Γ. Γραμματικάκης, Η κόμη της Βερενίκης
Του Νίκου Τσούλια
«Μα όταν εσύ, βασίλισσα, κοιτάζοντας τ’ αστέρια
λατρεία στην Αφροδίτη θα προσφέρεις με λαμπάδες
και με σπουδές μυρωδικών για με που ήμουν δική σου,
χωρίς φειδώ τα δώρα σου να ‘ναι παρακαλώ.
Τι θέλω εγώ στους ουρανούς; Μαλλί της Βερενίκης πάλι ας γίνω
και ο Ωρίων ας πάει να λάμπει πλάι στον Υδροχόο».
Από τη μυθολογία στην ποίηση και από εκεί στην επιστημονική γνώση και στις φιλοσοφικές αναζητήσεις και πάλι από την αρχή. Αυτό το αέναο παιχνίδι της έρευνας και της φαντασίας, της δημιουργίας και των ερωτημάτων, του στοχασμού και της διαίσθησης περικλείει τελικά το «περιεχόμενο του μπουκαλιού», που ρίχνεται στη θάλασσα καταπώς το θέλουν οι ναυτικές ιστορίες, στο βιβλίο του πρύτανη (τότε) του Πανεπιστημίου Κρήτης Γ. Γραμματικάκη, Η κόμη της Βερενίκης.
Η σημερινή εικόνα του Σύμπαντος – σχήμα λόγου αφού ό,τι παρατηρούμε σήμερα έχει συμβεί στο απώτερο παρελθόν – συζητιέται μέσα από την ανασύνθεση των εποχών όπου ο αρχαιολόγος της γνώσης αναζητεί τα κομμάτια τα οποία δεν έχασαν την αξία τους στο διάβα του πανδαμάτορα χρόνου. Θρησκείες, πολιτισμοί, ο Λόγος, οι αρχαίοι Έλληνες, ο Πτολεμαίος, ο Αυγουστίνος, η Αναγέννηση, ο Αϊνστάιν, ο St. Hawking καταθέτουν απόψεις και προβληματισμούς, αναζητούν τους νόμους και την αισθητική του κόσμου και του Σύμπαντος. Το Big Bang, η έκρηξη και η δημιουργία, η ύπαρξη και η εξέλιξη. «Είμαστε όλοι εκεί», λέει ο Ίταλο Καλβίνο. Όλη η ύλη των γαλαξιών, του βιβλίου, του αναγνώστη, ο χώρος και ο χρόνος δημιουργούνται εκείνη τη στιγμή. «Η σκηνή του δράματος γίνεται ταυτόχρονα με τα δράμα»! Αρχίζουν τα παιχνίδια της ύλης με την ενέργεια. Η καταστροφή και η δημιουργία παίζουν τις νότες της ανάδυσης της ύλης και της αντι-ύλης. Τα άστρα γεννιούνται και εξαφανίζονται μαζί με την ανάπτυξη νέων χημικών στοιχείων. Τα ηλεκτρόνια προστίθενται στις χάντρες της ύλης διατηρώντας όμως την όψη της ενέργειας. Το φως ξεκινάει για το κοσμικό ταξίδι του μεταφέροντας τις πληροφορίες, μέχρις ότου βρουν αποδέκτη (τον άνθρωπο), αφού ούτως ή άλλως δια του ανθρώπου η φύση συνειδητοποιεί τον εαυτό της.
Αλλά δεν υπάρχει μόνο ένα Σύμπαν. Ίσως να φτάνουν τον αριθμό 1078. Και μάλιστα δεν υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας μ’ αυτά. Εκτός, αν μέσα από μια «μαύρη τρύπα» οδηγηθούμε σ’ αυτά ή στο παρελθόν… Και ενώ δημιουργούνται μαθηματικές ανωμαλίες με τα καμώματα του χωροχρόνου, κάπου λαμβάνει χώρα η σιωπηλή γένεση της ζωής. Το DNA αποθηκεύει τις πληροφορίες της έμβιας ύλης και αναλαμβάνει αυτό την αιχμή των γεγονότων με τη βιολογική εξέλιξη. Τα γονίδια νιώθουν αφεντικά των πρωτοποριακών διεργασιών της ύλης, μέχρις ότου η γλώσσα (ο Λόγος) πάρει τη σκυτάλη για την ανέλιξη του ανθρώπου και η τέχνη περιορίσει τον κόσμο της ανάγκης. Τώρα το Σύμπαν υπάρχει ουσιαστικά. Ο Roger Penrose είναι απόλυτος. «Είναι η συνείδηση που επιτρέπει τη γνώση αυτής καθ’ εαυτής της ύπαρξης του Σύμπαντος. Ένα Σύμπαν κυβερνώμενο από νόμους που δεν επιτρέπουν καθόλου τη συνείδηση δεν αποτελεί καθόλου Σύμπαν». Αφού η ζωή αποτελεί το ανώτερο στάδιο στην εξελικτική οργάνωση της ύλης, τότε η ζωή είναι τόπος κοινός στο Σύμπαν. Άλλωστε ο Λ. Γραμματικάκης έχει έναν επιπρόσθετο λόγο. «Η πιθανότητα ότι η Γη είναι το μόνο σημείο σ’ ένα απέραντο Σύμπαν που ανθίζει ή άνθισε η ζωή, έχει μια διάσταση μοναξιάς ανυπόφορης˙ διότι όπως κάθε μοναξιά επιτείνει την αίσθηση για το παράλογο και το τυχαίο της ύπαρξής μας».
Αν όμως η ανάπτυξη της τεχνολογίας και της επιστήμης είναι μονόδρομος για κάθε πολιτισμό, η μοίρα μας θα είναι η αυτοαναίρεση. Αν η νόηση οδηγεί στην κοινωνική οργάνωση και αυτή μονομερώς στην τεχνολογία απ’ όπου προκύπτει τελικά το αδιέξοδο, τότε μιλάμε για μια ατέλειωτη διαδοχή πολιτισμών του Σύμπαντος, στην οποία εμπεριέχεται και η ασήμαντη στιγμή του δικού μας πολιτισμού;
Ο μετέωρος άνθρωπος της οικολογικής κρίσης ξαναζεί το δράμα της ύπαρξης και της ανυπαρξίας. Ο συγγραφέας θέτει έναν στοχαστικό προβληματισμό. «Ο μετέωρος “άνθρωπος. Έποικος ενός ιδιόμορφου πλανήτη ανήκει σ’ έναν ασήμαντο γαλαξία, γνώστης της ακραίας ήττας – “δεν γνωρίζω τίποτα”, θα πει ο Μπόρχες, “ούτε καν την ημερομηνία του θανάτου μου” – αυτός ο άνθρωπος τολμά εντούτοις να θέτει ερωτήματα που αγγίζουν την ίδια του την ύπαρξη και την ύπαρξη του Κόσμου. Αν αυτό συνιστά το μεγαλείο ή τη Σισύφεια μοίρα του, είναι μια απάντηση που ξεπερνά κατά πολύ την επιστήμη».
Περιοδικό «ΚΛΠ», τ. 2, Σεπτέμβριος 1993