[Οδηγία χρήσης: Όποιος φίλος ή όποια φίλη κουράζεται εύκολα με την ανάγνωση μπορεί να επιλέξει την… ακρόαση του άρθρου στον διαδικτυακό σύνδεσμο https://clyp.it/eotqzm35 (διάρκεια: 09:34)]
Ο Καρλ Μαρξ έλεγε κάποτε ότι η φιλοσοφία είναι για τον πραγματικό κόσμο ό,τι είναι ο… αυνανισμός για τη σεξουαλική πράξη! Γι’ αυτό σήμερα δεν σκοπεύω να φιλοσοφήσω πολύ! Θ’ ασχοληθώ με πραγματικά γεγονότα! Για την ακρίβεια θ’ ασχοληθώ με ιστορικά γεγονότα! Και μάλιστα με ιστορικά γεγονότα που διδάσκονται στη Γ Λυκείου και εξετάζονται στις Πανελλήνιες Εξετάσεις του μαθήματος της Ιστορίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης ή Ανθρωπιστικών Σπουδών, όπως αποκαλείται πλέον.
Το ευρύ κοινό γνωρίζει για τη μεγάλη καταστροφή του 1922 και τους Μικρασιάτες πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελλάδα. Λίγοι όμως ξέρουν ότι η ιστορία των προσφυγικών ρευμάτων προς το ελληνικό κράτος ξεκίνησε… πριν καν ιδρυθεί το ελληνικό κράτος, κατά την περίοδο της ελληνικής επανάστασης του 1821, όταν σημειώθηκαν μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών από διάφορα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς την επαναστατημένη Ελλάδα. Αυτές οι μετακινήσεις προκλήθηκαν από την τρομοκρατία και την καταπίεση που ασκούσαν οι Τούρκοι στους χριστιανικούς πληθυσμούς, για να προλάβουν νέες εξεγέρσεις. Παρόμοιες προσφυγικές ροές έφταναν στο ελληνικό κράτος σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και απ’ όλες τις περιοχές, όπου ζούσαν καταπιεσμένοι ελληνικοί πληθυσμοί.
Στις αρχές του 20ου αιώνα προσφυγικές μετακινήσεις από διάφορες περιοχές της Βαλκανικής προκλήθηκαν εξαιτίας του ανταγωνισμού των βαλκανικών χωρών για την επικράτηση στην υπό οθωμανική κυριαρχία Μακεδονία. Λίγο αργότερα, το 1914, ξεκίνησε ο πρώτος μεγάλος διωγμός των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας. Οι τρομοκρατικές ενέργειες των Τούρκων προκάλεσαν μεγάλο κύμα φυγής προς την Ελλάδα και οι εκτοπίσεις του ελληνικού στοιχείου συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος του Α Παγκοσμίου Πολέμου το 1918. Συνολικά, μέχρι το 1920, κατέφυγαν στην Ελλάδα περίπου 800 χιλιάδες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια. Οι χριστιανοί της Μικράς Ασίας επέστρεψαν στα σπίτια τους μετά το τέλος του πολέμου, για να ξαναπάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς, οριστικά αυτή τη φορά, το 1922. Το φθινόπωρο του έτους αυτού έφθασαν στην Ελλάδα περίπου 900 χιλιάδες πρόσφυγες και περίπου 200 χιλιάδες μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα το 1924 και το 1925 με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Στην απογραφή του 1928 καταγράφηκαν περίπου 1,2 εκατομμύρια πρόσφυγες.
