«Το ψέμα ποτέ δε ζει, για να γεράσει», Σοφοκλής, Έλληνας τραγικός ποιητής. «Η τιμωρία του ψεύτη δεν είναι ότι δεν τον πιστεύουν, αλλά ότι εκείνος δεν μπορεί να πιστέψει κανέναν», Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω, Ιρλανδός συγγραφέας. «Δε γίνεται κάποιος γελοίος με τις ιδιότητες που έχει, αλλά με τις ιδιότητες που προσποιείται ότι έχει», Λα Ροσφουκώ, Γάλλος συγγραφέας.
Περί ψεύτικης κενοδοξίας και αληθινής παντοκρατορίας, το θέμα του σημερινού άρθρου, καθώς όπως λαϊκά, αλλά σοφά, λέει ο ελληνικός λαός: «θόρυβο κάνουν οι άδειοι τενεκέδες κι όχι οι γεμάτοι». Αυτοί οι «άδειοι τενεκέδες» λοιπόν, που κατόρθωσαν να ντύσουν την εσωτερική τους γύμνια με ψεύτικα μεγάλα λόγια, την τελευταία 40ετία τουλάχιστον, διαμόρφωσαν την παρούσα δυσχερή κατάσταση, που επωμίζεται η πλειοψηφία των Ελλήνων.
Ο πιο εύκολος τρόπος, για να αποκρυφθεί, με περιορισμένη διάρκεια, η ανίκητη αλήθεια είναι αναμφίβολα μέσα σε πομπώδη – ανεφάρμοστα στην πράξη – λόγια, αλλά και σε επιλεκτική σιωπή. Ο εκάστοτε «άνθρωπος» δηλαδή, που επιβιώνει εξαπατώντας, έχοντας μόνο το προσωπικό του όφελος για κίνητρο, επιλέγει τι αποκρύπτει και τι «πασαλείβει», μόνο που η αληθινή πραγματικότητα και ο ίδιος του ο κυβερνήτης (= χαρακτήρας), τον ξεσκεπάζουν με το χειρότερο τρόπο, αργά ή γρήγορα. Έχοντας τα μάτια του εκάστοτε μικρόκοσμου του κι όχι τα δικά του μάτια για καθοδηγητή και στήριγμα, αλλάζει το περιτύλιγμα της ανύπαρκτης προσωπικότητας του, με την ίδια συχνότητα που αλλάζει ρούχα. Όλα αυτά, από φόβο μη μείνει μόνος, λες και δεν είναι ουσιαστικά μόνος και εγκαταλελειμμένος από την ίδια του τη συνείδηση. Η ώρα της αποκάλυψης, συνήθως δεν αργεί να έρθει, με την επιθετική άμυνα να αποτελεί τη μοναδική ασπίδα, για τον εκάστοτε ασυνείδητο ψεύτη.
Για κάθε αποτυχές ψεύτικο μονόπρακτο, πηγή ενθάρρυνσης αποτελούν οι εκάστοτε τρίτοι, είτε αυτοί είναι όμοιοι, είτε ανυποψίαστοι. Οι όμοιοι, ουσιαστικά χαίρονται με την αναμφίβολη χειραγώγηση, άρα και κατάντια, κάθε τέτοιας προβληματικής υπόστασης, καθώς είναι σύνηθες γνώρισμα των μικροπρεπών αποτυχημένων ανθρώπων, να επιθυμούν φαινομενικά το καλό των άλλων, αλλά ουδέποτε να επιδιώκουν το καλύτερο και ανώτερο από το δικό τους. Οι ανυποψίαστοι τρίτοι, εν αγνοία τους, αποκτούν αρχικά το ρόλο των συνενόχων με την καλοπροαίρετη εμπιστοσύνη τους και στο τέλος φυσικά το ρόλο των θυμάτων. Με βάση όλα τα προηγούμενα, δεν υπάρχει λόγος να απορεί έστω κι ένας λοιπόν, για το πώς η πανέμορφη πατρίδα μας κατάντησε δουλοπάροικος και περίγελος των υποδεέστερων.
Κάνοντας μία ανασκόπηση στη νεοελληνική ιστορία, χωρίς κομματικές αποχρώσεις, θα διαπιστώσουν άπαντες, πως κάθε μεγάλη ελληνική αυτοκαταστροφή, προκαλείται από την ευπιστία των πολλών σε λόγια, που εκ των υστέρων αποδεικνύονται ανεπαρκή ή ψεύτικα. Ουδέποτε ευθύνεται όμως, επί της ουσίας, το εκάστοτε πολιτικό ανθρωπόμορφο, που πλουτίζει, καταντώντας το λειτούργημα – επάγγελμα, με ψεύτικα μεγάλα λόγια, αλλά κάθε ένας που τον ενδυναμώνει, επιδεικνύοντας τυφλή εμπιστοσύνη, πριν καν δει την υλοποίηση όσων παρουσιάζει, ως θέση και πρόθεση. Μία αντιστροφή στα κριτήρια επιλογής λοιπόν, δίνοντας προτεραιότητα στην έμπρακτη εφαρμογή των προθέσεων του καθενός, θα ήταν η λύτρωση στο χάος και το φως στο σκοτάδι, σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο. Ο λόγος τιμής, τιμή δεν έχει, γι’ αυτό και δεν ταιριάζει σε όλα τα στόματα, διατηρώντας διαχρονικά την ανεκτίμητη αξία του. Εκκωφαντική εντύπωση εξάλλου, προκαλούν ΜΟΝΟ τα έργα, μέσω των οποίων αποδεικνύει έκαστος… «ΠΟΙΟΣ πραγματικά ΕΙΝΑΙ»!