Λυσίας, Υπέρ Μαντιθέου: Παράλληλα κείμενα

0
215

Λυσίας, Υπέρ Μαντιθέου: Παράλληλα κείμενα

Ἀριστοτέλης,  Ἀθηναίων Πολιτεία §§55.3-4

Στο δεύτερο μέρος της πραγματείας του ο Αριστοτέλης περιγράφει τους διοικητικούς θεσμούς και τον τρόπο λειτουργίας του σύγχρονού του αθηναϊκού πολιτεύματος. Μετά το σύντομο προοίμιον, ο φιλόσοφος πραγματεύεται τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες των κληρωτών και αιρετών αξιωματούχων και των υπαλλήλων της διοίκησης.

 

Όταν γίνεται η κρίση, ρωτούν: «Ποιος είναι ο πατέρας σου και σε ποιον δήμο ανήκεις και ποιος είναι ο πάππος σου, ποια η μητέρα σου και ποιος ο πατέρας της μητέρας σου και από ποιους δήμους;» Μετά τον ρωτούν αν συμμετέχει στη λατρεία του Πατρώου Απόλλωνα και του Ερκείου Δία και πού βρίσκονται τα ιερά τους. Ύστερα, αν έχει οικογενειακούς τάφους και πού βρίσκονται, έπειτα αν φροντίζει τους γονείς του και αν πληρώνει τους φόρους και αν έχει υπηρετήσει τη θητεία του. Αφού του απευθύνει (ο πρόεδρος) αυτές τις ερωτήσεις, του λέει: «Φώναξε τώρα μάρτυρες για όσα είπες». Και όταν παρουσιάσει τους μάρτυρές του, ρωτούν: «Έχει κανείς κάποια κατηγορία εναντίον του;» Κι αν υπάρχει κάποιος κατήγορος, το δικαστήριο του δίνει το λόγο και μετά ο κατηγορούμενος απολογείται. Ύστερα αποφασίζει η βουλή με ανάταση χεριών και στο δικαστήριο με ψήφο. Αν δεν παρουσιαστεί κατήγορος, γίνεται αμέσως η ψηφοφορία.

Μτφρ. Α. Παναγόπουλος

Ποια κοινά σημεία εντοπίζετε αναφορικά με το θεσμό της δοκιμασίας ανάμεσα στα δύο κείμενα (§§ 2-3);

Στο συγκεκριμένο παράλληλο κείμενο ο Αριστοτέλης αναφέρεται στις αρχικές καθιερωμένες ερωτήσεις της δοκιμασίας, με την οποία γίνεται εξονυχιστικός έλεγχος της προσωπικότητας του δοκιμαζόμενου. Κοινά σημεία που εντοπίζονται στα δύο αποσπάσματα είναι οι αναφορές στην κοινωνική και δημόσια ζωή του δοκιμαζόμενου.

 

 

Διονύσιος Ἀλικαρνασσεύς, Περὶ τῶν ἀρχαίων ῥητόρων, Λυσίας, 17

Στο έργο του Διονυσίου Περὶ τῶν ἀρχαίων ῥητόρων (ὑπομνηματισμοί), που δεν έχει διασωθεί ολόκληρο, φαίνεται πως ανήκαν πραγματείες για σημαντικούς αττικούς ρήτορες, μεταξύ των οποίων και ο Λυσίας. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, ο Διονύσιος προβαίνει σε θετική αξιολόγηση των προοιμίων των δικανικών λόγων του Λυσία.  

 

Παρατηρώ ακόμα ότι ο ρήτορας χρησιμοποιεί όλους τους τρόπους που προτείνουν τα ρητορικά εγχειρίδια για το προοίμιο και που απαιτούν οι περιστάσεις. Άλλες φορές αρχίζει στο πρώτο πρόσωπο με αυτοέπαινο, άλλοτε με κατηγορίες για τον αντίδικο, αντικρούοντας αρχικά τις κατηγορίες εις βάρος του, αν τύχει να έχει κατηγορηθεί πρώτος. Μερικές φορές κερδίζει την εύνοια των δικαστών στο πρόσωπό του και στην υπόθεση, επαινώντας και κολακεύοντάς τους. Άλλοτε υποδεικνύει τη δική του μειονεκτική θέση και την πλεονεκτική θέση του αντιδίκου του και ότι ο αγώνας μεταξύ τους είναι άνισος. Κάποιες φορές παρουσιάζει την υπόθεσή του ως κοινού ενδιαφέροντος, σημαντική για όλους και τέτοια που αξίζει την προσοχή των δικαστών, ή γενικά επινοεί οποιοδήποτε άλλο επιχείρημα που μπορεί να ωφελήσει τον ίδιο και να μειώσει τον αντίδικό του. 

Μτφρ. Φιλολογική Ομάδα «Κάκτου» 

Ποια κοινά χαρακτηριστικά εντοπίζετε ανάμεσα στα δύο προοίμια του Λυσία(§§1-3);

Στο συγκεκριμένο παράλληλο κείμενο παρουσιάζονται χαρακτηριστικά στοιχεία των προοιμίων των ρητορικών λόγων του Λυσία, από τα οποία κάποια μπορούν να αναζητηθούν στο συγκεκριμένο προοίμιο του Ὑπὲρ Μαντιθέου. Έτσι, για παράδειγμα, εντοπίζεται ο εύστοχος τρόπος με τον οποίο επιδιώκονται η εύνοια και η προσοχή των βουλευτών μέσω του ισχυρισμού ότι οι κατήγοροι επιθυμούν με κάθε τρόπο να βλάψουν τον δοκιμαζόμενο που παρουσιάζεται ως θύμα άδικης διαβολής. Επίσης, στην εύνοια και την προσοχή αποσκοπεί η δήλωση του ομιλητή ότι όποιος τον ακούσει να μιλά για τα πεπραγμένα του θα αλλάξει γνώμη γι’ αυτόν και θα τον θεωρήσει πολύ καλύτερο. Τέλος, ο λόγος χαρακτηρίζεται από πρωτοτυπία, αφού δεν ακολουθείται η συνήθης τεχνική της σπίλωσης των κατηγόρων, αλλά παρά προσδοκίαν ο δοκιμαζόμενος δηλώνει ότι σχεδόν τους οφείλει ευγνωμοσύνη για την κατηγορία.

 

 

Λυσίας, Ὑπὲρ τῶν Ἀριστοφάνους χρημάτων πρὸς τὸ Δημόσιον §§1-3

Η περιουσία ενός Αθηναίου πολίτη, του Αριστοφάνη, είχε δημευθεί. Ο πατέρας του ομιλητή και πεθερός του Αριστοφάνη κατηγορείται για κακή διαχείρισή της. Ο ομιλητής θα προσπαθήσει να υπερασπιστεί την τιμή και τη μνήμη του πατέρα του, και να αποδείξει ότι, όταν πέθανε ο Αριστοφάνης, η περιουσία του δεν ξεπερνούσε τα τέσσερα τάλαντα. Ακολουθεί μέρος του προοιμίου.

 

Είναι πολύ δύσκολη η θέση μου, άνδρες δικαστές, σ’ αυτήν εδώ τη δίκη, όταν αναλογισθώ ότι, εάν εγώ δεν τα πω τώρα καλά, όχι μόνον εγώ αλλά και ο πατέρας μου θα φανεί ότι είναι άδικος και θα στερηθώ όλα μου τα υπάρχοντα. Είναι ανάγκη, λοιπόν, αν και δεν είμαι ικανός από τη φύση μου γι’ αυτά, να βοηθήσω τον πατέρα μου και τον εαυτό μου έτσι, όπως θα μπορέσω. Την προετοιμασία και την προθυμία των εχθρών τη βλέπετε και δεν πρέπει να πω τίποτε γι’ αυτά· τη δική μου, πάλι, απειρία όλοι την ξέρουν, όσοι με γνωρίζουν. Θα ζητήσω, λοιπόν, από σας να μου κάνετε δίκαια και εύκολη χάρη, να ακούσετε δηλαδή και μας με εύνοια, όπως και τους κατηγόρους. Γιατί, είναι φυσικό ο απολογούμενος να βρίσκεται σε μειονεκτικότερη θέση, κι αν ακόμη τον ακούτε με την ίδια διάθεση. Γιατί αυτοί, επιβουλευόμενοι εμάς από καιρό, χωρίς να διατρέχουν κανένα κίνδυνο, «έστησαν» την κατηγορία, ενώ εμείς αντιμετωπίζουμε αυτήν εδώ τη δίκη τρομοκρατημένοι, κατασυκοφαντημένοι και απειλούμενοι με το μεγαλύτερο κίνδυνο. Είναι φυσικό, λοιπόν, να δείχνετε μεγαλύτερη εύνοια στους απολογουμένους (απ’ ό,τι στους κατηγόρους).