Τα πρώτα χρόνια της παρουσίας των προσφύγων στην Ελλάδα ήταν πολύ δύσκολα. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες και η θνησιμότητα των ανθρώπων ήταν υψηλή. Οι αρρώστιες κατέβαλαν τους πρόσφυγες που ήταν ταλαιπωρημένοι, πρόχειρα στεγασμένοι και υποσιτίζονταν. Το κράτος ικανοποίησε κάποιες πρώτες ανάγκες των προσφύγων (διατροφή, προσωρινή στέγαση, ιατρική περίθαλψη), αλλά βοήθεια προσέφεραν επίσης ιδιώτες και ξένες φιλανθρωπικές οργανώσεις. Για την προσωρινή στέγαση των ανθρώπων αυτών πλήθος ξεπρόβαλαν οι αυτοσχέδιες κατασκευές, που χρησίμευαν ως προσωρινά καταλύματα, γύρω από τις πόλεις, στις πλατείες και σε κενά οικόπεδα. Δεν έμεινε χώρος στεγασμένος που να μη χρησιμοποιήθηκε: σχολεία, εκκλησίες, τζαμιά, στρατώνες, θέατρα, δημόσια κτίρια, αποθήκες, υπόγεια. Επιτάχθηκαν τα άδεια σπίτια σε όλη την επικράτεια. Καταλήφθηκαν ακόμη και κατοικούμενοι χώροι, οι ένοικοι των οποίων εξαναγκάστηκαν να μοιραστούν την κατοικία τους με τους πρόσφυγες…
Το πρώτο διάστημα οι περισσότεροι πρόσφυγες ανέχονταν τις αντίξοες συνθήκες διαβίωσης, διότι θεωρούσαν την παραμονή τους στην Ελλάδα προσωρινή. Πίστευαν ότι δεν θ’ αργήσει η μέρα της επιστροφής στα σπίτια τους. Μόνο μετά την υπογραφή της Σύμβασης της Λοζάνης, τον Ιανουάριο του 1923, οι πρόσφυγες άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι το όνειρο του επαναπατρισμού δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθεί. Μάλιστα, όπως ήταν φυσιολογικό, οι πρόσφυγες αντέδρασαν έντονα στην υπογραφή της συμφωνίας αυτής, που θεωρούσαν ότι καταπατούσε θεμελιώδη δικαιώματά τους. Ταφόπλακα στα όνειρα των προσφύγων για επιστροφή στα πάτρια εδάφη έβαλε η ελληνοτουρκική Συμφωνία της Άγκυρας, τον Ιούνιο του 1930, με την οποία η ελληνική κυβέρνηση (του Βενιζέλου) ουσιαστικά παραχώρησε την κυριότητα των ελληνικών περιουσιών της Μικράς Ασίας στο τουρκικό κράτος, προκαλώντας βέβαια θύελλα προσφυγικών αντιδράσεων.
Το έργο της ενσωμάτωσης των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία ήταν τιτάνιο και έγινε από την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, που είχε ιδρυθεί γι’ αυτόν τον σκοπό, και το ελληνικό κράτος. Στους πρόσφυγες παραχωρήθηκαν οι ιδιοκτησίες των Τούρκων και των Βουλγάρων ανταλλαξίμων, που είχαν εγκαταλείψει την Ελλάδα, δημόσια κτήματα, κτήματα που απαλλοτριώθηκαν με την αγροτική μεταρρύθμιση της δεκαετίας του 1920, μοναστηριακή γη (συνολικά πάνω από 8 εκατομμύρια στρέμματα) και οικόπεδα μέσα ή γύρω από τις πόλεις για την ανέγερση αστικών συνοικισμών. Για τις ανάγκες της προσφυγικής αποκατάστασης το ελληνικό κράτος αξιοποίησε και τα χρήματα από δύο δάνεια (1924, 1928) που συνήψε ακριβώς γι’ αυτό τον σκοπό.
Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού μεσοπολέμου (1922 και εξής) αφιερώθηκε στη διαδικασία ενσωμάτωσης των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία. Ανάμεσα στους πρόσφυγες υπήρχαν εύπορες οικογένειες που είχαν την οικονομική δυνατότητα να φροντίσουν μόνες τους για τη στέγασή τους. Αυτές οι οικογένειες ενσωματώθηκαν γρήγορα και αναμίχθηκαν με τους γηγενείς. Η συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων, όμως, ήταν άνθρωποι άποροι που εγκαταστάθηκαν σε καλύβες, χαμόσπιτα και άλλες πρόχειρες κατασκευές στις παρυφές παλαιών οικισμών ή δημιούργησαν παραγκουπόλεις γύρω από τους προσφυγικούς συνοικισμούς. Μέσα σ’ αυτές τις άθλιες συνθήκες έζησαν για πολλά χρόνια και, όπως ήταν φυσικό, η κοινωνική αφομοίωση αυτών των ανθρώπων ήταν μία διαδικασία που κινήθηκε με πολύ αργούς ρυθμούς.
