Του Δημητρίου Κομποχόλη, φιλολόγου
Η καταθλιπτική μορφή του λυκόφωτος προσφέρει μία αγαλλίαση, έναν οργασμό αναπόλησης και μία ελπίδα υπαρκτή μεν, τελεολογική δε για να σβήσει. Αυτή είναι η φύση των πραγμάτων. Πάντα πριν το τέλος υπάρχει μία αναλαμπή, ένα φως, μία νεκρανάσταση παροδική, που μπορεί να πολεμά για μία ζωή παρελθοντική, αλλά το τέλος είναι αναπόφευκτο. Το λυκόφως και εν συνεχεία το τελειωτικό σβήσιμο, το διαδέχεται ένα νέο λαμπρό δημιούργημα, πηγαίο και αστραφτερό, αυτόφωτο, μέχρι να κάνει τον κύκλο του και να σβήσει κι αυτό. Δεν χωρά συμβιβασμούς και ο ρους της Ιστορίας προχωρά αλλάζοντας πρωταγωνιστές, οι οποίοι πρέπει να μοχθήσουν για να καταφέρουν να βρεθούν στο πάνω μέρος του υψηλού κύματος που φέρνει η παλίρροια της Ιστορίας για να παρασύρει στο διάβα αυτούς που είναι έτοιμοι και δύνανται να το «ιππεύσουν». Έφιπποι καθώς είναι, κομπορρημονούν για τα επιτεύγματά τους, για το δρόμο που βλέπουν να ανοίγεται και την δαιμονιώδη ταχύτητα που τους κουβαλά το κύμα, μέχρι να τους ξεβράσει και να σηκωθεί το νέο κύμα φυγής προς τα εμπρός.
Ας μεταφερθούμε στην εποχή μετά το «ακατόρθωτο» επίτευγμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου να κατακτήσει σχεδόν ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο, φτάνοντας μέχρι τον Ινδό ποταμό και τη Νότια Αίγυπτο. Ο συνασπισμός των Ελλήνων υπό την ηγεσία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πλην των Λακεδαιμονίων, κατάφερε να υποτάξει στα κελεύσματά του την παγκόσμια ιστορία. Στην ουσία όμως, οι Μακεδόνες ήταν αυτοί που πήραν τον κλήρο να κατατροπώσουν το Περσικό κράτος και να διάγουν την Ανατολή. Το πολύλαμπρο εγχείρημα των Μακεδόνων άρχισε να χάνει το φως του μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τα κατορθώματα του οποίου παραλληλίστηκαν με αυτά του Ομηρικού Αχιλλέως. Ο θάνατός του θορύβησε τους πάντες και αποτέλεσε το τέλος μιας χρυσής εποχής για τον ελληνισμό. Από αυτό το σημείο και έπειτα άρχισαν τα δεινά για τους Έλληνες, στων οποίων το αίμα κυλούσε μία διασπαστική φρενίτιδα, που κόστισε ακριβά και συνεχίζει ακόμη και στις μέρες μας να μας εμποτίζει. Έτσι, και για τους Αθηναίους, τους άλλοτε ισχυρούς, που τώρα έμοιαζαν να είναι η σκιά της λαμπράς περιόδου του Περικλή και των σπουδάιων φιλοσόφων, εκείνη η χρονική συγκυρία μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, φάνταζε ιδανική για να αποκτήσουν τη χαμένη τους αίγλη, εκτοπίζοντας τους Μακεδόνες και αρπάζοντας αυτοί το πηδάλιο της κυριαρχίας. Η Ιστορία όμως, είναι πειθαναγκαστική και πίσω δε γυρνά. Εκείνη την εποχή, το 322 π.Χ., στην Αθήνα υπήρχε μια κατάσταση στατική, με τον στρατηγό Λεωσθένη και διάφορους δημαγωγούς, κατώτερων των περιστάσεων, όπως τον Υπερείδη, να θεωρούν τη στιγμή κατάλληλη να επιτεθεί η Ελλάς κατά των Μακεδόνων, για να βρεθεί πάλι στο προσκήνιο των πρωτοβουλιών η Αθήνα. Ο διακαής πόθος για επιστροφή στις ένδοξες εποχές, αποδείχτηκε πλάνη για τους Αθηναίους, οι οποίοι στην αρχή ήλπισαν σε κυριαρχία τους, με τις πρώτες μάχες του Λεωσθένους και του Αντιφίλου να είναι κερδισμένες στη Θεσσαλία, τα αποτελέσματα όμως της συνέχειας των μαχών απέβησαν τραγικά για αυτούς. Στην Άβυδο, ο στόλος των Αθηναίων δέχτηκε το πρώτο χτύπημα από τους Μακεδόνες για να καταλήξουμε στην οριστική πανωλεθρία της Αμοργού. Οι ευθύνες για αυτή την καταστροφή οφείλονται σε λαοπλάνους πολιτικούς εκείνης της εποχής, που παρέσυραν τον Δήμο των Αθηναίων σε αυτό το κουτό εγχείρημα, που η αποτυχία του ήταν προδιαγεγραμμένη. Ωστόσο, είναι συγκινητικό ότι οι Αθηναίοι αγνόησαν την παρακμή στην οποία βρίσκονταν και σύμφωνα με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο «τις αντικειμενικές συνθήκες της Ιστορίας…τη διαφορά των καιρών…και τη μεγάλη διαφορά που χώριζε τον ίδιο τον ευατό τους από τους παλαιούς Αθηναίους…νόμισαν οι Αθηναίοι του 322 π.Χ ότι μπορούσαν να καθορίσουν την πορεία της ιστορίας…». Το Λυκόφως του πολιτισμού των Αθηναίων δημιούργησε τη μεγάλη ελπίδα για αναζωπύρωση των παλαιών ένδοξων εποχών, όταν οι ίδιοι ήταν και κυρίαρχοι, αλλά στην ουσία ήταν η τελευταία λάμψη, πριν το αστέρι σβήσει δια παντός. Ο διχασμός των αρχαίων ελληνικών πόλεων, η αδυναμία τους στο να συνασπιστούν για ένα ισχυρό παγκόσμιο κράτος, που επί Μεγάλου Αλεξάνδρου είχε φτάσει στα πέρατα του κόσμου, άνοιξε την Κερκόπορτα της Ιστορίας για την υποταγή των ελληνικών πόλεων στους Ρωμαίους και στην ίδρυση της επερχόμενης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι Αρχαίοι Έλληνες δεν μπόρεσαν να ενωθούν υπό το όραμα μιας Πανελλήνιας ένωσης, που μάλλον έμεινε στα λόγια, με συνεχείς εμφύλιες διαμάχες.
Ερχόμενοι στη σύγχρονη ιστορία, οι εμφυλιοπολεμικές διαθέσεις που πρεσβεύουν τα κόμματά μας, η μη σύμπλευση για ένα κοινό εθνικό όραμα, οι λαϊκίστικες ρητορείες, η στοχοποίηση ανθρώπων σε δοσίλογους και μη, οι ριπές κατά των παραδόσεών μας, κυοφορούν ένα τέκνο που πάντα είχε η Ελλάδα στα σπλάχνα της, αυτό του εθνικού διχασμού, το οποίο όταν θεριεύει, φέρνει εθνικές ήττες με ανυπολόγιστες συνέπειες. Το έχουμε ζήσει στο παρελθόν πολλάκις, αλλά δε διδασκόμαστε από την ιστορία μας και αυτό είναι λυπηρό.