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης

Ποιες ομοιότητες και διαφορές εντοπίζετε ανάμεσα στα δύο προοίμια (§§1-3.7);

Το συγκεκριμένο παράλληλο κείμενο παρουσιάζει ομοιότητες, αλλά και διαφορές με το αντίστοιχο προοίμιο του Ὑπὲρ Μαντιθέου. Ομοιότητες θα μπορούσαν να εντοπιστούν ως προς τους στόχους που υπηρετεί ένα προοίμιο σε έναν δικανικό λόγο (εύνοια, προσοχή, κατατόπιση), ως προς τους χαρακτηρισμούς και το ήθος των κατηγόρων κ.ά. Ωστόσο, παρατηρεί κανείς ότι ενώ ο Μαντίθεος διακρίνεται για την αυτοπεποίθησή του, ο ομιλητής σε αυτό το παράλληλο κείμενο έχει διαφορετικό ήθος. Διαφορές θα μπορούσαν κατ’ επέκταση να αναζητηθούν και ως προς το ύφος των δύο ομιλητών.

 

Ἀριστοτέλης, Ἀθηναίων Πολιτεία §§34.2-3

Στην πραγματεία αυτή ο Αριστοτέλης πραγματεύεται την πολιτειακή ιστορία της αρχαίας Αθήνας. Το κείμενο αναφέρεται στις πολιτειακές εξελίξεις μετά την ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό πόλεμο.

 

Γιατί το επόμενο έτος (το 404), όταν επώνυμος άρχοντας ήταν ο Αλέξιος, νικήθηκαν στη ναυμαχία των Αιγός Ποταμών, με αποτέλεσμα να κυριεύσει ο Λύσανδρος την Αθήνα και να εγκαταστήσει στην εξουσία τους Τριάκοντα με τον εξής τρόπο: Ενώ είχαν συνάψει ειρήνη με τον όρο να εφαρμόσουν το προγονικό τους πολίτευμα, οι δημοκρατικοί προσπαθούσαν να σώσουν τη δημοκρατία, ενώ όσοι από τους ευγενείς ήταν μέλη των πολιτικών οργανώσεων καθώς και οι φυγάδες που είχαν επιστρέψει μετά την ειρήνη, επιθυμούσαν να εγκατασταθεί ολιγαρχία. Όσοι δεν μετείχαν σε καμιά οργάνωση και ως προς τα άλλα ανήκαν στην τάξη των ευγενών, επιζητούσαν να εφαρμοστεί το προγονικό πολίτευμα. Μεταξύ αυτών ήταν ο Αρχίνος, ο Άνυτος, ο Κλειτοφών, ο Φορμίσιος και πολλοί άλλοι και πρώτος – πρώτος ανάμεσά τους ο Θηραμένης. Όταν, όμως, ο Λύσανδρος πήρε το μέρος των ολιγαρχικών, τρομοκρατημένος ο λαός αναγκάστηκε να σηκώσει το χέρι του υπέρ της ολιγαρχίας. Το σχετικό ψήφισμα το συνέταξε ο Δρακοντίδης από την Αφίδνα.

Μτφρ. Α. Παναγόπουλος

 

Με βάση το αρχαίο κείμενο (§§4-6) και σε συνάρτηση με το παράλληλο ο Θηραμένης τί στάση κράτησε ως ο ένας εκ των δύο αρχηγών των Τριάκοντα; Η απάντησή σας να επιβεβαιωθεί με αναφορές και από τα δύο κείμενα.

 Το συγκεκριμένο παράλληλο κείμενο αναφέρεται στη βίαιη μεταβολή του δημοκρατικού πολιτεύματος για την οποία κάνει αναφορά ο Μαντίθεος στον λόγο του. Δίνεται, έτσι, η ευκαιρία για εμβάθυνση στο συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός.

 

 

Λυσίας, Περὶ τοῦ σηκοῦ ἀπολογία §§1-3

Κατά τους κλασικούς χρόνους τα ιερά δέντρα περιφράσσονταν με ξύλινο φράχτη, που ονομαζόταν «σηκός» και ελέγχονταν τακτικά. Όποιοι προξενούσαν βλάβη στα δέντρα ή παραβίαζαν τον «σηκό» τιμωρούνταν σκληρά. Ο λόγος του Λυσία «Ἀρεοπαγιτικός» ή «Περὶ τοῦ σηκοῦ ἀπολογία» γράφτηκε περίπου το 394 π.Χ. για να εκφωνηθεί ενώπιον του Αρείου Πάγου από κάποιον Αθηναίο που είχε κατηγορηθεί από έναν συμπολίτη του ότι αρχικά ξερίζωσε μια ιερή ελιά και αργότερα κατάστρεψε τον «σηκό» της. Ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε τον κίνδυνο εξορίας και δήμευσης της περιουσίας του.

 

Στο παρελθόν ενόμιζα, μέλη της βουλής, ότι όποιος ήθελε μπορούσε να κοιτάει τη δουλειά του και να μην έχει ούτε δίκες ούτε «περιπέτειες». Τώρα όμως έχω βρεθεί τόσο απροσδόκητα αντιμέτωπος με κατηγορίες και αδίστακτους συκοφάντες, ώστε πιστεύω ότι και αυτοί που δεν έχουν ακόμα γεννηθεί πρέπει, αν γίνεται, να φοβούνται ήδη για όσα πρόκειται να τους συμβούν. Διότι εξαιτίας ανθρώπων όπως αυτοί, οι κίνδυνοι αφορούν εξίσου και τους παντελώς αθώους και εκείνους που έχουν διαπράξει σωρεία αδικημάτων. (…) Και ενώ αυτός βρίσκεται εδώ έχοντας καταστρώσει από καιρό την επίθεσή του, εγώ είμαι υποχρεωμένος, ακούγοντας για τις κατηγορίες την ίδια στιγμή με εσάς που θα αποφασίσετε για την υπόθεση, να αγωνιστώ και για την πατρίδα μου και για την περιουσία μου. Παρά ταύτα, θα προσπαθήσω να σας διαφωτίσω από την αρχή. 

Μτφρ. Θ.Κ. Στεφανόπουλος

 

Να εντοπίσετε τα σημεία στα οποία συνομιλούν τα δύο κείμενα του Λυσία (§§2-3)

Στο συγκεκριμένο παράλληλο κείμενο (προοίμιο) ο ομιλητής αναφέρει ευθύς εξ αρχής ότι κατηγορείται και συκοφαντείται από ανθρώπους που συνιστούν κίνδυνο για όλους τους πολίτες (επίθεση στο ήθος του αντιπάλου). Παρόμοια και ο Μαντίθεος αναφέρει ότι αν και έχει ζήσει με βάση το μέτρο, οι εχθροί του τον διαβάλλουν. Το κείμενο, επομένως, μπορεί να συσχετιστεί είτε ως προς το φαινόμενο της συκοφαντίας/διαβολής είτε ως προς την τακτική της επίθεσης στο ήθος του αντιπάλου.  

Ἀριστοτέλης, Ῥητορικὴ 1356a

Όπως φανερώνει και ο τίτλος, στα τρία βιβλία του έργου αυτού ο Αριστοτέλης περιγράφει τη ρητορική τέχνη, τα είδη και τα μέσα της.

