Του Νίκου Τσούλια
Βαριά τραυματισμένη βγαίνει η Τουρκία από την απόπειρα του πρόσφατου στρατιωτικού πραξικοπήματος προσθέτοντας περισσότερη ανασφάλεια και αβεβαιότητα σε μια περιοχή του Κόσμου έντονα ταραγμένη. Και δεν έχει καμιά σημασία το ποιος βγαίνει κερδισμένος στη μάχη της εξουσίας στο εσωτερικό της Τουρκίας, αρκεί να δούμε το περιεχόμενο και το αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Θεωρώ ότι οι περισσότερες αναλύσεις – που ορθώς εκτιμούν ότι έχουμε ισχυροποίηση του Ερντογάν – προσεγγίζουν το επιμέρους και το δευτερεύον και δεν βλέπουν το κύριο και το ουσιώδες της όλης υπόθεσης. Και να γιατί ισχυρίζομαι αυτή την άποψη. Το πεδίο καθαυτό και το αποτέλεσμα της σύγκρουσης έχουν πολεμικό και διχαστικό περιεχόμενο, με νεκρούς και βαθύ ρήγμα στην κοινωνία. Δεν έχουμε δηλαδή μια κλασική διαμάχη τύπου δυτικού πολιτικού συστήματος μέσα από τις λειτουργίες του κοινοβουλευτισμού και της δημοκρατίας με τη θεσμική λειτουργία των κομμάτων και την αντιπαράθεση ιδεών και αντιλήψεων. Αρκεί να εστιάσουμε στις δύο «μπροστινές όψεις» της σύγκρουσης, τα τανκς από τη μια πλευρά και το σύνθημα «ο Αλλάχ είναι μεγάλος» από την άλλη. Έχουμε μια μετωπική πολεμική της μορφής της εξόντωσης του αντιπάλου, που αποκλείει τη συνύπαρξη των δύο πλευρών.
Υπάρχει και κάτι άλλο επιπρόσθετο που συνηγορεί στα προηγούμενα σημεία. Και δύο πλευρές που βρέθηκαν για μια ακόμα φορά αντιμέτωπες με ενδιάμεσο την πολεμική μηχανή δεν έχουν πολιτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά στη δράση τους και στη στοχοθεσία τους, που να προσιδιάζουν σε ένα στερέωμα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Στη Δύση δεν τίθεται ποτέ ο στρατός ως εγγυητής του προσανατολισμού του κράτους ούτε βέβαια σκέπτεται καν να ανατρέψει τη νόμιμη κυβέρνηση μιας χώρας. Δεν υπάρχει επίσης μαζικό πολιτικό ρεύμα θρησκευτικού φανατισμού ή φονταμενταλισμού, που να επιδιώκει την κοσμική εξουσία εκφράζοντας μάλιστα ευρέα κοινωνικά στρώματα.
Η Δύση δεν μπορεί να είναι με καμιά εκ των δύο πλευρών που αντιμάχονται δεκαετίες τώρα στην Τουρκία. Προφανώς και ορθώς όλες οι δυτικές κυβερνήσεις πήραν θέση υπέρ του Ερντογάν, αφού είχε τη νόμιμη εξουσία – αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα άλλο επί της ουσίας της πολιτικής του Ερντογάν. Η Δύση έχει στρατηγικό εταίρο την Τουρκία για το μεν παρελθόν ως προχωρημένο προπύργιο των Η.Π.Α. πρωτίστως στη διπολική αντιπαράθεση των Συμφώνων του ΝΑΤΟ και της Βαρσοβίας για δε το παρόν και το μέλλον ως ανάχωμα στον ισλαμικό φονταμενταλισμό.
Η Τουρκία δεν μπορεί να προσεγγίσει το «ευρωπαϊκό κεκτημένο» και αυτό δεν οφείλεται απλά και μόνο στην υστέρηση της οικονομίας της αλλά κυρίως στα πολιτικά και δευτερευόντως στα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της. Γι’ αυτό και οι συζητήσεις για το πάντρεμα Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και Τουρκίας δεν φαίνεται στον ορίζοντα και υιοθετείται εκ μέρους της Ε.Ε. η στάση της Πηνελόπης απέναντι στους μνηστήρες, στάση απροσδιόριστης υπόσχεσης και διαρκούς αναμονής. Και είναι αυτή η στάση από τις λίγες περιπτώσεις, όπου η Ε.Ε. δεν ενδίδει στις πιέσεις των Η.Π.Α. για την ενσωμάτωση της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Ο διχασμός στην Τουρκία θα βαθαίνει και από ένα άλλο στοιχείο. Ο Ερντογάν κινούμενος με τον αέρα του νικητή και βρίσκοντας ευκαιρία να …αποτελειώσει τον αντίπαλό του φαίνεται ότι θα κινηθεί σε ρόλο εκδικητή και όχι συμφιλιωτή. Και αυτό ναι μεν θα ισχυροποιήσει πρόσκαιρα τη θέση του αλλά θα κρατάει ανοιχτές τις πληγές της Τουρκίας, γιατί ο στρατός έχει βαθιά ριζώματα επιρροής στο λαό και έχει εδραιωθεί ιστορικά ως ο μοναδικός παράγοντας απόπειρας του εκδυτικισμού αρχικά και του δυτικού προσανατολισμού στη συνέχεια του τουρκικού κράτους και του λαού.
Η Τουρκία δεν τέμνεται μόνο από αυτά τα δύο μεγάλα κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα ούτε έχει μόνο μείζον πρόβλημα στην αντιμετώπιση του Κουρδικού προβλήματος. Τέμνεται και από άλλα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Η ελίτ και η οικονομική εξουσία θέλουν απόλυτο ευρωπαϊκό προσανατολισμό, εκσυγχρονισμό της κοινωνίας και ενσωμάτωση στην παγκοσμιοποίηση. Οι νέοι, το πιο μορφωμένο μέρος και το αναπτυσσόμενο τμήμα του λαού επιζητούν τον εκδημοκρατισμό όλων των θεσμών και τη λειτουργία μιας ουσιαστικής δημοκρατίας. Ακόμα και σε συμβολικό επίπεδο εύκολα διαπιστώνει κάποιος ότι σε άλλη χώρα είναι η Κωνσταντινούπολη και δη το ευρωπαϊκό μέρος της με τους ουρανοξύστες και τη δυτική εικόνα που εκπέμπει και σε άλλο η Άγκυρα με τις απέραντές φτωχογειτονιές των ντενεκεδένιων σπιτιών και των μουεζίνηδων.
Τη χώρα μας την ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα συμβαίνοντα στην Τουρκία. Υπάρχει το ανοιχτό και διεθνές ζήτημα της Κατοχής της Βόρειας Κύπρου, που παρά τα σχετικά ψηφίσματα η Τουρκία δεν συμμορφώνεται στις αποφάσεις του ΟΗΕ και του διεθνούς δικαίου. Υπάρχουν και οι προκλήσεις στο Αιγαίο. Ως εκ τούτου η χώρα μας οφείλει να καλλιεργεί τη σταθερότητα και την ειρήνη στην περιοχή με βάση πάντα την τήρηση των διεθνών κανόνων αλλά και να στηρίζει τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας, γιατί μόνο έτσι μπορεί να αποκτήσει στοιχεία μιας δημοκρατικής και εκσυγχρονισμένης χώρας.