Οι μαθησιακές δυσκολίες αποτελούν μία σχετικά ετερογενή ομάδα δυσκολιών που σχετίζονται, αλλά και επηρεάζουν, κυρίως, τη σχολική επίδοση. Αρκετές είναι οι απόπειρες των επιστημόνων που προσπάθησαν να δώσουν έναν ευρύτερα αποδεκτό ορισμό για τις μαθησιακές δυσκολίες χωρίς, όμως, ακόμα και σήμερα να υπάρχει η επιθυμητή συναίνεση.
Μελετώντας τους ορισμούς που κατά καιρούς δίνονται για τις μαθησιακές δυσκολίες, εντοπίζουμε ως κοινό πρωταρχικό παράγοντα αναφοράς την ανάγνωση. Οι αναγνωστικές δυσκολίες αρκετές φορές αποδίδονται από τον όρο δυσλεξία (International Dyslexia Association, 2002), μια διαταραχή με νευρολογική βάση, συχνά κληρονομική, η οποία εδράζεται στον χώρο της ανάγνωσης και της ορθογραφημένης γραφής και εκδηλώνεται με σημαντικό αριθμό λαθών στην ανάγνωση. Εξαιτίας της σύγχυσης που περιβάλλει τον όρο δυσλεξία, αφού δεν μπορεί να υπάρξει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός, παρά μόνο αποδεκτά κριτήρια αποκλεισμού, προτείνεται να αποδίδεται περιφραστικά ως ειδική μαθησιακή δυσκολία στην ανάγνωση. Η Παγκόσμια Ένωση Νευρολογίας έδωσε έναν ορισμό αποκλειστικά για τη δυσλεξία:
«Δυσλεξία είναι μια ανικανότητα που εμφανίζεται με δυσκολία στην εκμάθηση της ανάγνωσης, παρά την παραδοσιακή διδασκαλία, την επαρκή νοημοσύνη και τις κοινωνικο–οικονομικές ευκαιρίες. Οφείλεται σε θεμελιώδεις γνωστικής μορφής ανικανότητες που είναι συχνά οργανικής αιτιολογίας»
Λίγα χρόνια αργότερα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (1997) στο εγχειρίδιο “Ταξινόμηση ICD – 10 Ψυχικών Διαταραχών και Διαταραχών Συμπεριφοράς”, αναφέρθηκε στην ειδική μαθησιακή δυσκολία της ανάγνωσης και την κατέταξε ως υποκατηγορία των “Ειδικών αναπτυξιακών διαταραχών των σχολικών ικανοτήτων” (F81:304). Ένας από τους πιο πρόσφατους και πληρέστερους ορισμούς των Μαθησιακών Δυσκολιών, ανήκει στην Κοινή Εθνική Επιτροπή Μαθησιακών Δυσκολιών/ National Joint Committee of Learning Disabilities [NJCLD] των ΗΠΑ (1988:1) και είναι ευρύτερα αποδεκτός:
«Οι Μαθησιακές Δυσκολίες είναι ένας γενικός όρος που αναφέρεται σε μια ανομοιογενή ομάδα διαταραχών, οι οποίες εκδηλώνονται με σημαντικές δυσκολίες στην πρόσκτηση και χρήση ικανοτήτων ακρόασης, ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής, συλλογισμού ή μαθηματικής ικανότητας. Οι διαταραχές αυτές είναι εγγενείς στο άτομο, αποδίδονται σε δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος και μπορεί να υπάρχουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του […].»
Ο Hammil (1990), λίγο αργότερα, σε μια μελέτη του που αναζητούσε τον ευρύτερα αποδεκτό ορισμό, θεωρεί τις ΜΔ σαν μια μεγάλη ομάδα πολύμορφων δυσκολιών και ορίζει ως κοινό δείκτη της ενδοπροσωπικής μεταβλητότητας την “απροσδόκητη” απόκλιση μεταξύ του νοητικού επιπέδου και της αποτελεσματικότητας του ατόμου στις σχολικές δραστηριότητες που πρέπει να εκτελέσει (π.χ. ανάγνωση, γραφή, επίλυση προβλημάτων). Έρευνες που έχουν γίνει αναφορικά με την ανάγνωση καταδεικνύουν τον πολυδιάστατο χαρακτήρα των μαθησιακών δυσκολιών, αλλά δεν έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ποιοτικούς δείκτες διάκρισης των μαθησιακών δυσκολιών από άλλες μορφές υποεπίδοσης.
Περισσότερες πληροφορίες στη σελίδα www.aie.gr