Ο ρητορικός λόγος λειτουργεί πειστικά με τρεις τρόπους: άλλοτε μέσω του χαρακτήρα του ρήτορα, άλλοτε μέσω της συγκεκριμένης διάθεσης που δημιουργεί στην ψυχή του ακροατή και άλλοτε με τα αποδεικτικά ή φαινομενικά αποδεικτικά επιχειρήματα που περιέχει ο ίδιος. Με τον χαρακτήρα του ο ρήτορας πείθει όταν μιλάει με τέτοιον τρόπο ώστε ο λόγος του να τον κάνει αξιόπιστο· γιατί στους έντιμους ανθρώπους χαρίζουμε σε μεγαλύτερο βαθμό και με περισσότερη προθυμία την εμπιστοσύνη μας για όλα, βέβαια, εν γένει, τα θέματα, κατά τρόπο όμως απόλυτο για τα θέματα στα οποία δεν υπάρχει βεβαιότητα και μας αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας. Και αυτό όμως πρέπει να προκύπτει από τον λόγο και όχι να είναι το αποτέλεσμα μιας καλής ιδέας που έχουμε από πριν για τον ρήτορα·

Μτφρ. Δ. Λυπουρλής

Οι αριστοτελικές αναφορές επιβεβαιώνονται από τα όσα ο Λυσίας έγραψε και εκφώνησε ο Μαντίθεος στο συγκεκριμένο απόσπασμα από τον Ὑπὲρ Μαντιθέου; (§§ 2-3)  

Στο συγκεκριμένο παράλληλο κείμενο ο Αριστοτέλης αναφέρεται στη σημασία που έχει να εμφανίζεται ο ομιλητής (εδώ ο Μαντίθεος) με το ανάλογο ήθος/χαρακτήρα προκειμένου να κερδίσει τις εντυπώσεις και την εύνοια (εδώ των βουλευτών). Διαπιστώνει δηλαδή κανείς ότι οι αριστοτελικές αναφορές επιβεβαιώνονται σε μεγάλο βαθμό από τα όσα ο Λυσίας έγραψε και εκφώνησε ο Μαντίθεος στο συγκεκριμένο απόσπασμα από τον Ὑπὲρ Μαντιθέου.

 

 

Ξενοφῶντος Ἑλληνικὰ Βιβλ. 2, κεφ. 4 §§13-14

Πριν από τη μάχη που οδήγησε στην ήττα των Τριάκοντα και των συμμάχων τους και στη σταδιακή αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Αθήνα, ο Ξενοφώντας παραθέτει τον λόγο του Θρασύβουλου, του αρχηγού των δημοκρατικών.

 

«Θυμηθήτε, πολίτες —κι όσοι δεν το ξέρετε, μάθετέ το— ότι στο δεξιό εκείνων που πλησιάζουν βρίσκονται αυτοί που εδώ και τέσσερεις μέρες νικήσατε και πήρατε στο κυνήγι. Στο άκρο αριστερό τους πάλι είναι οι ίδιοι οι Τριάντα —αυτοί που δίχως σε τίποτα νάχουμε φταίξει μας εξόριζαν από την πόλη, μας έδιωχναν από τα σπίτια μας κ’ έκαναν προγραφές των αγαπημένων μας. Να όμως που τώρα τους έλαχε κάτι που αυτοί ποτέ δεν περίμεναν, ενώ εμείς πάντα το ευχόμασταν— τους αντικρύζουμε με τα όπλα στα χέρια! Κάποτε μας έπιαναν την ώρα που τρώγαμε, την ώρα που κοιμόμασταν, την ώρα που ήμασταν στην Αγορά· άλλοι εξοριστήκαμε όχι μόνο αναίτια, αλλά δίχως να βρισκόμαστε καν στην πόλη. Γι’ αυτό κ’ οι θεοί παίρνουν τώρα φανερά το μέρος μας: μέσα στην καλοκαιρία προκαλούνε θύελλα την ώρα που μας συμφέρει· όταν κάνουμε επιχείρηση, λίγοι εμείς εναντίον πολλών εχθρών, θριαμβεύουμε χάρη στην εύνοιά τους·»

Μτφρ. Ρ. Ρούφος

 

Σε ποιο ιστορικό γεγονός εμβαθύνουν το αρχαίο κείμενο (§§4-6) και το κείμενο του Ξενοφώντα;

Το συγκεκριμένο παράλληλο κείμενο αναφέρεται στις κακουχίες που βίωσαν όσοι Αθηναίοι πολίτες δεν συμμετείχαν στις βιαιότητες των τριάκοντα, στις οποίες κάνει αναφορά και ο Μαντίθεος στον λόγο του. Δίνεται, έτσι, η ευκαιρία για εμβάθυνση στο συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός.

 

Άγγελος Βλάχος, Ο κύριός μου Αλκιβιάδης, απόσπασμα

Ο Άγγελος Βλάχος υπήρξε μελετητής της αρχαίας γραμματείας και μυθιστοριογράφος. Στο έργο του, Ο κύριός μου Αλκιβιάδης, προσφέρει μία πολύπλευρη οπτική για την κατανόηση του 5ου αιώνα π.Χ.

 

«Μεθαύριο θα ξαναφύγομε εκστρατεία, φίλοι! Βάλτε, δούλοι, να πιούμε κι ας εξακολουθήσει η διασκέδαση μ’ άκρατο το κρασί μας. Τιμάνδρα, τραγούδα! Εύθυμα τραγουδάκια, γελαστά: Η ζωή είναι τόσο όμορφη και τόσο πλούσια! Σιλύκοοοοο! Καταραμένε των θεών! Φώναξε τις αυλητρίδες!»

Από την πλαϊνή κάμαρα, όπου είχα μισογυρίσει γλαρωμένος απ’ τη νύστα, αναπήδησα με τη φωνή του Αλκιβιάδη και βγήκα στην αυλή για να ξαναμπώ απ’ τη μεγάλη πόρτα. Εκεί είδα τον Σωκράτη που στεκόταν, λες έστηνε ενέδρα, σε μια γωνιά της αυλής. Φαίνεται πως είχε ακούσει κι αυτός τη φωνή του Αλκιβιάδη, γιατί προχώρησε και μπήκε στην αίθουσα του συμποσίου όπου ήταν όλη η παρέα μισομεθυσμένη κιόλας. Καθώς ένιωσαν οι χαροκόποι τον Σωκράτη απλώθηκε μια σιωπή και τα πρόσωπα σοβαρεύτηκαν, σαν φοβισμένα.

Άγγ. Βλάχος. 2008 Ο κύριός μου Αλκιβιάδης. Το Βήμα (Βιβλιοπωλείον της Εστίας), σ. 258.

Το παραπάνω κείμενο του Άγγελου Βλάχου αναφέρεται σε μια σκηνή συμποσίου στην Αρχαία Αθήνα. Πώς συσχετίζεται η συγκεκριμένη αφήγηση με τις αναφορές του Μαντίθεου στο ήθος των αντιπάλων του αλλά και του ίδιου; (§§ 10-11)

Στο παράλληλο κείμενο του Άγγελου Βλάχου ο Αλκιβιάδης καλεί τους παρευρισκόμενους σε συμπόσιο πριν από την κρίσιμη σικελική εκστρατεία, να πιουν άκρατο κρασί, να τραγουδήσουν, να διασκεδάσουν από κοινού με την παρουσία γυναικών-αυλητρίδων και εντέλει να μεθύσουν (όλη η παρέα μισομεθυσμένη κιόλας). Σε αντίθεση με το ενθουσιώδες κλίμα βρίσκεται η μορφή του Σωκράτη, που στεκόταν μόνος του στην αυλή και μόλις μπήκε στον χώρο του συμποσίου, όλοι σοβαρεύτηκαν, σαν να φοβήθηκαν. Αντίστοιχη αντίθεση-διαφοροποίηση παρατηρούμε στο κείμενο του Λυσία ανάμεσα στον Μαντίθεο, που δηλώνει ότι δεν συμμετείχε σε διασκεδάσεις ανάλογου ύφους, και τους ακόλαστους κατηγόρους του που, κατά τον Μαντίθεο, επιδίδονταν σε ασωτίες, και γι’ αυτό τον συκοφαντούν και ψεύδονται σε βάρος του. Επομένως, στα δύο κείμενα βλέπουμε να αντιπαρατίθεται η στάση και το ήθος των προσώπων σε σχέση με γεγονότα και χώρους που σχετίζονται με τη διασκέδαση.

