Του Νίκου Τσούλια
Αν θέλαμε να ιεραρχήσουμε την πρώτη των πρώτων θρησκευτική αντίφαση στο Δυτικό πολιτισμό, θεωρώ ότι θα καταλήγαμε στο ερώτημα που έχει τεθεί στον τίτλο του άρθρου. Στο ζήτημα αν έχει έλθει ή όχι ο Μεσσίας έχουμε μάλιστα και μια μορφή πρωτοφανούς παραδοξότητας. Ο λαός που έχει ιστορικά την καταγωγή και τη δοξασία του Μεσσία, την πατρότητα και την πρωτογενή και κυρίαρχη στην κοσμοθεωρία του αναφορά είναι οι Ιουδαίοι. Όμως οι μεν Ιουδαίοι ισχυρίζονται ότι ο Μεσσίας δεν έχει έλθει ακόμα και βρίσκονται σε μια φάση αναμονής εδώ και χιλιάδες χρόνια, ο δε σύμπας ο Χριστιανικός κόσμος πιστεύει στην έλευσή εδώ και δύο χιλιετίες και έχει δομήσει την όλη κοσμοθεωρία του με βάση αυτή την πίστη και βεβαιότητα.
Αντικειμενικά λοιπόν προκύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα. Τελικά τι γίνεται όσον αφορά την έλευση του Μεσσία; Γιατί εδώ δεν έχουμε τις κλασικές πολιτισμικές ή εθνικές διαφορές στην ερμηνεία ενός γεγονότος αλλά διαφορά στην ίδια την ύπαρξη ή μη του γεγονότος. Πριν εξετάσουμε το θρησκευτικό στοιχείο αξίζει να δούμε μερικές όψεις από ιστορικής πλευράς ιστορικής. Πάντα και πιο πολύ στα μεγάλα γεγονότα της ανθρωπότητας υπάρχει άτυπη συμφωνία στο επίπεδο της ιστορίας όσον αφορά την ίδια την υπόστασή τους. Και βλέπουμε αποκλίσεις και διαφοροποιήσεις στη «γραφή» και κυρίως στην ερμηνεία της ιστορίας. Σε κάθε περίπτωση, η ιστορία υπερέβαινε και κυριαρχούσε έναντι των όποιων μορφών της ιστοριογραφίας.
Στο ζήτημα που συζητάμε γίνεται ακριβώς το αντίθετο, η ιστοριογραφία υπερβαίνει την ίδια την ιστορία. Η γεγονοτολογία υπερβαίνει τα γεγονότα. Μπορεί να ευσταθεί μια τέτοια αντίληψη; Σαφώς και όχι. Ο Μεσσίας ή έχει έλθει ή δεν έχει έλθει. Δεν μπορούν να ισχύουν και τα δύο ταυτόχρονα. Κάποια από τις δύο πλευρές κάνει λάθος. Ωστόσο, καμιά πλευρά δεν φαίνεται να ανησυχεί για τη διακρίβωση της μιας και μοναδικής ιστορικότητας. Και ακόμα πιο πέρα, δεν γίνεται καμιά απόπειρα ενός διαλόγου γύρω απ’ αυτό το θέμα, και οι δύο πλευρές θεωρούν τη στάση τους φυσιολογική. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν μπορεί να υπερισχύει η άποψη του Χριστιανισμού μόνο εξ αιτίας του πολυπληθέστερου ακροατηρίου του έναντι του πολύ μικρότερου αντίστοιχου Ιουδαϊκού ούτε μπορούμε να αναγάγουμε τη διαφορετικότητα στον πολιτισμικό σχετικισμό, αφού η διαφορά είναι στο γεγονός και στην πραγματικότητα και όχι στην πρόσληψη και στην ερμηνεία της πραγματικότητας. Έχει μάλιστα και την αξία του το γεγονός ότι οι χριστιανοί για αιώνες και αιώνες θεωρούσαν τους Ιουδαίους ως υπεύθυνους για το θάνατο του Μεσσία, του Χριστού, τον οποίο όμως οι Ιουδαίοι ποτέ δεν θεώρησαν ως τέτοιο! Και όχι μόνο τους θεωρούσαν υπαίτιους – κακώς προφανώς – αλλά και τους κατεδίωκαν ιδιαίτερα στους μεσαιωνικούς χρόνους και ίσως η μονομανία – που γίνεται και σκληρή προκατάληψη – μερικών εναντίον του εβραϊκού στοιχείου να έχει εδώ την αφετηρία της. Αλλά αυτά είναι παρενέργειες των επινοήσεων / κατασκευών και της χειραγώγησης της σκέψης.
