Γράφει ο Χρήστος Κ. Τσαγγάλης
Η επιρροή της εγγράμματης κουλτούρας στον τρόπο με τον οποίο ορίζουμε αυτό που είναι στατικό, σταθερό και αμετάβλητο, σε αντίθεση με αυτό που είναι ρευστό, διαμορφούμενο και μεταβλητό στο χώρο της ποίησης υπήρξε τόσο καθοριστική, ώστε ο όρος υπερκείμενο ή υπερκειμενικότητα να ακούγεται αν όχι προκλητικός, τότε τουλάχιστον ιδιόρρυθμος. Ειδικότερα η στενή σχέση του όρου υπερκειμενικότητα (hypertextuality) με το διαδίκτυο ενεργοποιεί σε αρκετούς λάτρεις της έντυπης λογοτεχνίας αρνητικά αντανακλαστικά δοκιμάζοντας τις βιβλιοφιλικές αντοχές τους. Αν μάλιστα το πεδίο της έρευνάς μας είναι η ομηρική ποίηση, τότε εύλογα μπορούμε να περιμένουμε θεωρητικές ενστάσεις ή και διαμαρτυρίες εναντίον των ψηφιακών ιερόσυλων.
Μία ψυχραιμότερη προσέγγιση, η οποία μπορεί να προκαλέσει την έκπληξη όσων δεν ασχολούνται με τέτοια θέματα, εστιάζεται στο ότι από τότε που ο παγκόσμιος ψηφιακός ιστός εξελίχθηκε σε έναν λαβύρινθο συσχετισμών, η υπερκειμενικότητα αναδύθηκε ως μία από τις πιο σημαντικές και νεωτερικές ερμηνευτικές τάσεις αναφορικά με σύνθετες διαδραστικές μορφές επικοινωνίας. Σήμερα βρίσκεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στο επίκεντρο της κριτικής για τη γλώσσα, την επικοινωνία αλλά και τη λογοτεχνική θεωρία. Επιπρόσθετα κάποιες από τις πιο πρωτότυπες συμβολές στη μελέτη του ψηφιακού υπερκειμένου συγκλίνουν τόσο, ώστε να επιβάλλουν ένα είδος θεωρητικής διάχυσης και σε άλλους τομείς του επιστητού. Μολονότι ο Derrida και ο Nelson, ο Barthes και ο van Dam, σύμφωνα με την επιτυχημένη διατύπωση του Landow, μοιάζουν με αταίριαστα ζευγάρια, καθώς όσοι είναι εξοικειωμένοι με το ένα όνομα κάθε ζεύγους δεν γνωρίζουν το άλλο, έχουν όλοι τους συστηματικά επιχειρηματολογήσει υπέρ αποκεντρωμένων, περιθωριακών, μη-ιεραρχικών, πολυεπίπεδων συστημάτων συνδέσμων και κόμβων στη λογοτεχνία, όπως και στο διαδίκτυο.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, που προέρχεται από έναν από τους γκουρού της υπερκειμενικότητας, τον Roland Barthes, αφορά την περιγραφή ενός τύπου κειμενικότητας, ο οποίος χαρακτηρίζεται από διαδρομές, μονοπάτια, κόμβους και διασταυρώσεις. Μία τέτοιου είδους κειμενικότητα, εκπεφρασμένη μέσω μιας οδικής μεταφοράς, επεκτείνει τα όρια του κειμένου τόσο πολύ, που μοιάζει να το αποδομεί, τουλάχιστον ως ένα συνεκτικό όλο, που μεταδίδει νόημα μέσα από μία γραμμική νοητική διαδικασία. Για τον Barthes το κείμενο περιλαμβάνει αλληλεπιδρώντα δίκτυα, που ατελεύτητα συναγωνίζονται το ένα με το άλλο. Η κυρίαρχη τάση είναι η πολλαπλότητα και η φυγόκεντρη κίνηση ποικίλων σημαινόντων που εισέρχονται και εξέρχονται από το κείμενο διαρκώς. Το κείμενο για τον Barthes είναι μία Αλεξάνδρεια, όχι μία Αθήνα, γοητευτικό και προκλητικό μέσα στην απροσδιοριστία του, όχι συμμετρικό και κλασικό μέσα στην αρμονία και συνοχή του. Tο ίδιο ριζοσπαστικές ήταν και οι απόψεις που διατυπώθηκαν από τους πρώτους οραματιστές του ψηφιακού υπερκειμένου. Στη δεκαετία του 1960 ο Theodore H. Nelson δημοσίευσε το βιβλίο Literary Machines (Λογοτεχνικές Μηχανές), που περιλάμβανε μία ρηξικέλευθη πρόταση υπέρ ενός μη γραμμικού κειμένου, που διακλαδίζεται διαρκώς και προσκαλεί τους αναγνώστες να ανοίξουν πολλαπλά σημασιολογικά παράθυρα, να περιπλανηθούν, για όσο το επιθυμούν, σε άλλους κειμενικούς κόσμους και έπειτα να επιστρέψουν στο κυρίως κείμενο.