 

 

Λυσίας, Κατὰ σιτοπωλῶν §§13.5-15.1

Ο λόγος Κατὰ σιτοπωλῶν είναι ρητορικός δικανικός λόγος του Λυσία που ανήκει στην κατηγορία των καταγγελτικών λόγων του. Γράφτηκε για λογαριασμό του κατηγόρου  περίπου το 386 π.Χ.  και εκφωνήθηκε ενώπιον της Ηλιαίας εναντίον κυρίως των σιτοπωλών και λιγότερο των σιτεμπόρων για λαθραία εισαγωγή σίτου και αισχροκέρδεια.

 

Ωστόσο όλοι γνωρίζετε ότι αυτοί είναι οι τελευταίοι που δικαιούνται να προβάλλουν παρόμοιους ισχυρισμούς. Γιατί τα συμφέροντά τους είναι αντίθετα από τα συμφέροντα των άλλων. Γιατί τότε κερδίζουν περισσότερα, όταν φτάσει στην πόλη η είδηση για κάποια συμφορά και πωλούν ακριβό το σιτάρι. Με τόση χαρά μάλιστα βλέπουν τις δικές σας συμφορές, ώστε κάποιες τις πληροφορούνται πριν από τους άλλους, και κάποιες τις χαλκεύουν οι ίδιοι διαδίδοντας ή ότι χάθηκαν τα πλοία στον Πόντο, ή ότι συνελήφθησαν από τους Λακεδαιμόνιους όταν απέπλεαν, ή ότι έχουν κλείσει τα λιμάνια, ή ότι πρόκειται να καταγγελθούν οι συνθήκες. Και έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο εχθρότητας, ώστε συνωμοτούν εναντίον σας σε κρίσιμες στιγμές ταυτόχρονα με τους εχθρούς. 

Μτφρ. Θ.Κ. Στεφανόπουλος

Σε ποιο φαινόμενο που αποτελούσε πληγή για τη δημόσια ζωή της αρχαίας Αθήνας, αναφέρονται και τα δύο κείμενα (διδαγμένο και παράλληλο); (§§ 11-12)

 

Και στα δύο κείμενα γίνεται λόγος για το συχνό φαινόμενο της λογοποιΐας και της ψευδολογίας στην αρχαία Αθήνα. Πιο συγκεκριμένα, ο Μαντίθεος αναφέρεται στο φαινόμενο της ψευδολογίας που χαρακτήριζε ανθρώπους που σύχναζαν στα σκιραφεία, καπηλεία και λοιπά καταγώγια, και οι οποίοι είχαν σκοπό τη διαβολή έντιμων πολιτών (συχνά ως μέσο εκδίκησης ή εκβιασμού). Αλλά και στο παράλληλο κείμενο από τον λόγο Κατὰ σιτοπωλῶν ο κατήγορος αναφέρεται στο γεγονός ότι πολλές φορές οι «σιτοπώλες» κατασκεύαζαν ψεύτικες αρνητικές ειδήσεις για να προκαλέσουν πανικό στους πολίτες και να πολλαπλασιάσουν τα κέρδη τους. Στην περίπτωση του Μαντίθεου η ψευδολογία αποσκοπούσε στη διαβολή συγκεκριμένων ανθρώπων, ενώ στο παράλληλο κείμενο η ψευδολογία επηρέαζε αρνητικά το σύνολο της αθηναϊκής κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση, ήταν μία από τις αρνητικές πλευρές της αθηναϊκής δημόσιας ζωής για την οποία γίνεται συχνά λόγος στα κείμενα της εποχής.

 

 

Θουκυδίδης, Ἱστορίαι §§1.23

Ο αρχαίος ιστορικός συγκρίνει τους Περσικούς πολέμους με τον Πελοποννησιακό πόλεμο με αφορμή τις επιπτώσεις που ο τελευταίος προκάλεσε στον αρχαιοελληνικό κόσμο.

 

Απ᾽ όλα τα προηγούμενα πολεμικά γεγονότα, το μεγαλύτερο ήταν ο Περσικός πόλεμος, ο οποίος τερματίστηκε με δυο ναυμαχίες και δύο μάχες, ενώ ο σημερινός πόλεμος κράτησε παρά πολλά χρόνια και προκάλεσε τόσες συμφορές στην Ελλάδα, όσες δεν είχε ποτέ πάθει σε ανάλογο χρονικό διάστημα. Ποτέ άλλοτε δεν κυριεύτηκαν και δεν καταστράφηκαν τόσες πολιτείες είτε από βαρβάρους είτε από Έλληνες που πολεμούσαν μεταξύ τους. Σε πολλές, μάλιστα, πολιτείες, αφού καταστράφηκαν, εγκαταστάθηκε καινούργιος πληθυσμός. Ποτέ άλλοτε δεν έγιναν τόσες εξορίες και δεν σκοτώθηκαν τόσοι άνθρωποι, είτε στον πόλεμο είτε σ᾽ εμφυλίους σπαραγμούς. Εκτός απ᾽ αυτό, πολλά από τα όσα αναφέρονται σε παλιές διηγήσεις, τα οποία όμως σπάνια επαληθεύονταν, έγιναν πιστευτά. Γιατί έγιναν πολλοί και καταστρεπτικοί σεισμοί και εκλείψεις ηλίου πολύ συχνότερες από όσες μπορούσαν να μνημονευτούν για τις παλιές εποχές. Μεγάλες ξηρασίες σημειώθηκαν σε πολλά μέρη και προκάλεσαν λιμούς και τέλος η φοβερή επιδημία, που προξένησε μεγάλες βλάβες και καταστροφή. Όλα αυτά έγιναν κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Μτφρ. Αγγ. Βλάχος

 

Πώς συνδέει ο Μαντίθεος τις συμφορές που έπληξαν την πόλη και τον πατέρα του με την προσωπική του οικονομική κατάσταση, και πώς ο αρχαίος ιστορικός περιγράφει τις γενικότερες επιπτώσεις του Πελοποννησιακού πολέμου στον ελληνικό κόσμο;(§§9-11.1)

Το συγκεκριμένο παράλληλο κείμενο αναφέρεται στις επιπτώσεις του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο Μαντίθεος επικαλείται αυτές τις επιπτώσεις προκειμένου να δικαιολογήσει την κακή οικονομική κατάσταση του πατέρα του. Έτσι, το κείμενο μπορεί να αξιοποιηθεί ως εμβάθυνση στη συγκεκριμένη ιστορική αναφορά του Μαντίθεου.

 

 

 

Ἰσοκράτης, Ἀρεοπαγιτικὸς §§48-50

Στον Ἀρεοπαγιτικό ο Ισοκράτης κάνει έκκληση προς τους συμπολίτες του Αθηναίους για αναπροσαρμογή της πολιτικής τους στα εσωτερικά και εξωτερικά θέματα και επιστροφή στις πατροπαράδοτες αρχές διακυβέρνησης της πόλης, όταν ο Άρειος Πάγος ήταν ο θεματοφύλακας της ηθικής διαπαιδαγώγησης των πολιτών.

