Η διακειμενικότητα αποτελεί έναν από τους βασικούς όρους της κειμενικότητας και υποδηλώνει την παρουσία στοιχείων από προηγούμενα κείμενα στο παραγόμενο κείμενο. Όλα αυτά τα στοιχεία αποτελούν μια διακειμενική παρακαταθήκη από την οποία οι νέοι συγγραφείς αντλούν μοτίβα, ιδέες, σχήματα και συμβάσεις. Στην ουσία τα κείμενα παράγονται μέσα από την έντεχνη ανακύκληση και επανασφυρηλάτηση ιδεών, παραθεμάτων, μοτίβων και σχημάτων χωρίς να προκύπτουν εκ του μηδενός με μοναδική τη δημιουργική δύναμη του συγγραφέα, όπως ισχυρίζονταν οι ρομαντικοί. Μέσω της διακειμενικότητας επιτυγχάνεται μια ουσιαστική συνομιλία ενός κειμένου με άλλα είτε άμεσα (ένταξή τους στο εν λόγω κείμενο, αυτολεξεί ή περίπου) είτε έμμεσα (υπαινιγμοί, πλάγιες αναφορές στο δικό τους περιεχόμενο). Ο συγγραφέας έχει δημιουργήσει το δικό του ”κόσμο”, την δική του ”κοσμοθεωρία” με όλα όσα τον αποτελούν (χαρακτήρες, συναισθήματα, ιδέες κτλ) θεμελιώνοντας έτσι το δικό του πρωτότυπο κείμενο. Ακολούθως ενισχύει το οικοδόμημά του με αναφορές που το ενισχύουν και οι οποίες προκύπτουν από τα βιβλία που έχει διαβάσει. Σε κάθε περίπτωση αυτές οι αναφορές είτε προκύπτουν αυτόματα είτε είναι άμεσα συνδεδεμένες με το θέμα και τα λεγόμενα που θέλει να αναπτύξει ο συγγραφέας στο κείμενό του. Με άλλα λόγια έχουμε να κάνουμε με μια δημιουργική εκμετάλλευση της ευρυμάθειας του συγγραφέα η οποία κινητοποιείται προκειμένου να δώσει στα δομικά στοιχεία του κειμένου που το αποτελούν οργάνωση, νοηματική συνεκτικότητα, και αναγνωσιμότητα. Η αναφορά του έργου σε άλλα κείμενα υποδηλώνει την διαλογικότητα των κειμένων. Ο Μπαχτίν είχε παρατηρήσει ότι το κείμενο βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με άλλα κείμενα μέσα στο οποίο συμφύρονται ετερογενή στοιχεία όπως φωνές, γλώσσες, συμβάσεις κτλ. Η Κρίστεβα (J. Kristeva) ακολούθως επινόησε την έννοια της διακειμενικότητας ως μια διαδικασία απορρόφησης και μετασχηματισμού άλλων κειμένων σε ένα κείμενο. Τα διακείμενα (όπως λέξεις, φράσεις, θέματα, περιγραφικές αναφορές, παραθέματα) λειτουργούν ως κλειδιά τα οποία ξεκλειδώνουν την ερμηνεία του έργου κι αναδεικνύουν τη συγχρονική και διαχρονική σχέση συνύπαρξης με το πρωτότυπο. Αν και το αναγνωστικό κοινό χρειάζεται να διαθέτει μια δόση εξοικείωσης και ερμηνευτικής ιδιότητας με όλα αυτά τα διακείμενα που κρύβονται πίσω από αυτά που διαβάζει, ωστόσο αυτό δεν εμποδίζει τον συγγραφέα ούτε τον ωθεί να χάσει την πρωτοτυπία του. Έτσι λοιπόν ο συγγραφέας συνεχίζει να διαλέγεται με το κείμενο αποφασίζοντας από κοινού για το χαρακτήρα, το ρόλο και τη δράση των ηρώων, για τις αφηγηματικές τεχνικές, την πλοκή και την όσο το δυνατόν την πειστικότερη περιγραφή