Του Νίκου Τσούλια
Δεν έχει τίποτα άλλο συζητηθεί τόσο πολύ στο χώρο της εκπαίδευσης καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης όσο το Λύκειο. Και προφανώς υπάρχουν λόγοι και αιτίες. Και να ποια θεωρώ ότι είναι τα βασικά προς τούτο στοιχεία.
α) Το Λύκειο είναι το τελευταίος εκπαιδευτικός θεσμός που συναντούν οι νέοι ως απόρροια του μεγάλου εκδημοκρατισμού και της μαζικοποίησης της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στις τελευταίες δεκαετίες. Το πολύ μεγάλο μέρος των μαθητών μας τελειώνει πλέον το Λύκειο, και επομένως υπάρχει κοινωνικό πρόταγμα στην εστίαση αυτού του θεσμού. β) Οι μεγάλοι μετασχηματισμοί στο χώρο της εκπαίδευσης σε διεθνές επίπεδο αφορούν το λύκειο, που οφείλεται κυρίως στον επανασχεδιασμό της Γενικής Παιδείας. γ) Το Λύκειο είναι συνδεδεμένο με το Σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, το οποίο συνάπτεται με έντονο κοινωνικό ενδιαφέρον για απόκτηση πανεπιστημιακού πτυχίου.
Δυστυχώς στη χώρα μας το μόνο στοιχείο από τα προαναφερθέντα που έχει διαχρονική κινητικότητα είναι οι διαρκείς αλλαγές στο σύστημα πρόσβασης, ενώ το περιεχόμενο του λυκείου αντιμετωπίζεται ως επακόλουθο αυτών των μεταβολών! Δεν νομίζω ότι υπήρξε ποτέ Υπουργός Παιδείας που δεν έκανε κάποιου είδους παρέμβαση σ’ αυτό το σημείο, και είναι προφανώς απόρροια του ελλείμματος ουσιαστικής πρότασης για την εκπαίδευση και για το λύκειο. Και έτσι αντί να εξετάζεται το περιεχόμενο και ο σκοπός του Λυκείου ως βασικά σημεία και ως συνέχειά τους το εξεταστικό σύστημα, η συζήτηση γίνεται μόνο για το εξεταστικό. Ξεχνάμε και κάτι άλλο. Κάθε συζήτηση για το Γενικό Λύκειο πρέπει να γίνεται με παράλληλη συζήτηση για το Τεχνολογικό / Επαγγελματικό Λύκειο. Δεν πρόκειται για μεθοδολογική τεχνική αλλά για ζήτημα ουσίας, αφού αφορά το συνολικό περιεχόμενο της ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το Τεχνολογικό λύκειο δεν (μπορεί να) είναι «απομεινάρι» του Γενικού λυκείου. Η σημερινή (και εν πολλοίς διαχρονική) αντίθετη αντιμετώπισή του συνιστά απαράδεκτη αντιεκπαιδευτική ενέργεια.
Ποια είναι τα συστατικά στοιχεία ενός σύγχρονου λυκείου; 1) Οι σκοπός του είναι διπλός αφενός να παρέχει στέρεα Γενική παιδεία στους νέους, ώστε να έχουν μια επαγγελματική και κοινωνική εξέλιξη και αφετέρου να δίνει τα απαραίτητα μορφωτικά εφόδια για τη συνέχιση των σπουδών τους. Και πρέπει να υπηρετεί και τους δύο στόχους ταυτόχρονα. Η αυτονομία του – σύμφωνα με την επιστημονική διεθνή και ελληνική βιβλιογραφία – δεν έγκειται στην αποδέσμευσή του από το σύστημα πρόσβασης, όπως αφελώς ή δημαγωγικώς ισχυρίζονται αρκετοί, αλλά στην κατάκτηση εκείνου του μορφωτικού επιπέδου που θα προάγει τη δημιουργία καλλιεργημένων πολιτών.