 

Γι᾽ αυτό δεν σύχναζαν οι νέοι σε μέρη τυχερών παιχνιδιών, ούτε σε χαμαιτυπεία με αυλητρίδες, ούτε σε συγκεντρώσεις τέτοιου είδους όπου σήμερα περνούν την ημέρα τους, αλλά αφοσιώνονταν στις ασχολίες στις οποίες είχαν ταχθεί, όπου θαύμαζαν και ζήλευαν όσους πρώτευαν σ᾽ αυτά. Τόσο πολύ απέφευγαν την αγορά, ώστε, και αν καμιά φορά αναγκάζονταν να περάσουν μέσα από αυτήν, όλοι έβλεπαν ότι το έκαναν με πολλή συστολή και σωφροσύνη. Το να αντιμιλούν στους μεγαλύτερους ή να τους κοροϊδεύουν το θεωρούσαν φοβερότερο από όσο φοβερό θεωρείται σήμερα η ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους γονείς. Κανένας, ούτε καν καλός υπηρέτης, θα τολμούσε να φάει ή να πιει ποτό σε καπηλειό· γιατί φρόντιζαν να είναι σεμνοί και να μη βωμολοχούν. Ακόμη, αυτούς που αστειεύονταν και είχαν κάποιαν ικανότητα να κοροϊδεύουν, όσους σήμερα αποκαλούν ευφυείς, εκείνοι τους θεωρούσαν ανόητους. Κανείς ας μη νομίσει ότι διάκειμαι δυσμενώς προς όσους είναι σε νεαρή ηλικία. Γιατί δεν τους θεωρώ υπεύθυνους για όσα συμβαίνουν· εξάλλου, γνωρίζω καλά ότι οι περισσότεροι από αυτούς είναι ελάχιστα ευχαριστημένοι με αυτή την κατάσταση, η οποία τους επιτρέπει να επιδίδονται σ᾽ αυτές τις ακολασίες. Γι᾽ αυτό δεν θα είχα καμιά δικαιολογία να κατηγορώ αυτούς· πολύ πιο δίκαιο θα ήταν να καταφέρομαι εναντίον εκείνων που κυβέρνησαν την πόλη λίγο πιο μπροστά από μας.

Μτφρ. Α.Ι. Γιαγκόπουλος – Ζ.Ε. Μαλαθούνη

 

Πώς αντιμετωπίζουν ο Λυσίας στον λόγο Υπέρ Μαντιθέου και ο Ισοκράτης στον Αρεοπαγιτικό τη συμπεριφορά των νέων που επιδίδονται σε ακολασίες, και ποια στάση προτείνουν ως ιδανική για την κοινωνία και την πολιτική ζωή της Αθήνας; (§§ 11-12)

Το συγκεκριμένο παράλληλο κείμενο αναφέρεται στις επιπτώσεις του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο Μαντίθεος επικαλείται αυτές τις επιπτώσεις προκειμένου να δικαιολογήσει την κακή οικονομική κατάσταση του πατέρα του. Έτσι, το κείμενο μπορεί να αξιοποιηθεί ως εμβάθυνση στη συγκεκριμένη ιστορική αναφορά του Μανάθεου.

 

 

 

Λυσίας, Δήμου καταλύσεως ἀπολογία §§2-4

Ο ομιλητής προσπαθεί κατά τη δοκιμασίαν του να αποδείξει ότι, μολονότι παρέμεινε στην Αθήνα κατά την περίοδο της διακυβέρνησης των Τριάκοντα, δεν υπήρξε συνεργός ή ομοϊδεάτης τους.

 

Αν, λοιπόν, πιστεύουν ότι «φορτώνουν» σ’ εμένα όσα δεινά υπόφερε η πόλη από τους τριάντα τυράννους, τους θεωρώ αδύναμους να τα απαριθμήσουν· γιατί, δεν έχουν αναφέρει ούτε το ελάχιστο μέρος από όσα αίσχη έχουν πραχθεί από κείνους· αν όμως μιλούν γι’ αυτά, σα να αφορά κάτι και μένα, θα αποδείξω ότι όλοι τους ψεύδονται και ότι εγώ ήμουν τέτοιος, όποιου είδους ακριβώς θα ήταν ο πιο ακραιφνής δημοκράτης που παρέμεινε στην πόλη. Σας παρακαλώ, κύριοι δικαστές, να μη συμπλέετε με τους συκοφάντες. Γιατί, δουλειά τους είναι να κατηγορούν κι αυτούς που είναι εντελώς αθώοι (γιατί από αυτούς θα αποσπούσαν τα μεγαλύτερα χρηματικά ποσά), ενώ δικό σας καθήκον είναι να εξασφαλίζετε ισοπολιτεία σ’ αυτούς που δεν αδικούν σε τίποτα. Γιατί, έτσι θα δημιουργούσατε περισσότερους φίλους προς το δημοκρατικό πολίτευμα. Και έχω την αξίωση, άνδρες δικαστές, αν αποδείξω ότι δεν έχω γίνει αίτιος για καμιά συμφορά και ότι έχω κάνει πολλά καλά στην πόλη και με προσωπική μου σωματική δράση και με χρήματα, αυτά να μου αναγνωριστούν από σας, όσα είναι δίκαιο να πετυχαίνουν όχι μόνον αυτοί που ευεργετούν αλλά και αυτοί που δεν έχουν διαπράξει κανένα αδίκημα.

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης

 

Πώς προσπαθούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους ο Μαντίθεος και ο ομιλητής της Δήμου καταλύσεως ἀπολογίααπέναντι στις κατηγορίες που τους αποδίδονται, και με ποια επιχειρήματα αποδεικνύουν ότι η στάση τους ήταν ηθική και σύμφωνη με το δημοκρατικό πολίτευμα; (§§ 11-12)

Στο συγκεκριμένο παράλληλο κείμενο ο ομιλητής τονίζει ότι είναι συκοφάντες οι κατήγοροι και ότι ο ίδιος είναι ακραιφνής δημοκράτης. Στη συνέχεια, απευθύνει έκκληση στους δικαστές να μην συμπλέουν με τους συκοφάντες, γιατί έργο τους είναι να κατηγορούν τους αθώους. O Μαντίθεος, κατά αντίστοιχο τρόπο, διαφοροποιεί τον εαυτό του από τους συκοφάντες κατηγόρους του, που διάγουν άσωτο βίο. Επομένως, το κείμενο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για σύγκριση αναφορυιά με τον ρόλο των συκοφαντών στην αρχαία Αθήνα.

 

Πλάτων, Νόμοι 774c-d

Ο διάλογος διαδραματίζεται στην Κρήτη και στη συζήτηση παίρνουν μέρος ένας ανώνυμος Αθηναίος, ο Κρητικός Κλεινίας και ο Σπαρτιάτης Μέγγιλος. Θέμα του διαλόγου είναι η οικοδόμηση ενός φανταστικού πολιτεύματος, η εύρυθμη λειτουργία του οποίου εξαρτάται από μια ιδεατή νομοθεσία.

 

Για την προίκα μιλήσαμε και πιο μπροστά, αλλά ας επαναλάβουμε ότι ισότητα σημαίνει το να μη παίρνει, ούτε να δίνει κανείς, ούτε όταν παντρεύεται ο ίδιος, ούτε όταν παντρεύει την κόρη του γιατί δεν είναι δίκαιο να μένουν άγαμοι οι φτωχοί επειδή δεν έχουν χρήματα. Γιατί όλοι οι πολίτες έχουν τα απαραίτητα για να ζήσουν, και εκτός αυτού οι γυναίκες που δεν έχουν προίκα φέρνονται με λιγότερη αυθάδεια κι η συμπεριφορά των αντρών που θα τις παντρεύονται, για την προίκα τους, θα ήταν λιγότερο ταπεινωτική και δουλοπρεπής. Κι’ όποιος υπακούει σ’ αυτά, θα μπορεί να περηφανεύεται ότι έκαμε κάτι ωραίο· αυτός που δεν υπακούει ή παίρνει για προίκα φορέματα που αξίζουν πάνω από πενήντα δραχμές, ή πάνω από μία μνα ή πάνω από μιάμιση μνα ανάλογα με την οικονομική τάξη που ανήκουν – ή πάνω από την αξία δύο μνων όποιος ανήκει στην ανώτατη τάξη, θα γίνεται χρεωφειλέτης του δημοσίου για διπλάσιο ποσό, και το ποσό που έλαβε ή πήρε θα αφιερώνεται στην Ήρα και στο Δία κι ας το εισπράττουν οι ταμίες των δύο αυτών θεών, [… ].

