ενός επιθέτου που στην παραλήγουσα του θετικού βαθμού παρουσιάζει δίχρονο φωνήεν (α, ι, υ), πρέπει να γνωρίζουμε ποια δευτερόκλιτα επίθετα έχουν το φωνήεν της παραλήγουσας μακρό και ποια βραχύ.
Έχουν το δίχρονο της παραλήγουσας μακρό τα επίθετα:
– ἀνιαρός, ἰσχυρός, ψιλός, φλύαρος, πρᾶος και λιτός, π.χ. ἀνιαρότερος, ἀνιαρότατος.
– που είναι σύνθετα με β΄ συνθετικό τα ουσιαστικά λύπη, κίνδυνος, ψυχή, θυμός, τιμή, νίκη και κῦρος, π.χ. εὐψυχότερος, εὐψυχότατος.
Έχουν το δίχρονο της παραλήγουσας βραχύ τα επίθετα που λήγουν σε:
–ιος, –ικος, –ιμος, –ινος, π.χ. δόκιμος → δοκιμώτερος, δοκιμώτατος.
–ακος, –αλος, –αμος, –ανος, –ατος, π.χ. δυνατός → δυνατώτερος, δυνατώτατος.
–αρος, –υρος, –χος, π.χ. ἥσυχος → ἡσυχώτερος, ἡσυχώτατος.

-
Ο πίνακας που ακολουθεί περιλαμβάνει τα πλέον εύχρηστα επίθετα που σχηματίζουν ανώμαλα παραθετικά:
θετικός συγκριτικός υπερθετικός ἀγαθός ὁ, ἡ ἀμείνων, τὸ ἄμεινον ἄριστος, -η, -ον ὁ, ἡ βελτίων, τὸ βέλτιον βέλτιστος, -η, -ον ὁ, ἡ κρείττων, τὸ κρεῖττον κράτιστος, -η, -ον ὁ, ἡ λῲων, τὸ λῷον λῷστος, -η, -ον κακός ὁ, ἡ κακίων, τὸ κάκιον κάκιστος, -η, -ον ὁ, ἡ χείρων, τὸ χεῖρον χείριστος, -η, -ον καλός ὁ, ἡ καλλίων, τὸ κάλλιον κάλλιστος, -η, -ον μέγας ὁ, ἡ μείζων, τὸ μεῖζον μέγιστος, -η, -ον μικρός ὁ, ἡ ἐλάττων, τὸ ἔλαττον ἐλάχιστος, -η, -ον ὀλίγος ὁ, ἡ μείων, τὸ μεῖον ὀλίγιστος, -η, -ον πολύς ὁ, ἡ πλείων, τὸ πλέον πλεῖστος, -η, -ον - Ο συγκριτικός βαθμός των επιθέτων που σχηματίζουν ανώμαλα παραθετικά κλίνεται όπως το δικατάληκτο τριτόκλιτο επίθετο ὁ/ἡ σώφρων, τὸ σῶφρον.
ενικός αριθμός πληθυντικός αριθμός αρσενικό – θηλυκό ουδέτερο αρσενικό – θηλυκό ουδέτερο ονομ. ὁ/ἡ βελτίων τὸ βέλτιον οἱ/αἱ βελτίονες, βελτίους τὰ βελτίονα, βελτίω γεν. τοῦ/τῆς βελτίονος τοῦ βελτίονος τῶν βελτιόνων τῶν βελτιόνων δοτ. τῷ/τῇ βελτίονι τῷ βελτίονι τοῖς/ταῖς βελτίοσι τοῖς βελτίοσι αιτ. τόν/τὴν βελτίονα, βελτίω τὸ βέλτιον τούς/τὰς βελτίονας, βελτίους τὰ βελτίονα, βελτίω κλητ. (ὦ) βέλτιον (ὦ) βέλτιον (ὦ) βελτίονες, βελτίους (ὦ) βελτίονα, βελτίω Γ. Περιφραστικοί τύποι παραθετικών
Όλα τα επίθετα (και τα επιρρήματα) μπορούν να σχηματίσουν και περιφραστικά παραθετικά ως εξής:
Συγκριτικός: μᾶλλον + θετικός βαθμός επιθέτου
Υπερθετικός: μάλιστα + θετικός βαθμός επιθέτου
π.χ. εὐδαίμων, μᾶλλον εὐδαίμων, μάλιστα εὐδαίμωνΔ. Επίθετα που δε σχηματίζουν παραθετικά
Δε σχηματίζουν παραθετικά τα επίθετα που σημαίνουν: ύλη (π.χ. λίθινος), τόπο (π.χ. θαλάσσιος), χρόνο (π.χ. ἐνιαύσιος = ετήσιος), μέτρο (π.χ. πηχυαῖος), συγγένεια ή καταγωγή (π.χ. πατρικός), μόνιμη κατάσταση (π.χ. θνητός, ἀθάνατος).

Β. Ανώμαλα
- Τα πιο εύχρηστα ανώμαλα παραθετικά επιρρημάτων είναι τα εξής:
θετικός συγκριτικός υπερθετικός εὖ ἄμεινον, βέλτιον, κρεῖττον ἄριστα, βέλτιστα, κράτιστα κακῶς χεῖρον, κάκιον χείριστα, κάκιστα καλῶς κάλλιον κάλλιστα μάλα μᾶλλον μάλιστα ὀλίγον μεῖον, ἔλαττον, ἧττον ὀλίγιστα, ἐλάχιστα, ἥκιστα πολύ πλέον πλεῖστον, πλεῖστα
-
Να σχηματίσετε τα παραθετικά των επιθέτων:
Δευτερόκλιτα επίθετα
|
ΘΕΤΙΚΟΣ |
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ |
ΥΠΕΡΘΕΤΙΚΟΣ |
|
φλύαρος |
||
|
ἄδοξος |
||
|
ἀκίνδυνος |
||
|
δικαία |
||
|
τέλειος |
||
|
ἀρχαῖος |
||
|
καθαρός |
||
|
ξένος |
||
|
ἱκανή |
||
|
τίμιος |
||
|
φοβερός |
||
|
ὠφέλιμος |
||
|
νέος |
||
|
μόνιμον |
||
|
ἅγιος |
||
|
ὡραία |
||
|
φαιδρός |
||
|
σοφή |
||
|
ἱερός |
||
|
γενναῖος |
||
|
σεμνόν |
||
|
βασιλικός |
||
|
στενός |
||
|
ἒνδοξος |
||
|
πτωχός |
||
|
δυνατός |
||
|
ἥσυχος |
||
|
ἀνιαρός |
||
|
ἰσχυρός |
||
|
ξηρός |
||
|
ἄξιος |
||
|
πιστόν |
||
|
πονηρόν |
||
|
θερμός |
Τριτόκλιτα επίθετα
|
ΘΕΤΙΚΟΣ |
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ |
ΥΠΕΡΘΕΤΙΚΟΣ |
|
βραχύς |
|
|
|
βαρεῖα |
|
|
|
εὐδαίμων |
|
|
|
ἀγνώμων |
|
|
|
ἀληθές |
|
|
|
συνήθης |
|
|
|
πλήρης |
|
|
|
εὐγενής |
|
|
|
ψευδής |
|
|
|
ἐπιμελής |
|
|
|
θρασύς |
|
|
|
γλυκεῖα |
|
|