2) Το περιεχόμενό του οφείλει να κινείται σε δύο πόλους: ισχυρή γενική παιδεία για όλους τους μαθητές και εμβάθυνση για επιμέρους γνωστικά αντικείμενα που θα επιλέγονται ανάλογα με τον προσανατολισμό των για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συμμαζευτεί ο αριθμός των σημερινών μαθημάτων με βάση: τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, λαμβάνοντας υπόψη και τα πορίσματα της UNESCO και όχι την εργαλειοθήκη του Ο.Ο.Σ.Α., όπως επιχειρεί η σημερινή συγκυβέρνηση ΣΥ.ΡΙ.Ζ.Α – ΑΝ.ΕΛ. με όχημα το «αριστερό μνημόνιο». Η εισαγωγή όλο και πιο εξειδικευμένων μαθημάτων έχει ουσιαστικά τελειώσει από τη δεκαετία του 1980 και εδώ και αρκετά χρόνια οι τάσεις διεθνώς είναι για γενίκευση της λυκειακής εκπαίδευσης.
3) Απαιτείται η διαμόρφωση ενός μοναδικού και ισχυρού Εθνικού απολυτηρίου με κορμό τις πανελλαδικού τύπου εξετάσεις. Μόνο ένα τέτοιο Εθνικό απολυτήριο θα λύσει τις διαρκείς αναζητήσεις για το εξεταστικό, αφού θα απαντήσει οριστικά και στην τεχνική πρόσβασης στα πανεπιστήμια και στα Τ.Ε.Ι. αλλά και στην αντικειμενική αξιολόγηση των αποφοίτων για την αγορά εργασίας. Η δημιουργία δύο απολυτηρίων, εθνικού και ενδοσχολικού, προκαλεί σοβαρά προβλήματα ακόμα και στην τυπική / θεσμική χρήση των. Εδώ εγείρονται ζητήματα. Πόσα μαθήματα θα εξετάζονται με πανελλαδικές εξετάσεις; Κατά τη γνώμη μου οφείλουμε να κινηθούμε με αντίληψη «μεσότητας». Γιατί αν εξετάζονται μόνο λίγα – για παράδειγμα τέσσερα όπως σήμερα -, τότε είναι ελλειμματική η αξιολόγηση. Το εθνικό απολυτήριο δεν μπορεί να ταυτίζεται με τα μαθήματα για την πρόσβαση σε κάθε Σχολή – γιατί τότε δεν μπορεί καν να ονομαστεί απολυτήριο -, αλλά θα περιλαμβάνει και μαθήματα Γενικής παιδείας. Κάθε Σχολή των πανεπιστημίων σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας θα καθορίζουν τα αναγκαία γι’ αυτή μαθήματα με τους συντελεστές βαρύτητας. Τα υπόλοιπα διδασκόμενα μαθήματα της Γ΄λυκείου μπορούν να εξετάζονται ενδοσχολικά με σταθμισμένα θέματα από ευρείας κλίμακας Τράπεζα Θεμάτων. Έτσι, θα υπηρετείται σε μεγάλο βαθμό και η αντικειμενικότητα της συνολικής αξιολόγησης των μαθητών, χωρίς τα παρατράγουδα των πλασματικών αριστούχων (δημόσιων και κυρίως ιδιωτικών σχολείων) και των πλασματικών πτυχίων (ιδιωτικών σχολείων) που έχουμε δει κατ’ επανάληψη.
4) Το λύκειο είναι μαγιά του μέλλοντος των νέων και ως εκ τούτου πρέπει να βλέπει το όλον του “μορφωτικού παραδείγματος”. Και πρέπει να μετασχηματιστεί σε σχολείο τουΠολιτισμού και της Παιδαγωγικής. Πρόκειται για την αναγκαία ουσιαστική μεταρρύθμιση επί του περιεχομένου του, που θα ανοίξει νέους μορφωτικούς ορίζοντες, αφού με αυτό τον τρόπο δεν θα οριοθετεί τη γνώση ως αυτοσκοπό αλλά ως μέσο για την προαγωγή πολιτών με μαθησιακή κουλτούρα, με ουμανιστικό αξιακό φορτίο, με αγωνιστική στάση ζωής.