Μτφρ. Β. Μοσκόβης

Πώς αντιμετωπίζεται το θέμα της προίκας στο λόγο του Λυσία «Ὑπὲρ Μαντιθέου» και πώς στον φιλοσοφικό διάλογο για το ιδεατό πολίτευμα; Σε ποια βασική διαφορά στη νοοτροπία των δύο κειμένων μπορούμε να σταθούμε; (§§9-11.1)

Το συγκεκριμένο παράλληλο κείμενο αναφέρεται στους λόγους για τους οποίους ο Πλάτωνας, στο πλαίσιο ενός φανταστικού πολιτεύματος με ιδεατή νομοθεσία, ανατίθεται στο θεσμό της προίκας. Ο Μαντίθεος από την άλλη μεριά, αναφέρεται στο θεσμό της προίκας, επιχειρώντας να αποδείξει ότι, προικίζοντας επαρκώς τις αδελφές του, έχει επιδείξει τη δέουσα συμπεριφορά σε ό,τι αφορά στον ιδιωτικό του βίο, ακολουθώντας το εθιμικό δίκαιο (αφού νομικά δεν ήταν υποχρεωμένος να προυάσει τις αδελφές του). Το παράλληλο κείμενο θα μπορούσε, επομένως, να αξιοποιηθεί προκειμένου να αναδειχθεί η ανατιθέμενη στο εθιμικό δίκαιο πλατωνική θέση, καθώς και τα επιχειρήματα με τα οποία αυτή τεκμηριώνεται

Ανδρέας Λασκαράτος, Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς, απόσπασμα

Στο βιβλίο «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς» που εκδόθηκε το 1856 ο Α. Λασκαράτος παρουσιάζει τα κοινωνικά ήθη της πατρίδας του, της Κεφαλονιάς, και προτείνει μεταρρυθμίσεις τολμηρές για την εποχή του. Οι σκέψεις του είναι διατυπωμένες σε άρθρα που αναφέρονται στην οικογένεια, τη θρησκεία και την πολιτική.

 

Επειδή ένας κύκλος φαύλος προλήψεων κάνει το σύστημα των οικογενειών μας. Ο γονής, για να πανδρέψει τη θυγατέρα του, νομίζει ναν του είναι συγχωρημένο* να ‘βγάλει το προικιό της έως μέσα από τα σπλάγχνα της. Ενώ το θηλυκό εκείνο το τυραννεμένο, το κακοβλεμμένο, το υβρισμένο, δεν βλέπει άλλο μέσος ελευθερώσεως από τη σκλαβιά του παρά το γάμο!… Έτσι, η τυραννία γένεται αιτία της απαιτήσεως της υπανδρείας, ενώ η απαίτηση τούτη γένεται πάλιν αιτία της τυραννίας!… Εγώ πιστεύω ότι, αν εμεταχειριζόμεθα τες θυγατέρες μας με περσότερην αγάπη, το σπίτι μας ήθελε πάψει να είναι ωθηστικό* για δαύτες. Τότες με το πνεύμα τους αναπτυγμένο καλύτερα, ήθελ’ έχουνε γνώριση* και πείρα του κόσμου, κι ερχόμενη η ώρα της υπανδρείας τους, ήθελ’ έχουν υπομονή και γνώση διά να διαλέξουν το σύντροφό τους. Ήθελε δεχτούν εκείνον, οπού ήθελε κρίνουνε κατάλληλον να κάμει την ευδαιμονίαν τους, και ήθελε απορρίψουνε τον κερδοσκόπο που δεν ήθελε βλέπει σ’ εδαύτες παρά το προικιό τους…

Από το σχολικό βιβλίο Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ ΓΕ.Λ.

———

του είναι συγχωρημένο: του επιτρέπεται

ωθηστικός: αποκρουστικός, μισητός

γνώριση: γνώση

 

Πώς αντιμετωπίζεται ο θεσμός της προίκας στα κείμενα του Λυσία και του Ανδρέα Λασκαράτου, και ποιες διαφορές εντοπίζονται στη νοοτροπία και στις κοινωνικές αντιλήψεις που εκφράζουν; (§§10-11)

Το συγκεκριμένο παράλληλο κείμενο αναφέρεται στον ρόλο της προίκας ως θεσμού, στη σημασία του γάμου για τη γυναίκα αλλά και στη δυσμενή θέση της τελευταίας εξαιτίας της πατριαρχικής αντίληψης, αφού η (δια δεν ορίζει τη μοίρα της. Κατά συνέπεια, μπορεί να αξιοποιηθεί σε συσχετισμό με την αναφορά του Μαντίθεου ότι πάντρεψε τις δύο αδελφές του δίνοντας σε κάθε μία προίκα (αν και δεν ήταν υποχρεωμένος νομικά), και να αναζητηθούν ομοιότητες στις κοινωνικές αντιλήψεις και αξίες δύο εποχών που τόσο πολύ απέχουν μεταξύ τους (4ος αι π.Χ – 19ος αι).

Ανδρέας Φραγκιάς, Άνθρωποι και σπίτια, απόσπασμα

Ο Αργύρης και η γυναίκα του Γεωργία είναι δύο από τα βασικά πρόσωπα του μυθιστορήματος με τίτλο «Άνθρωποι και σπίτια» του Ανδρέα Φραγκιά. Η υπόθεσή του τοποθετείται στα δύσκολα χρόνια που πέρασε η Ελλάδα μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

 

Η Γεωργία θυμάται όλο νυχτέρια με τη βελόνα. Έραβε κι η μάνα της. Ο πατέρας ήτανε χτίστης, μα απ’ το κρασί δεν έβαζε πια ίσια τις πέτρες, τα χέρια του τρέμανε κι ο σπάγκος με το βαρίδι ποτέ δεν ακουμπούσε σ’ όλο το ύψος του τοίχου. Γι’ αυτό δεν τον παίρνανε πια σε δουλειά. Κι έπρεπε να ράβουνε νύχτα μέρα. (…) Όταν έφυγε η μεγαλύτερη αδερφή της που παντρεύτηκε, η βελόνα της Γεωργίας έπρεπε να θρέψει και τους άλλους. Να τους ντύσει, να στείλει τα μικρά στη δουλειά, στο σκολειό. Η μεγαλύτερη αδερφή της, η Στέλλα, είχε τέσσερα παιδιά κι ο άντρας της μια φιλενάδα. (…) Όταν έφτασε ο καιρός να παντρευτεί η Γεωργία με τον Αργύρη, η μάνα είπε πως θέλει να βγάλει τα δόντια της γιατί την πονούσαν. Είχε μια σειρά χρυσά δόντια, κι η Γεωργία είπε στο γιατρό να της φτιάξει μια κοκάλινη μασέλα, με τα λεφτά που θα ‘παιρναν απ’ τα χρυσά δόντια. Η μάνα όμως δεν ήθελε. Τα πούλησε κρυφά κι αγόρασε τη ραφτομηχανή της Γεωργίας. Σκέφτηκε πως θα της χρειαζότανε, πως θα ‘πρεπε να ‘χει κάτι για την καινούρια ζωή. Την φέρανε δω με τ’ αυτοκίνητο, απ’ το μαγαζί, και κανείς στο σπίτι δεν έμαθε πού βρήκε η Γεωργία τα λεφτά για τη μηχανή του ραψίματος, όταν παντρεύτηκε. Ο Αργύρης δούλευε τότε μάστορης στη φάμπρικα κι η Γεωργία τραγουδούσε κάθε πρωί. Ήταν πολύ νέα, κορίτσι. Σε λίγες μέρες ύστερα, άρχισε ο πόλεμος. 