Σε γενικές γραμμές, παρότι μεταξύ γηγενών και προσφύγων υπήρχαν πολλά κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά (κοινή γλώσσα, κοινή θρησκεία, κοινά ήθη και έθιμα), οι διαφορές νοοτροπίας και ιδιοσυγκρασίας ήταν σημαντικές. Η διάσταση γηγενών και προσφύγων εκφράστηκε στην οικονομική ζωή με τον ανταγωνισμό τους στην αγορά εργασίας, στην πολιτική ζωή με την ένταξή τους στο κόμμα του Βενιζέλου, γεγονός που προκάλεσε το μίσος των αντιβενιζελικών κομμάτων, και στην κοινωνική ζωή, όπου κατά κανόνα ήταν απομονωμένοι από τους ντόπιους και αντιμετώπιζαν καθημερινά τον ρατσισμό, την καχυποψία και την αμφισβήτηση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτή η ιδιότυπη «αντιπαράθεση» γηγενών και προσφύγων έλαβε τη μορφή ανοικτής σύγκρουσης και η λέξη «πρόσφυγας» είχε στην κοινή συνείδηση υποτιμητική σημασία για πολλά χρόνια. Οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ γηγενών και προσφύγων έπαψαν να υπάρχουν μετά από δεκαετίες.
Μέσα στα επόμενα χρόνια από τη μικρασιατική καταστροφή φάνηκαν και τα πρώτα οφέλη της άφιξης των προσφύγων. Οι πρόσφυγες όντας Έλληνες βοήθησαν στον εξελληνισμό πολλών παραμεθόριων περιοχών∙ συνέβαλαν στην αύξηση και την αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής∙ αναζωογόνησαν την όποια βιομηχανική παραγωγή υπήρχε στην Ελλάδα με τις υψηλού επιπέδου γνώσεις και ικανότητές τους∙ έφεραν στην ελληνική κοινωνία προοδευτικές αντιλήψεις, όπως ήταν η έννοια της ισότητας ανδρών και γυναικών∙ ως φορείς ενός πανάρχαιου ελληνικού πολιτισμού πλούτισαν με την καλλιτεχνική και ευρύτερα πολιτιστική προσφορά τους τη μουσική, τα ελληνικά γράμματα και τις τέχνες. Επιπλέον, οι πρόσφυγες είχαν φέρει μαζί τους και μια ισχυρή διάθεση για εργασία. Πέρα από τις επιτυχείς ή ανεπιτυχείς προσπάθειες των αρχών για αποκατάσταση των ξεριζωμένων, θεμέλιο της όλης προσπάθειας ήταν η διάθεση των ανθρώπων αυτών να εργαστούν σκληρά στη νέα τους πατρίδα, για να ξαναδημιουργήσουν αυτά που έχασαν μέσα στην καταστροφή…
Αυτά τα γεγονότα της σχετικά πρόσφατης ιστορίας μας διδάσκονται οι μαθητές και οι μαθήτριες της Γ Λυκείου. Ορισμένα απ’ αυτά τα γεγονότα, μάλιστα, αποτελούν και… «δυνατά sosάκια» για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις του 2016. Δεν γνωρίζω πόσα απ’ αυτά θα «πέσουν» τελικά στις εξετάσεις, φαίνεται όμως, απ’ τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις, ότι πολλά απ’ αυτά τα γεγονότα η ελληνική κοινωνία θα… αναγκαστεί να τα ξαναζήσει στο κοντινό ή λιγότερο κοντινό μέλλον, είτε με τη θετική τους είτε με τη… λιγότερο θετική τους πλευρά! Η επικαιρότητα «τρέχει» ασταμάτητα και έρχεται να επιβεβαιώσει με απόλυτη ακρίβεια τόσο τον Μπενεντέτο Κρότσε που έλεγε ότι κάθε ιστορία δεν είναι παρά… σύγχρονη ιστορία, όσο και τον θεωρητικό «καθοδηγητή» πολλών απ’ τους σημερινούς κυβερνώντες της χώρας μας, τον Καρλ Μαρξ, που έλεγε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα…