Γράφει ο Χρήστος Κ. Τσαγγάλης *
Αν κλίνω προς τις μεταφορές, είναι γιατί μαθαίνουν στο μυαλό να μην κινείται ευθύγραμμα, αλλά να κοιτάζει τεθλασμένα. Μπορεί να μην προβάλλουν το σταθερό ίχνος των πραγμάτων, υποβάλλουν όμως την υποκείμενη διάστασή τους. Ερεθίζουν τη διερευνητική διάθεση του νου, ανοίγουν απάτητα μονοπάτια στη σκέψη, διεγείρουν σπάνια ερμηνευτικά αντανακλαστικά. Έτσι κι αλλιώς πολλά πράγματα είναι ζητήματα οπτικής, ενίοτε και θύματα.
Γριφώδης και αινιγματική η εκκίνηση αυτής της εγγραφής. Όπως το θέμα της, υπεσχημένο από την προηγούμενη Κυριακή αναφορικά με τον άλλο μεγάλο παραπόταμο της ελληνικής μυθικής και ποιητικής παράδοσης, την ινδοευρωπαϊκή θεωρία. Οι αναγνώστες μου όμως έχουν αρχίσει (ελπίζω τουλάχιστον) να συνηθίζουν στην επιφυλλιδογραφική ιδιόλεκτο αυτών των έκκεντρων εγγραφών.
Όλα άρχισαν το 1786, όταν ο ανώτατος άγγλος δικαστής στην Ινδία Sir William Jones υποστήριξε σε μία βαρυσήμαντη ομιλία του την πιθανή συγγένεια της σανσκριτικής με ορισμένες ευρωπαϊκές γλώσσες. Μολονότι η ομιλία του δεν ήταν τόσο πρωτότυπη, αφού και άλλοι πριν από αυτόν είχαν προχωρήσει σε αντίστοιχες παρατηρήσεις, η τοποθέτησή του αποτέλεσε το έναυσμα για συστηματικότερη ενασχόληση με τη χαρτογράφηση και ερμηνεία αυτής της γλωσσικής συγγένειας.
Την ίδια χρονική περίοδο ο Friederich Schlegel δημοσίευσε την περισπούδαστη μελέτη του για τη γλώσσα και τον πολιτισμό της αρχαίας Ινδίας χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά τον όρο συγκριτική γραμματική, η οποία αφορούσε την εσωτερική δομή και εν τέλει γενεαλογία της γλώσσας. Η επίδραση του έργου του Schlegel ήταν μεγάλη. Πολλοί ερευνητές κινήθηκαν προς την ίδια κατεύθυνση και ένας από αυτούς, ο Franz Bopp, έθεσε με τις μελέτες του οριστικά και αμετάκλητα τα θεμέλια της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας.
Ο πιο καθοριστικός όμως σταθμός στην πορεία του κλάδου αυτού της γλωσσολογίας προς την καθιέρωση και αναγνώριση στάθηκε η σχολή των Νεογραμματικών, την οποία αποτελούσε μία ομάδα γλωσσολόγων στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, ομάδα που κατοχύρωσε την έννοια του φωνολογικών νόμων και το ρόλο της αναλογίας στη γλωσσική αλλαγή. Η μελέτη της σανσκριτικής γλώσσας στη διάρκεια του 19ου αιώνα αποτέλεσε αφορμή για τη συστηματική σύγκρισή της με την αρχαία ελληνική και τη λατινική, καθώς πολύ γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι μοιράζονταν πολλές ομοιότητες σε φωνολογικό, μορφολογικό, λεξιλογικό και συντακτικό επίπεδο. Οι ομοιότητες αυτές είναι τόσο εκτεταμένες και συστηματικές, που δεν μπορούν να εξηγηθούν ως αποτέλεσμα επίδρασης, δεδομένου και του γεωγραφικού παράγοντα. Η παραβολική αντιστοιχία δεν μπορεί παρά να παραπέμπει σε καταγωγική ερμηνεία. H στεμματική ανάλυση των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών μόλις άρχιζε. Με το πέρασμα μάλιστα του χρόνου εντοπίστηκαν και άλλες αρχαίες γλώσσες, που μοιράζονταν αρκετά από αυτά τα κοινά στοιχεία και απλώνονταν από την Ινδία ως τη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη. Έτσι γεννήθηκε ένας κλάδος της ιστορικής γλωσσολογίας, η ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία, που πήρε το όνομά της από τα δύο πιο μακρινά γεωγραφικά όρια μέσα στα οποία τοποθετούνται οι λαοί οι οποίοι μίλησαν και μιλούν αυτές τις γλώσσες. Στόχος της η μελέτη των γλωσσών που ανήκουν στην ίδια αυτή οικογένεια.
