Ο λαϊκισμός των βαθμών και η κουλτούρα της ευκολίας
Η υπερβαθμολόγηση δεν αποτελεί ένα τυχαίο ή μεμονωμένο φαινόμενο· αντανακλά μια ολόκληρη νοοτροπία που έχει διαποτίσει το ελληνικό σχολείο και, ευρύτερα, την κοινωνία. Ο λαϊκισμός, ως θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ελληνικής κουλτούρας, διαπερνά κάθε καίριο τομέα της δημόσιας ζωής – από την πολιτική έως και την εκπαίδευση. Δεν πρόκειται απλώς για ένα θλιβερό σύμπτωμα της εποχής, αλλά για ένα σαθρό έρμα που διαιωνίζει μια αθέμιτη μορφή επιβίωσης στον ελληνικό χώρο. Μια επιβίωση που συνδέεται με παρωχημένες ιδεολογίες, με κατεστημένες αρχές και με μια παρασιτική κουλτούρα, η οποία θρέφεται, συντηρείται και αναπαράγεται από εκείνους που απολαμβάνουν τα οφέλη της, αποδομώντας έτσι τους υγιείς μηχανισμούς, πάνω στους οποίους στηρίζονται κοινωνίες με σαφή και ορθολογικό – βιώσιμο προσανατολισμό. Με άλλα λόγια υπονομεύουμε την ίδια μας την επιβίωση ως όντα, με την πολιτική αλλά και την ανθρωπιστική έννοια του όρου.
Ζούμε, αναμφίβολα, σε μια εποχή που προωθεί την άμεση ικανοποίηση, την ταχύτητα και την αποφυγή του μόχθου. Το σχολείο, αντί να αντισταθεί σε αυτήν την κουλτούρα της ευκολίας, έχει συχνά ταυτιστεί μαζί της. Βαθμοί χαρίζονται απλόχερα, όχι για να αντικατοπτρίσουν την πραγματική προσπάθεια, αλλά για να αποφευχθούν οι συγκρούσεις με μαθητές και γονείς ή για να διατηρηθεί η εικόνα ενός «επιτυχημένου» σχολείου. Η υπερβαθμολόγηση είναι το πιο χαρακτηριστικό σύμπτωμα αυτής της τάσης, με αποτέλεσμα το τελικό προϊόν του σχολείου, αλλά όχι και τελειοποιημένο, να είναι οι ορδές «αρίστων» που ασφαλώς και προάγονται από τη μία τάξη στην άλλη, ασφαλώς και υπηρετούν τον φτηνό σχολικό λαϊκισμό και ασφαλώς τίθενται «υπεράνω πάσης αμφισβήτησης» γνωστικά . στην πραγματικότητα, όμως, τα κενά διογκώνονται και ο σχολικός θεσμός ευτελίζεται, καθώς τα αποτελέσματα από τη συμμετοχή των μαθητών μας σε διεθνείς διαγωνισμούς είναι απογοητευτικά, γεγονός που καταδεικνύει ότι δεν διαθέτουν βασικές ικανότητες, ώστε να θεωρηθούν λειτουργικώς εγγράμματοι. Οι ικανότητες αυτές των σημερινών μαθητών και αυριανών εργαζομένων συνδέονται ευθέως με την ανάπτυξη και την ευημερία των κοινωνιών, κάτι που προεξοφλεί την αυξανόμενη απώλεια ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας μας.