Από το σχολικό βιβλίο Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ ΓΕ.Λ. 

Ποιος είναι ο ρόλος της προίκας στην κοινωνική και οικονομική ζωή, όπως αποτυπώνεται στα κείμενα του Λυσία και του Ανδρέα Λασκαράτου; (§§ 10-11)

Το συγκεκριμένο παράλληλο κείμενο αναφέρεται στον καθοριστικό ρόλο της γυναίκας (Γεωργία, μάνα της Γεωργίας) και στις σημαντικές πρωτοβουλίες που παίρνουν μέσα σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες και παρά τις κυρίαρχες πατριαρχικές αντιλήψεις. Επομένως, μπορεί να συσχετιστεί αντιθετικά με το αρχαίο διδαγμένο απόσπασμα από τον Υπέρ Μαντιθέου λόγο, ως προς τον ρόλο της γυναίκας, αφού, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Μαντίθεου, ο άντρας και μεγάλος αδελφός είναι αυτός που παίρνει τις πρωτοβουλίες για τη δική του οικογένεια, ενώ οι γυναίκες περιμένουν από αυτόν να τις προικίσει και να τις παντρέψει Η οικονομική υποστήριξη, εξάλλου, της νέας οικογένειας (έμμεση προίκα) και στο νεοελληνικό λογοτεχνικό απόσπασμα μπορεί να συνδυαστεί με τον θεσμό της προίκας που αναφέρεται στο απόσπασμα από τον Υπέρ Μαντιθέου λόγο ως βασική προϋπόθεση για έναν γάμο.

Λυσίας, Κατά Ἀλκιβιάδου λιποταξίου §§9-11

Ο Αλκιβιάδης, γιος του ομώνυμου γνωστού πολιτικού και της Ιππαρέτης, κατηγορείται στον λόγο αυτό ότι, ενώ κατατάχθηκε το 395/4 π.Χ. για να πολεμήσει ως οπλίτης στην Αλίαρτο της Βοιωτίας, λόγω της δειλίας του μεταπήδησε στο σώμα των ιππέων, χωρίς να πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις. 

 

Αυτός λοιπόν (ο Αλκιβιάδης) σε τέτοιο σημείο φαυλότητος έφθασε, και τόσο σας περιφρόνησε, και τόσο τους εχθρούς φοβήθηκε, και τόσο πεθύμησε να καταταχθεί στο  ιππικό, και τόσο τους νόμους παρέβλεψε, ώστε ουδόλως έλαβε υπ’ όψιν του τις συνέπειες  της παραβάσεως των νόμων και τις δίκες, αλλά προτίμησε και τα πολιτικά του δικαιώματα να χάσει, και η περιουσία του να δημευθεί, και ένοχος να θεωρηθεί όλων των υπό των νόμων απειλουμένων τιμωριών μάλλον παρά να καταταχθεί με τους οπλίτες και να ονομάζεται οπλίτης. Και άλλοι μεν, ενώ ουδέποτε είχαν υπηρετήσει ως οπλίτες, ενώ άλλοτε υπηρετούσαν ως ιππείς, και είχαν προξενήσει μεγάλες βλάβες στους εχθρούς, δεν τόλμησαν να ανέλθουν εις τους ίππους, διότι φοβούνταν σάς (τους δικαστές) και τον νόμο· διότι σκέπτονταν ότι δεν θα καταστραφεί η πόλις, αλλ’ ότι θα σωθεί, και θα γίνει μεγάλη, και θα τιμωρήσει τους αδικούντες. Ο Αλκιβιάδης τόλμησε να ανέλθει στον ίππο (να καταταχθεί στο ιππικό), ενώ δεν διέκειτο ευνοϊκώς προς τον λαό, ενώ δεν είχε πρότερον υπηρετήσει ως ιππέας, ενώ ούτε και τώρα γνωρίζει να ιππεύει, ενώ δεν είχε εξετασθεί (από τους αρμόδιους άρχοντες), σκεπτόμενος ότι δεν θα δυνηθεί η πόλη να τιμωρήσει τους αδικούντες.

Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. [1939]. Διασκευή από την καθαρεύουσα στη δημοτική

 

Ποια είναι η διαφορά στη στάση του Μαντιθέου και του Αλκιβιάδη απέναντι στη στρατιωτική τους υποχρέωση, όπως προκύπτει από τα δύο κείμενα; (§§12-13)

Το συγκεκριμένο παράλληλο κείμενο του Λυσία παρουσιάζει τη στάση του Αθηναίου Αλκιβιάδη στη μάχη ανάμεσα στους Βοιωτούς και τους Αθηναίους εναντίον των Λακεδαιμονίων στην Αλίαρτο το 395/4 π.Χ., στην οποία αναφέρεται και ο Μαντίθεος στο διδαγμένο κείμενο. Επομένως, ίο παράλληλο κείμενο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί διττά: είτε συγκριτικά ως προς τη στάση του Αλκιβιάδη με την αντίστοιχη συμπεριφορά του Μαντίθεου είτε συμπληρωματικά στο διδαγμένο κείμενο σε σχέση με τα αδικήματα που βαρύνουν τον παραβάτη ιππέα.

Ξενοφῶν, Ἑλληνικὰ Βιβλ.3, κεφ.5 §§21-23

Στα Ἑλληνικὰ ο ιστορικός Ξενοφών περιγράφει τα γεγονότα της μάχης στην Αλίαρτο (395 π.Χ.), στην οποία αναφέρεται και ο Μαντίθεος.

 

Εκείνη τη μέρα λοιπόν το ηθικό των Θηβαίων ήταν πεσμένο, γιατί έκριναν πως οι ζημιές που είχαν πάθει δεν ήταν μικρότερες από εκείνες που είχαν προκαλέσει στους αντιπάλους. Την επομένη, μαθαίνοντας ότι οι Φωκείς κι όλοι οι άλλοι (σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων) είχαν φύγει νύχτα κι είχαν σκορπίσει ο καθένας στον τόπο του, άρχισαν να νιώθουν πολύ περήφανοι για το κατόρθωμά τους. Όταν όμως φάνηκε ο Παυσανίας με τον στρατό από τη Λακεδαίμονα, νόμισαν ξανά πως διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο, και λένε πως πολλή σιγή και κατήφεια επικρατούσε ανάμεσά τους. Ωστόσο την άλλη μέρα έφτασαν οι Αθηναίοι και παρατάχτηκαν μαζί τους, ενώ ο Παυσανίας ούτε προχωρούσε ούτε άρχιζε μάχη· τότε το ηθικό των Θηβαίων αναπτερώθηκε. (…) Ο Παυσανίας κι οι άλλοι Λακεδαιμόνιοι αξιωματούχοι συλλογίστηκαν ότι ο Λύσανδρος είχε σκοτωθεί κι ο στρατός του είχε φύγει νικημένος, ότι οι Κορίνθιοι δεν συμμετείχαν στην εκστρατεία κι ότι όσοι έπαιρναν μέρος ήταν απρόθυμοι· συλλογίστηκαν ακόμα και το πρόβλημα του ιππικού, ότι οι αντίπαλοι είχαν ιππικό πολύ κι εκείνοι λίγο — και, το σπουδαιότερο, ότι οι νεκροί κείτονταν κάτω από τα τείχη, έτσι που και να νικούσαν δεν θα τους ήταν εύκολο να τους περιμαζέψουν, εξαιτίας των φρουρών στους πύργους· για όλους αυτούς τους λόγους αποφάσισαν να κάνουν εκεχειρία για την παραλαβή των νεκρών.

