Ένα ακόμη ποίημα στο γνωστό αφαιρετικό αφηγηματικό σχήμα που χαρακτηρίζει τη συλλογή “Πούσι” (1947). Αυτή η τάση προς τον συμβολισμό και την αφαίρεση είναι σαφώς επαυξημένη στο “Πούσι” συγκριτικά με το “Μαραμπού”, όπου ο ποιητικός λόγος ήταν πολύ λιγότερο υπαινικτικός και πλάγιος. Η νεωτερική αφαιρετικότητα θα κορυφωθεί στο “Τραβέρσο” (1975″).
Στο ποίημα “Kuro Siwo”, η αφηγηματική φωνή περιγράφει άλλο ένα τυπικό, δηλαδή παλίνδρομο και τελικά ατέρμονο και αδιέξοδο, καββαδιακό ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο: μπροστά, στον Νότο και την ομίχλη· πίσω, στην ανάμνηση και τον εφιάλτη· και εν τέλει στο πουθενά, σε μια τυφλή πορεία στο θαλάσσιο άπειρο. Η φωνή, όπως συχνότατα εν γένει στη συλλογή, μεταπίπτει κυρίως από το συλλογικό Εμείς στο ενδοσκοπικό Εσύ (με αποδέκτη της αποστροφής τον ίδιο τον εαυτό). Το Εγώ σχεδόν απουσιάζει από το “Kuro Siwo”, εξαϋλώνεται: το έχει “σβήσει”, θαρρείς, κι αυτό “η λαμαρίνα”, το έχει καταπιεί το πούσι της Ίντιας, αλλά πάνω από όλα το έχει σαρώσει το Κούρο Σίβο: το πανίσχυρο ρεύμα μιας απλής κουβέντας που άκουσε “μια κούφιαν ώρα στην Αθήνα”.
Ολόκληρο το άρθρο μπορείτε να το διαβάσετε στο http://antonispetrides.wordpress.com