Οι ποσοτικές μελέτες μέσα σε ένα υπερκειμενικό πλαίσιο στο χώρο της κλασικής φιλολογίας και ειδικότερα των ομηρικών σπουδών άρχισαν από τον Α. Kahane στα 1997, αλλά το υπερκείμενο άρχισε να χρησιμοποιείται αναφορικά με το μυθικό υλικό και την επική έκφανσή του από τον Ε. J. Bakker (2001) και εμένα (2008, 2010) αναφορικά με τη νοητική οπτικοποίηση και διασύνδεση των εκτεταμένων ομηρικών παρομοιώσεων.
Ποια όμως η ειδικότερη σχέση της ομηρικής ποίησης με την υπερκειμενικότητα με βάση το θεωρητικό υπόβαθρο στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως; Κατά την άποψή μου η υπερκειμενική διάσταση, όχι ερμηνεία, της ομηρικής ποίησης πρέπει να περιοριστεί αποκλειστικά στις ακόλουθες κατευθύνσεις: στο μύθο και ορισμένα ιδιάζοντα εκφραστικά επίπεδα, όπως οι παρομοιώσεις, οι τυπικές σκηνές και οι κατάλογοι.
Ο μύθος ανήκει στο διαρκώς εξελισσόμενο πρωτογενές υλικό, που τροφοδοτεί την επική παράδοση, όπως επίσης και όλα τα ποιητικά είδη της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. Η υπερκειμενικότητα της ελληνικής μυθικής παράδοσης γίνεται αντιληπτή, όταν σκεφτούμε ότι δεν υπάρχει μία κανονιστική εκδοχή ενός μύθου αλλά μία πληθυντικότητα παραλλαγών, που συναγωνίζονται η μία με την άλλη, με την επιχωρικότητα να έχει δώσει τη θέση της στην ευρεία διάχυση του σχετικού υλικού. Ενώ ο μύθος ανήκει στη βαθεία δομή αυτού του προφορικού σύμπαντος, οι παρομοιώσεις, οι τυπικές σκηνές και οι κατάλογοι αντιπροσωπεύουν επίπεδα που διατρέχουν τη συνολική δομή της επικής παράδοσης και χαρακτηρίζονται από υπερκειμενικά στοιχεία. Για τις ομηρικές παρομοιώσεις τέτοια είναι ο εικονιστικός πλούτος τους, η απουσία από αυτές ενός και μόνου συνδετικού στοιχείου (tertium comparationis), το οποίο αντικαθίσταται από πολλαπλούς αναφορικούς δείκτες, και η συντετμημένη, ελλειπτική μορφή τους, που βρίθει από οπτικούς συνδέσμους, οι οποίοι επιτρέπουν στο ακροατήριο να ανασύρει στη μνήμη του οικείες εμπειρίες από το φυσικό κόσμο. Η υπερκειμενική διάσταση κάποιων τυπικών σκηνών συνίσταται στην παραδοσιακή αναφορικότητα ορισμένων συστατικών τους στοιχείων, τα οποία επιτρέπουν την ανάκληση οικείων εμπειριών από τον κόσμο της καθημερινότητας. Η περιγραφή ενός γεύματος, μολονότι παρουσιάζεται λογοτεχνικά στιλιζαρισμένη, εντούτοις χαρτογραφείται νοητικά πάνω σε γνωστό υλικό, αυτό που ο κάθε ακροατής γνωρίζει από την προσωπική του ζωή. Τέλος οι κατάλογοι με τη σωρευτική ονοματολογία τους δημιουργούν ένα δάσος από κόμβους, καθώς πολλά από τα σχετικά ονόματα είναι γνωστά στην ευρύτερη μυθική παράδοση και αναπόφευκτα ανακαλούν στο μυαλό των ακροατών άλλες σκηνές ή και παραδόσεις.