Μτφρ. Ρ. Ρούφος

 

Με αφορμή τα γεγονότα στην Αλίαρτο ο Μαντίθεος αναδεικνύει το ήθος του μέσα από αντιθέσεις. Αφού τις επισημάνετε αξιοποιώντας στοιχεία του κειμένου, να περιγράψετε το ήθος του. (§§12-13)

Το συγκεκριμένο παράλληλο κείμενο από τα Ελληνικά του Ξενοφώντα επιβεβαιώνει από τη μία τον ισχυρισμό του Μαντίθεου για την υπεροχή του ιππικού και τη μεγαλύτερη ασφάλεια που παρείχε στους Αθηναίους και Βοιωτούς αναβάτες, αλλά από την άλλη δεν διαφαίνεται ότι οι οπλίτες στη συγκεκριμένη περίσταση θα αντιμετώπιζαν σοβαρό κίνδυνο από το εχθρικό πεζικό, καθώς υπήρχε απροθυμία στη συμμαχία των Πελοποννησίων. Επομένως, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί διττά: είτε ως προς την εμβάθυνση της συγκεκριμένης ιστορικής αναφοράς που κάνει ο Μαντίθεος είτε ως προς την αξιολόγηση της στάσης του Μαντίθεου συνεκτιμώντας και τις ιστορικές πληροφορίες του Ξενοφώντα.

 

Λυσίας, Ὑπὲρ Μαντιθέου §§15-16

Αργότερα, μέλη της βουλής, όταν είχαμε εκστρατεύσει στην Κόρινθο και όλοι γνώριζαν εκ των προτέρων ότι θα χρειαστεί να κινδυνεύσουν, ενώ άλλοι αποσκιρτούσαν, εγώ επιδίωξα και πέτυχα να πολεμήσω εναντίον των εχθρών τοποθετημένος στην πρώτη γραμμή. Και παρότι η φυλή μας είχε βαρύτατες απώλειες και πάρα πολλοί έπεσαν στο πεδίο της μάχης, αποχώρησα μετά τον σπουδαίο Στειριέα, ο οποίος λοιδορούσε συλλήβδην τους πάντες ως δειλούς. Όχι πολλές ημέρες αργότερα μετά τα γεγονότα αυτά, όταν είχαν καταληφθεί στην Κόρινθο οχυρές θέσεις, ώστε να μην μπορούν να περάσουν οι εχθροί, αποφάσισαν οι επικεφαλής να αποσπάσουν κάποια τμήματα που θα έσπευδαν να βοηθήσουν, επειδή ο Αγησίλαος είχε εισβάλει στη Βοιωτία. Τότε, ενώ όλους τους είχε καταλάβει πανικός (με το δίκιο τους, μέλη της βουλής — γιατί ήταν τρομερό να έχουν σωθεί μόλις και μετά βίας πριν από λίγο και να αντιμετωπίσουν άλλο κίνδυνο), εγώ παρουσιάστηκα στον ταξίαρχο και του ζήτησα να στείλει χωρίς κλήρωση το δικό μας τμήμα.

Μτφρ. Επιστημονική Ομάδα

 

Πώς προσπαθεί ο Μαντίθεος να αποδείξει την ανδρεία και την προσήλωσή του στο καθήκον μέσα από τις στρατιωτικές του επιλογές; (§§12-13)

Το συγκεκριμένο παράλληλο κείμενο από τον Υπέρ Μαντιθέου λόγο μπορεί να συσχετιστεί με το αρχαίο διδαγμένο κείμενο ως προς τη συμπεριφορά του ομιλητή στο πλαίσιο των στρατιωτικών υποχρεώσεών του. Επιβεβαιώνεται το στρατιωτικό του ήθος μέσα από συγκεκριμένα περιστατικά όπως ο ηρωισμός του στην εκστρατεία της Κορίνθου, αλλά και η τολμηρή και θαρραλέα πρωτοβουλία του να λάβει μέρος το τμήμα του χωρίς κλήρωση σε νέο θανάσιμο κίνδυνο, στην αντιμετώπιση του σπαρτιάτη βασιλιά Αγησίλαου που είχε εισβάλει στη Βοιωτία.

 

Κ.Ε. Μπέης, Αλήθειες και μύθοι γύρω από την προίκα, απόσπασμα

Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από το άρθρο του καθηγητή της Νομικής Σχολής Αθηνών Κ.Ε. Μπέη με τίτλο «Αλήθειες και μύθοι γύρω από την προίκα» που πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία στις 29 Ιανουαρίου 1981. Διευκρινίζεται ότι ο θεσμός της προίκας ήταν σε ισχύ κατά την εποχή δημοσίευσης του άρθρου.

Έχει ωριμάσει πια η αντίληψη ότι ο θεσμός της προίκας είναι ταπεινωτικός για τη γυναίκα και επιβεβαιώνει την εξάρτησή της από τον άντρα. Κι αυτό είναι αλήθεια. Γιατί ο αστικός κώδικας, ρυθμίζοντας την προίκα, δεν καθιερώνει απλώς υποχρέωση του πατέρα (κι ύστερα απ’ αυτόν, της μητέρας) να εφοδιάσει την κόρη του με τα απαραίτητα περιουσιακά εφόδια, για να μην είναι εξαρτημένη από την (καλή ή κακή) θέληση του άντρα. Προίκα, όπως λέει ο αστικός κώδικας, είναι η περιουσία (κινητά και ακίνητα) που δίνει η γυναίκα ή κάποιος άλλος (συνήθως ο πατέρας της) στον άντρα «προς ανακούφισιν των βαρών του γάμου». Τα βάρη αυτά, σύμφωνα με μια άλλη διάταξη, είναι αποκλειστική υποχρέωση του άντρα. Λοιπόν, αν δε γίνει ιδιαίτερη συμφωνία (και συνήθως δε γίνεται), ο άντρας αποκτάει την κυριότητα των μετρητών χρημάτων και των κινητών που δόθηκαν ως προίκα. Η γυναίκα δεν έχει κανένα ενεργό δικαίωμα πάνω σ’ αυτά. Θα έχει, αν λυθεί ο γάμος της, για να της επιστραφεί. Σ’ όλη τη διάρκεια του γάμου η προίκα δεν είναι δική της περιουσία, αλλά περιουσία του άντρα.  (…) Με δυο λόγια: Αυτός είναι ο αφέντης. Στη γυναίκα δεν πέφτει λόγος.

Ανακτήθηκε (10/3/2022) από http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=3&mid=1096&mnu=1&id=22819

Πώς παρουσιάζεται ο θεσμός της προίκας στο απόσπασμα της απολογίας και πώς διαφοροποιείται η αντίληψη γι’ αυτόν στο άρθρο του Κ.Ε. Μπέη; (§§9-11.1)

Τα δύο κείμενα αναφέρονται στην υποχρέωση της οικογένειας να παρέχει προίκα στις κόρες της. Ειδικότερα, το κείμενο του Κ.Ε. Μπέη ασκεί κριτική στον θεσμό της προίκας και αναδεικνύει τον μειωτικό χαρακτήρα που έχει για την γυναίκα, καθώς ο αστικός κώδικας ρύθμιζε τα σχετικά και υποχρέωνε την οικογένεια να εφοδιάσει την κόρη με τα απαραίτητα περιουσιακά στοιχεία. Μπορεί, επίσης, να θεωρηθεί ως σχόλιο στην αντίληψη που εκφράζεται από τα λόγια του Μαντίθεου, ο οποίος θεωρεί ηθικό χρέος και τεκμήριο της προσήλωσής του στο οικογενειακό καθήκον την παροχή προίκας στις αδελφές του, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν νομικά υποχρεωμένος να το κάνει. Επίσης, μπορεί να επισημανθεί το μεγάλο χρονικό διάστημα από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας κατά το οποίο η προίκα ήταν η επιβεβλημένη πρακτική για τον γάμο της γυναίκας.

 

«Το/τα θέμα/τα προέρχεται και αντλήθηκε/αν από την πλατφόρμα της Τράπεζας Θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας που αναπτύχθηκε (MIS5070818-Tράπεζα θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Γενικό Λύκειο-ΕΠΑΛ) και είναι διαδικτυακά στο δικτυακό τόπο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.) στη διεύθυνση (http://iep.edu.gr/el/trapeza-thematon-arxiki-selida)».

Ακολουθείστε μας και στο Tik Tok