Του Νίκου Τσούλια
Με συγκρίσεις λειτουργεί και αναπτύσσεται εν πολλοίς η σκέψη του ανθρώπου. Συγκρίσεις κάνει μελετώντας τις διάφορες επιστημονικές θεωρίες, τα φιλοσοφικά και καλλιτεχνικά ρεύματα, τις ιδεολογίες και τις κοσμοθεωρίες, τα πολιτικά κόμματα και τα κοινωνικά συστήματα. Ίσως με συγκρίσεις να έκανε η σκέψη μας τα πρώτα βήματά της στη συγκρότηση του ορθού λόγου, γιατί πάντα η σκέψη μας παλεύει μεταξύ των εικόνων του γνωστού και ερμηνεύσιμου αφενός και του άγνωστου και απροσέγγιστου αφετέρου.
Να δούμε λοιπόν μαθητικές «εικόνες», τωρινές και αλλοτινές όχι με διάθεση νοσταλγίας ή και ωραιοποίησης του παρελθόντος – δηλαδή της νιότης – αλλά με συγκριτικούς επεξηγηματικούς φακούς για να κατανοήσουμε την εξέλιξη των πραγμάτων, για να φωτίσουμε την ίδια την πορεία της ζωής μας. Και είναι αυτή η συγκριτική επιθυμία ανάγκη και της φαντασίας, για να προοικονομήσει το μέλλον, για να κάνει απόπειρες σχεδιασμού του, για να καθησυχάσει την πάντα σφριγηλή αγωνία μας για τα επικείμενα.
Αλλά για να συγκριθούν «μαθητικές εικόνες» μεταξύ των δεκαετιών του 1960 και του 2010, για παράδειγμα, οφείλουμε να δώσουμε ένα αχνό περίγραμμα του κοινωνικού και ιστορικού σκηνικού τους. Να σημειώσουμε λοιπόν το μεγάλο μετασχηματισμό που συνέβη στη χώρα μας, τη σταδιακή εξέλιξη της πατρίδας μας από μια χώρα των πάντα ανήσυχων Βαλκανίων σε χώρα Ευρωπαϊκή, σε χώρα σταθερότητας. Και ας συμπληρώσουμε αυτή τη γενική συγκριτική ματιά μόνο με τη μετάλλαξη της κρατούσας εικόνας ενός αγροτικού πληθυσμού εκείνης της εποχής σε εικόνα ενός αστικοποιημένου πληθυσμού των σημερινών καιρών.
Δύσκολη η αξιολόγηση και η ιεράρχηση των διαφορών μεταξύ των δύο επισκοπούμενων περιόδων. Ίσως πρώτο σημείο διαφοροποίησης να είναι η επιλεκτική αλλά και η αυταρχική εκπαίδευση του «τότε» με τη μαζική και την εκδημοκρατισμένη εκπαίδευση του «τώρα». Και οφείλουμε να καταγράψουμε ότι είναι κυρίως διαφορά εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας γενικότερα και λιγότερο μια ενδοσχολική υπόθεση.
Στη δεκαετία του 1960 δεν υπήρχαν φροντιστήρια παρά μόνο κάποιες νησίδες τους στις μεγάλες πόλεις για τους αδύνατους μαθητές και για τους λίγους υποψήφιους της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που συνήθως έκαναν δύο μήνες του καλοκαιριού πριν δώσουν πανελλαδικές εξετάσεις στις αρχές Σεπτεμβρίου. Η παρακολούθηση φροντιστηρίων ήταν και μια δακτυλοδεικτούμενη ενέργεια με τη βαριά σκιά ότι ο μαθητής δεν τα καταφέρνει μόνος του και δεν έχει ικανότητες.
Τα ιδιωτικά γυμνάσια και λύκεια είχαν αναπτυχθεί τότε για τους μαθητές που δεν μπορούσαν να προβιβαστούν στο δημόσιο σχολείο. Επρόκειτο για μια ομολογία αδυναμίας εξέλιξης στις απαιτήσεις της τότε δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Σήμερα το κριτήριο εγγραφής στα ιδιωτικά σχολεία είναι πρωτίστως οικονομικό και έχει πλήρως αλλάξει την παλιά συνθήκη.
Το διάβασμα των μαθητών ήταν το κύριο πεδίο της μάθησης στις παλιότερες εποχές. Διάβασμα και ξανά διάβασμα ήταν ο μόνος δρόμος, για να λυθεί κάποια άσκηση μαθηματικών ή φυσικής. Δεν υπήρχαν λυσάρια των σχολικών βιβλίων στα σχολεία. Δεν υπήρχαν και φροντιστηριακά βιβλία σε εκτεταμένη κλίμακα. Δεν δινόταν κάποιου είδους βοήθεια από τους γονείς, απλά και μόνο γιατί δεν μπορούσαν να το κάνουν. Τα εξωσχολικά βιβλία ήταν πολύ λίγα και κυρίως ήταν μοναχικά βιβλία σε πρόχειρη βιβλιοθήκη του σχολείου. Το διάβασμα είχε όμως έναν μεγάλο χρονικό περιορισμό˙ ήταν διάβασμα νυκτός και με λάμπες πετρελαίου. Την ημέρα τα παιδιά πήγαιναν στις αγροτικές δουλειές, στα χωράφια και στα πρόβατα. Το δε βραδάκι γινόταν και ένας σχετικός τσακωμός μεταξύ των αδελφών για το ποιος και ποια θα είναι πιο κοντά στη λάμπα για να βλέπει καλύτερα! Τότε τα παιδιά δεν ήταν παιδιά ούτε γνώριζαν την «αγρανάπαυση» της εφηβείας, δεν ήξεραν τι είναι εφηβεία… Είχαν όμως μια σημαντική βεβαιότητα τότε οι μαθητές / μαθήτριες: η εκπαιδευτική και μορφωτική εξέλιξη ήταν ένας σίγουρος δρόμος όχι μόνο για επαγγελματική εξέλιξη αλλά και για κοινωνική ανέλιξη και κινητικότητα. Και ήταν μια δύναμη μαγική στα όνειρά τους και στον αγώνα τους.
Σήμερα ο μαθητής / η μαθήτρια δεν έχει χρόνο για το προσωπικό διάβασμα όχι για τον ίδιο λόγο εκείνης της εποχής, αλλά γιατί έχει φροντιστήρια και των μαθημάτων του σχολείου και των ξένων γλωσσών και το διάβασμα είναι εν πολλοίς περιδιάβαση των έτοιμων απαντήσεων και λύσεων. Όμως η τωρινή περίοδος είναι πιο προκλητική για τους εκπαιδευόμενους, γιατί ο ανταγωνισμός και οι απαιτήσεις διαρκώς φουντώνουν και ξαναφουντώνουν μαυρίζοντας τους ορίζοντες του μέλλοντος και τις φιλοδοξίες των μαθητών / μαθητριών. Ωστόσο, σήμερα τα παιδιά είναι παιδιά και η εφηβεία τους βαστάει χρόνια πολλά…
Άπειρες οι μαθητικές εικόνες˙ πού να συμμαζευτούν σε ένα άρθρο… Είναι αναπόφευκτη λοιπόν αλλά και αναγκαία η συνέχεια.