Βασική παραδοχή στην οποία στηρίζεται η ινδοευρωπαϊκή θεωρία είναι η ύπαρξη μιας κοινής κοιτίδας, όπως και μιας κοινής γλώσσας, θρησκείας και πολιτιστικής παράδοσης των Ινδοευρωπαίων, πριν να διασπαστούν και αρχίσουν τη γεωγραφική εξάπλωσή τους, που έμελλε να αλλάξει την παγκόσμια ιστορία. Όλα αυτά τα στοιχεία όμως αποτελούν προϊόντα επιστημονικής ανασύνθεσης, καθώς δεν διαθέτουμε καμία γραπτή μαρτυρία για την ύπαρξη ενός τέτοιου λαού. Το ίδιο ισχύει και αναφορικά με τη γλώσσα που μιλούσε. Η ινδοευρωπαϊκή γλώσσα είναι μία αμάρτυρη, υποθετική πρωτο-γλώσσα, στην οποία όμως αναγόμαστε, προκειμένου να εξηγήσουμε τις πολυεπίπεδες και συστηματικές αντιστοιχίες και ομοιότητες που παρουσιάζουν δεκάδες θυγατρικές γλώσσες, από την ελληνική, τη λατινική και τις νεολατινικές (ιταλική, ισπανική, γαλλική, ρουμανική, πορτογαλική) ώς τη σανσκριτική, την αρχαία περσική και τη χεττιτική, από τις σλαβικές γλώσσες και την αλβανική ώς τις γερμανικές, από την τοχαρική και τη λουβική ώς τις αρχαίες ιταλικές διαλέκτους. Η ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία είναι συγκριτική γλωσσολογία. Προϋποθέτει, στηρίζεται και αναπτύσσεται μέσω της σύγκρισης των στοιχείων που μας παρέχουν σε αφθονία οι θυγατρικές γλώσσες, προκειμένου να αναχθούμε στη μητέρα-γλώσσα των Ινδοευρωπαίων. Το ίδιο ισχύει και για τη λοιπή πολιτιστική παράδοση αυτού του πανάρχαιου λαού: για τη θρησκεία, τη μυθολογία και την ποιητική παραγωγή του. Με βάση λοιπόν αυτό το ιστορικό υπόβαθρο η μελέτη της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας και ποίησης αποκτά σαφώς μεγαλύτερο βάθος. Τώρα πια δίπλα στην Ανατολή στέκουν οι Ινδοευρωπαίοι. Δίπλα στην επίδραση στέκει η καταγωγή.
Μολονότι η γνωριμία της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας με την ινδοευρωπαϊκή θεωρία πηγαίνει τουλάχιστον δύο αιώνες πίσω στο χρόνο, η κλασική φιλολογία αντιμετώπισε με κάποια δυσπιστία τα πορίσματα της νεόκοπης αυτής προσέγγισης. Η ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα αποτελούσε ένα αδιάσπαστο και συμμετρικό όλο, που δεν άφηνε χώρο για επιστημονικούς επήλυδες. Τα όριά της ήταν σαφή και προσεκτικά διαγεγραμμένα. Το ίδιο και οι ιδεολογικές προϋποθέσεις της. Ο ινδοευρωπαϊκός κόσμος έμοιαζε με την ανακάλυψη της Αμερικής. Κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει σοβαρά ότι υπάρχει, αλλά ελάχιστοι πίστευαν στην αρχή ότι αξίζει να την επισκεφθείς.
Με το πέρασμα του χρόνου κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Έπρεπε ωστόσο να περιμένουμε τη συστηματική μελέτη του Martin L. West “Ινδοευρωπαϊκή ποίηση και μύθος” (Οξφόρδη 2007), προκειμένου η κλασική φιλολογία να αποκτήσει ένα εύχρηστο και αξιόπιστο εργαλείο για τη μελέτη του ινδοευρωπαϊκού πολιτισμού. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με τη “Βόρεια πλευρά του Ελικώνα”, έναν τίτλο με τον οποίο ο West θα φλέρταρε, σε περίπτωση που ο ελληνικός πολιτισμός αποτελούσε το κεντρικό σημείο αναφοράς. Ο ινδοευρωπαϊκός κόσμος συνιστά ένα άλλο, διαφορετικό είδος σχέσης. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος ο συγγραφέας, “ο Ελικώνας, από τη στιγμή που αποικίστηκε από τις Μούσες, κοίταξε ανατολικά, όχι βόρεια. Το ινδοευρωπαϊκό στοιχείο ήταν μία κληρονομιά από το παρελθόν, όχι μία συνεχής ακτινοβολία”.
Ποιητής και ποίηση, φρασεολογία και σχήματα λόγου, θεοί και θεές, γη και ουρανός, ήλιος και αυγή, καταιγίδα και νερό, νύμφες, ξωτικά, νάνοι και γίγαντες, ύμνοι και ξόρκια, σύμπαν, παροιμίες και αινίγματα, θνητότητα και δόξα, βασιλιάς και ήρωας, άνδρες και πόλεμος: Αυτές είναι οι θεματικές ενότητες που καλύπτει το βιβλίο του West, προσφέροντας μία λεπτομερή αλλά και σοφά επιλεγμένη εικόνα της ινδοευρωπαϊκής ποιητικής παραγωγής και μυθολογίας με συχνές αναφορές στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη. Το κέρδος δεν είναι μικρό: ένας ολόκληρος κόσμος, τον οποίο γνωρίζουμε μόνο από τους απογόνους του, ανασυντίθεται και παρουσιάζεται στο σύνολό του. Ταυτόχρονα ο ελληνικός πολιτισμός αποκτά ένα βάθος, που μέχρι τώρα αγνοούσαμε. Πίσω από υποθετικούς λαρυγγικούς φθόγγους και ατελεύτητους νόμους ιστορικοσυγκριτικής κοπής, καύχημα της ινδοευρωπαϊκής γλωσσολογίας, αναδύεται τώρα μία πλούσια ποιητική παράδοση μπολιασμένη με τη θρησκευτική πίστη και την πρώιμη μυθική σκέψη των μακρινών μας προγόνων. Όλα αυτά πριν οι Μούσες να αφήσουν την υπερβόρεια ομίχλη και μεταναστεύσουν στην Ελλάδα. Πριν από τον Ελικώνα.
* Ο Χρήστος Κ. Τσαγγάλης είναι καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και διευθυντής του τομέα Κλασικών Σπουδών