των γεγονότων που επιλέγει να εντάξει στην δημιουργία του. Η παρουσία σε κάθε νέο κείμενο στοιχείων από προηγούμενα κείμενα αποτελούν τα στοιχεία που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας ο οποίος προηγουμένως έχει υπάρξει αναγνώστης μεγάλου μέρους, συνήθως της διαθέσιμης γραμματείας η οποία προυπάρχει της σύνθεσης του δικού του κειμένου. Με ανάλογο τρόπο ο αναγνώστης αναγνωρίζει, ανακαλεί και καταθέτει στοιχεία από προηγούμενα αναγνώσματά του προκειμένου να κατανοήσει το κείμενο που διαβάζει. Το κείμενο προσφέρεται στον αναγνώστη ως ένας τόπος μέσα στο οποίο παίζεται το ατελεύτητο διακειμενικό παιχνίδι στο οποίο καλείται να αποκωδικοποιήσει αυτά τα διακείμενα. Όλα αυτά υποδηλώνουν την συνύπαρξη των παλιών και νέων κειμένων τα οποία συγκροτούν την πολιτιστική παρακαταθήκη της εγγραμματοσύνης ως μιας αναγκαίας υποδομής για τους συγγραφείς και τους αναγνώστες. Τα διακειμενικά στοιχεία εκτός από την κλασική περιέχονται και στην μετανεωτερική λογοτεχνία καθώς οι διαφοροποιήσεις και οι ανατροφοδοτήσεις που επιχειρεί η μετανεωτερική λογοτεχνία έχουν ως σημείο αναφοράς τις καθιερωμένες νόρμες μορφής, ύφους και περιεχομένου που επιχειρούν να ανατρέψουν. Οι πιο παραδοσιακές χρήσεις των διακειμενικών στοιχείων δανείζονται -από κείμενα παλιότερα- στοιχεία τα οποία χρησιμοποιούν αυτούσια ή διασκευάζονται στη συγγραφή νέων κειμένων. Ανάλογα με τον συγγραφέα η χρήση των διακειμενικών στοιχείων άλλοτε γίνεται με αυτόματο τρόπο και άλλοτε με δημιουργικό τρόπο, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τα έργα του Ε. Τριβιζά. Η διακειμενικότητα αποτελεί μια μορφή διαπραγμάτευσης του συγγραφέα με τα διακειμενικά στοιχεία μέσω επιλογών, τροποποιήσεων, συνδυασμών με σκοπό την δημιουργία του δικού του κειμένου. Η μίμηση καταξιωμένων προτύπων διαποτίζει την λογοτεχνική του παραγωγή εντάσσοντας τον συγγραφέα στην ευρύτερη συγγραφική παράδοση ως ένα αυθύπαρκτο συγγραφικό φαινόμενο. Με ανάλογο τρόπο ο αναγνώστης μέσα από την ενεργοποίηση της διακειμενικής παρακαταθήκης αποθησαυρίζει μέσα από την επαφή του με τα κείμενα προκειμένου να κατανοήσει τις πληροφορίες που διαβάζει. Άλλωστε για την ίδια την διακειμενικότητα είχαν μιλήσει διάσημοι συγγραφείς όπως ο T.s Eliot ”Αν, όμως, πλησιάσουμε έναν ποιητή δίχως αυτή την προκατάληψη (της πρωτοτυπίας και της διαφοράς), θα ανακαλύψουμε συχνά ότι όχι μόνο τα καλύτερα αλλά και τα πιο προσωπικά μέρη του έργου του θα είναι ίσως εκείνα με τα οποία οι πεθαμένοι ποιητές, οι πρόγονοί του, επιβάλλουν με τον εντονότερο τρόπο την αθανασία τους”. Το ίδιο είχε διατυπώσει και ο Γ. Σεφέρης ”Δεν θα μπορούσε να υπάρχουν ο Καβάφης ή ο Σολωμός, αν δεν είχαν