Παράλληλα, η δομή και η λειτουργία του ελληνικού σχολείου φαίνεται να ευνοεί την ψυχαγωγία εις βάρος της συστηματικής και ουσιαστικής μαθησιακής διαδικασίας. Σχολικές εκδρομές, εορταστικές εκδηλώσεις και «ελαφριές» παιδαγωγικές δραστηριότητες αποκτούν δυσανάλογη βαρύτητα σε σχέση με την οργανωμένη διδασκαλία, με συνέπεια η βαθμοθηρία να αναδεικνύεται σε κυρίαρχο κίνητρο των μαθητών. Η ίδια η παιδαγωγική διαδικασία, με την υποτιθέμενη «προσαρμοστικότητα» και την υπερτίμηση των ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων, μεταδίδει το σαφές μήνυμα ότι η ελάχιστη δυνατή προσπάθεια υπερτερεί της συλλογής γνώσεων και της καλλιέργειας κριτικής σκέψης. Το αποτέλεσμα είναι η εδραίωση μιας νοοτροπίας στην οποία οι μαθητές εσωτερικεύουν τη βαθμοθηρία ως φυσική τάση, ενώ οι γονείς τείνουν να απαξιώνουν τον θεσμικό ρόλο του σχολείου, περιορίζοντας τις προσδοκίες τους σε επιμέρους βαθμολογικές απολαβές, παρά στην ανάπτυξη ουσιαστικών εκπαιδευτικών δεξιοτήτων. Η παρατήρηση αυτή υπογραμμίζει τη δομική δυσλειτουργία του εκπαιδευτικού μηχανισμού και την ανάγκη επανεξέτασης των παιδαγωγικών πρακτικών, ώστε να προάγουν τη γνώση, την κριτική σκέψη και την αξία της προσπάθειας.
Η ευθύνη για την υπερβαθμολόγηση είναι συλλογική και πολυεπίπεδη. Οι γονείς συχνά ασκούν πίεση για υψηλές βαθμολογίες, προκειμένου να προστατεύσουν την αυτοεκτίμηση, αλλά και να καλύψουν τις μαθησιακές αδυναμίες των παιδιών τους, ενώ οι εκπαιδευτικοί αποφεύγουν την αυστηρή αξιολόγηση προκειμένου να διατηρήσουν την τάξη ή να γίνουν συμπαθείς στους μαθητές, μέσω, όμως, πρακτικών που υπονομεύουν τη μαθησιακή ακεραιότητα. Οι διευθύνσεις των σχολείων ενισχύουν αυτήν την τάση, προβάλλοντας ποσοστά αριστούχων ως δείκτη επιτυχίας, με συνέπεια την εδραίωση μιας συλλογικής αυταπάτης. Η πραγματικότητα αποκαλύπτεται όταν οι μαθητές έρχονται αντιμέτωποι με υψηλές απαιτήσεις σε μαθησιακό επίπεδο, για τις οποίες, ωστόσο, δεν έχουν επαρκή προετοιμασία, με άμεσο παρεπόμενο τα υψηλά ποσοστά αποτυχίας στις πανελλήνιες εξετάσεις, επιβεβαιώνοντας τη δομική δυσλειτουργία του εκπαιδευτικού μηχανισμού.
Η υπερβαθμολόγηση και η κουλτούρα της ευκολίας συνιστούν δύο όψεις του ίδιου φαινομένου. Όσο το σχολείο λειτουργεί ως χώρος επιφανειακής ευχαρίστησης αντί ουσιαστικής μαθησιακής διαδικασίας, παράγει μαθητές με ψευδείς βεβαιότητες και πραγματικά γνωστικά ελλείμματα. Η εκπαίδευση δεν μπορεί να συνεχίσει να υπηρετεί τον λαϊκισμό· οφείλει να υπενθυμίζει ότι η πραγματική πρόοδος προϋποθέτει μόχθο, συνέπεια και αυθεντική διάδραση μεταξύ μαθητή – εκπαιδευτικού. Χωρίς αυτά τα προαπαιτούμενα, όλα τα «άριστα» στερούνται ουσιαστικού περιεχομένου, αποδεικνύοντας πόσο βαθιά νοσεί το εκπαιδευτικό σύστημα, η ποιότητα του οποίου φθίνει ταχύτατα, αντιστρόφως ανάλογα με την προδιαγεγραμμένη πορεία προς την παρακμή που υποσκάπτει αθόρυβα και ασυναίσθητα το μέλλον των νέων. Ένα μέλλον το οποίο, υπό τις παρούσες συνθήκες, προβλέπεται δυσοίωνο.
ΝΙΚΟΛΕΤΑ ΘΑΝΟΥ