Το ότι οι δύο πλευρές δεν φαίνονται να αγχώνονται ως προς ένα τόσο σημαντικό κυρίαρχο θρησκευτικό αλλά και κοσμοθεωρητικό και πολιτισμικό γεγονός έχει τις εξηγήσεις της. Αποπειρώμαι να καταθέσω μερικές σκέψεις. α) Και οι δύο πλευρές – Χριστιανοί και Ιουδαίοι – ως τμήματα ενός ευρύτερου σχηματικά ενιαίου πολιτισμικού στερεώματος, που ενοποιείται στα σύμβολα «αρχαία Ελλάδα», «Ρώμη», «Ιουδαία», θεωρούν ότι συμφέρει να μην ανακινούν ένα ζήτημα που δεν πρόκειται πλέον να λυθεί με κάποια μορφή συμφωνίας, αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι θα κατέρρεε ο κόσμος της πλευράς εκείνης που θα υποχωρούσε.
β) Η ενότητα αυτού του στερεώματος είναι μάλλον προσχηματική, γιατί δεν υπάρχει ενότητα στη φιλοσοφία του ελληνικού πολιτισμού ούτε του νεότερου ευρωπαϊκού πολιτισμού με εκείνον του ιουδαϊκού πολιτισμού, αλλά το όλο δήθεν ενιαίο στερέωμα είναι «πολιτική και πολιτιστική κατασκευή» υπό τη σκέπη του κοσμικού κράτους – έθνους του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Και προφανώς συνδέεται με τις αναπτυξιακές επιταγές των κυρίαρχων τάξεων και του καπιταλισμού. Θα είχε νόημα το Ισραήλ να κάνει αυτή τη θρησκευτική διαφορά του σε σχέση με τον χριστιανικό κόσμο μείζον ζήτημα – αν και η έννοια του Μεσσία ήταν αρχικά δική του κοσμοθεώρηση – και να βρίσκεται ανάδελφο χωρίς στρατηγικές συμμαχίες ανάμεσα στο Χριστιανικό και στο Μουσουλμανικό στερέωμα; Σαφώς και όχι. Άρα η αυθυπαρξία αλλά και η αυταξία του θρησκευτικού υποτάσσεται στις «απαιτήσεις του καιρών» δηλαδή της εξουσίας και αυτό σημαίνει ότι άλλη μια επινοημένη «κατασκευή» έρχεται να …επιλύσει τις όποιες εκκρεμότητες!
γ) Με δεδομένο ότι το όποιο θρησκευτικό σύστημα δημιουργείται σε σημαντικό βαθμό με την «κατασκευή» των συστατικών στοιχείων του και όχι με την αυθυπαρξία κάποιων ιστορικών στοιχείων, οι δύο πλευρές εμφανίζονται να αποδέχονται την «κατασκευή» ο ένας του άλλου, χωρίς να αισθάνονται κάποιου είδους ενόχληση. Βέβαια οφείλουμε να δεχτούμε ότι και η «κατασκευή / επινόηση γεγονότων» παίρνει στην εξέλιξη του χρόνου – και με βάση την πολιτιστική εδραίωσή του – την όψη αυθυπαρξίας γεγονότων! Πιο απλά μια κοσμοθεωρητική και ιδεολογική καθαρά θεωρητική επινόηση / κατασκευή μορφοποιείται σταδιακά και αποκρυσταλλώνεται ως γεγονός! Και ακόμα πιο γενικά η ιστοριογραφία παίρνει το ρόλο της ιστορίας. Αλλά μια τέτοια αντίληψη δεν είναι μια νεομυθολογία; Τελικά, ο ορθολογισμός δεν έχει ακόμα ρίξει φως διαφωτισμού σ’ όλη την ιστορία του ανθρώπου…
Υ.Γ.
Προφανώς με βάση την πίστη του κάθε Χριστιανός δεν μπορεί να δεχτεί ότι τίθεται ούτε καν θεωρητικά ζήτημα μη έλευσης του Χριστού.