Το λεκτικό υπόβαθρο, επί του οποίου λειτουργούν όλα αυτά τα στοιχεία, είναι καθαρά λογοτυπικό, πράγμα το οποίο επιτρέπει ακόμη και μέσα στο ίδιο το σύστημα του αρχαϊκού έπους τη νοητική μετάβαση σε ποικίλα συμφραζόμενα. Ας δούμε ένα παράδειγμα: Όταν ο ποιητής μάς πληροφορεί ότι ο γοργοπόδαρος Αχιλλέας (πόδας ωκύς Αχιλλεύς) κυνηγά τον Έκτορα γύρω από τα τείχη της Τροίας, δεν σκεφτόμαστε μόνο ότι ο Αχιλλέας τρέχει γρήγορα, αλλά ότι επιτέλους κάνει αυτό το οποίο δεν έκανε στο μεγαλύτερο μέρος της Ιλιάδας, καθώς δεν απείχε από την πολεμική σύρραξη. Αυτή η διαδικασία δημιουργεί αυτόχρημα και άλλες διακλαδώσεις, άλλους νοητικούς δρόμους, τους οποίους μπορεί να ακολουθήσουν κάποιοι ακροατές. Έτσι δεν αποκλείεται κάποιοι να θεωρήσουν ότι ο Έκτορας δεν πρόκειται να γλιτώσει από το γοργοπόδαρο διώκτη του, ενώ άλλοι να ερμηνεύσουν αυτήν την αναφορά στην ταχύτητα του Αχιλλέα ως ένα είδος δραματικής ειρωνείας, καθώς παρά τη γρηγοράδα του ο Αχιλλέας δεν θα μπορέσει να προλάβει με τις δικές του δυνάμεις τον Έκτορα. Άλλοι ακροατές μπορεί να πραγματοποιήσουν μία πιο τολμηρή σύνδεση ανάμεσα στη φυσική και μεταφορική ταχύτητα του Αχιλλέα, που υπαινικτικά συνδέονται με την επανάληψη του επιθέτου ωκύς (γρήγορος) και δραματικά αξιοποιούνται διά της προφητείας της Θέτιδας, σύμφωνα με την οποία ο Αχιλλέας είναι ωκυμορώτατος, καθώς τρέχει τρόπον τινά προς το θάνατό του, που θα επέλθει σύντομα μετά το φόνο του Έκτορα. Αυτή μάλιστα η σύνδεση θα μπορούσε να οδηγήσει και σε ένα διακειμενικό άλμα στην επική παράδοση της Μεμνονίδας, στην οποία ο Αχιλλέας φονεύεται από τον Απόλλωνα και τον Πάρη.
Η ελεύθερη σύνδεση που χαρακτηρίζει κάποια επίπεδα του συστήματος της προφορικής επικής ποίησης μοιράζεται με το διαδίκτυο ορισμένα υπερκειμενικά χαρακτηριστικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε σύνδεση σε αυτού του είδους την ποίηση είναι δυνατή. Σημαίνει όμως πως το λαβυρινθώδες σύστημα του μύθου και το τυπολογικό και εικονιστικό υπόστρωμα ορισμένων επιπέδων των ομηρικών επών επιτρέπουν στους ακροατές να πραγματοποιούν πολλαπλούς συσχετισμούς, να ανακαλύπτουν διαρκώς το ποίημα με τις δικές τους δυνάμεις, να μετέχουν με την πιο κυριολεκτική σημασία του όρου σε μία συναρπαστική εμπειρία για το νου και τις αισθήσεις: Όχι μόνο ακούν, αλλά και βλέπουν (νοητικά) το ποίημα.
* Ο Χρήστος Κ. Τσαγγάλης είναι καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και διευθυντής του τομέα Κλασικών Σπουδών
Δημοσιεύτηκε στη «Μακεδονία της Κυριακής» στις 23 Οκτωβρίου 2016