υπάρξει ο Όμηρος, η Βίβλος ή ο Σαίξπηρ. Όμως και ο Όμηρος, η Βίβλος ή ο Σαίξπηρ γίνονται διαφορετικοί για μας από τη στιγμή που υπήρξαν ο Σολωμός και ο Καβάφης” και σε άλλο σημείο συμπληρώνει ”δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη”. Ο Ουμπέρτο Έκο είχε πει κάτι ανάλογο καθώς είχε επισημάνει ότι ”το βιβλίο συγγράφεται μέσα από ένα διπλό διάλογο που κάνει ο συγγραφέας με τον αναγνώστη, αλλά και με όλα τα άλλα κείμενα που έχουν γραφτεί προηγουμένως, τα βιβλία γίνονται μόνο πάνω σε άλλα βιβλία και γύρω από άλλα βιβλία”. Ο J. Fowler επίσης είχε αναφέρει σχετικά με αυτό το εξής ”Όχι μόνο δεν περιορίζουν το συγγραφέα (οι γνώσεις για) τα κειμενικά είδη, αλλά αποτελούν θετική στήριξη. Του προσφέρουν χώρο για να γράφει…ένα λογοτεχνικό πλαίσιο για να οργανώσει τις εμπειρίες του κατά τη συγγραφή. Ο συγγραφέας καλείται (από αυτή τη γνώση) να αντιστοιχίσει εμπειρίες και μορφή με ένα συγκεκριμένο και, ταυτόχρονα, απροσδιόριστο τρόπο…Τα κειμενικά είδη αποτελούν ακόμη μια πρόκληση που προτρέπει ένα ελεύθερο πνεύμα να ξεπεράσει τα όρια των προηγούμενων παραδειγμάτων”. Όλα τα παραπάνω υπαινίσσονται τις προυπάρχουσες δομές, μοτίβα κτλ που αποτελούν την κληρονομιά των πεθαμένων ποιητών και η οποία λειτουργεί ως μήτρα η οποία γονιμοποιούμενη από την πρωτοτυπία του κάθε συγγραφέα βγαίνει καινούργια με την μορφή μιας νέας δημιουργίας. Οι απόψεις του Eliot και των υπολοίπων δεν αφορούν μόνο τις δομές, τις συμβάσεις της ποίησης, το ύφος κτλ, αλλά και τη γλώσσα γενικότερα όπως λέει και ο Φράντς Κάφκα ”Η γλώσσα απλά και μόνο εκχωρείται στους ζωντανούς για έναν απροσδιόριστο χρόνο. Όλο που έχουμε είναι η χρήση της. Στην πραγματικότητα ανήκει στους νεκρούς και σε αυτούς που δεν έχουν ακόμη γεννηθεί”. Η διακειμενικότητα εν κατακλείδι υπογραμμίζει ότι η πρόταση καθιερωμένων μοτίβων και τεχνικών προς δημιουργική αξιοποίηση τους αποτελεί μια γνωστική πρόκληση που ενέχει το στοιχείο της προσωπικής σύνθεσης. Κάθε μιμητική αναπαραγωγή ενός νεότερου σε έναν παλιότερο είναι στην ουσία η προσπάθεια μιας συνεχής προσπάθειας να φτάσει στο επίπεδο του καταξιωμένου προτύπου. Αυτό λοιπόν δίνει ένα ερέθισμα προβληματισμού προκειμένου ο συγγραφέας να ανεύρει τρόπους και μέσα εφαρμογής του προτύπου σε μια δεδομένη θεματική περίσταση. Μετά την κατάκτηση της νόρμας, ακολουθεί η συνειδητή απόκλιση από τη νόρμα, διότι πραγματικά δυνατοί και δημιουργικοί είναι όσοι τροποποιούν, εμπλουτίζουν και σπάζουν τις συμβάσεις.
ΠΗΓΕΣ
Βελουδής Γ., Γραμματολογία, Θεωρία της Λογοτεχνίας
Τσολάκης Χ, Από τον Λόγο στη Συνείδηση του Λόγου
Η. Ματσαγγούρας, Η Κειμενοκεντρική Προσέγγιση του Γραπτού Λόγου
Τ. Καλογήρου, Τέρψεις και Ημέρες Ανάγνωσης