Του Νίκου Τσούλια

      Πέραν της κοινής και συστηματικής προσπάθειας για μια γενική και ενοποιητική θεωρία του χρόνου, κάθε άνθρωπος καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του είναι αντιμέτωπος με το ζήτημα του χρόνου άλλοτε με αέρα υπεροχής απέναντί του, άλλοτε με μάλλον μια ουδέτερη στάση και άλλοτε με ένα κλίμα φοβίας. Γιατί η σχέση μας με το χρόνο συναρτάται και με το δικό μας χρόνο, το χρόνο ζωής, μας αλλά και με το «χρονική φάση» της στιγμής μας. Μήπως λοιπόν όλη αυτή η αλληλοσυνάρτηση δηλώνει την αυτοτέλεια του χρόνου και την αυτοαναφορικότητά του και εμείς απλώς θεωρούμε ότι συμμετέχουμε σε ένα παιχνίδι που απλώς είναι φαντασιακό;

      Αλλιώς βιώνουμε το χρόνο στη διάφορες περιόδους της ηλικίας μας. Στην παιδική και εφηβική ηλικία παίζουμε με το χρόνο αδιαφορώντας γι’ αυτόν ή μάλλον για το πέρασμά του. Εδώ ο άνθρωπος πλημμυρίζει τον εαυτό του με όνειρα, με φαντασιώσεις και με σχεδιασμούς και η συνεχής διαστολή όλων αυτών εμφανίζει το μέλλον πολύ μακρινό, το εμφανίζει να έρχεται πολύ αργά, και ο χρόνος τελικά τρέχει πολύ αργά. Γι’ αυτό και η παιδική ηλικία στο ψυχολογικό μας κόσμο εμφανίζεται να είναι πολύ μεγάλη, να έχει τα πιο ανεξίτηλα γεγονότα και να αποτελεί τη μήτρα της εφ’ όλης της ζωής μας μνήμης και νοσταλγίας, να διαστέλλεται δηλαδή ακόμα και σ’ ύστερο χρόνο αφού μέσω της νοσταλγίας μας ξανά και ξανά ανασυσταίνεται στο φαντασιακό μας στερέωμα. Στην παιδική ηλικία ο άνθρωπος βλέπει τον χρόνο στην ανατολή του, το χρώμα του είναι ροδόχροο, το στερέωμά του είναι όλο και πιο φωτεινό. Ο χρόνος έχει πολύ μέλλον, γι’ αυτό και δεν μάς ανησυχεί. Ο χρόνος είναι ποιητής της ζωής μας και του εαυτού μας, αφού μόνο αυτός μπορεί να ξεδιπλώσει τις εν δυνάμει πτυχές της όλης προσωπικής ιστορίας μας. Εδώ τον θέλουμε και τον αγαπούμε να έρχεται και να μας κουβαλήσει τις άγνωστες όψεις του εαυτού μας.

      Στη μέση ηλικία, τα πράγματα μετασχηματίζονται˙ ο χρόνος αποκτά άλλο πρόσωπο, πιο πραγματιστικό, πιο αντικειμενικό. Εδώ το μέλλον μας ζυγιάζεται με το παρελθόν μας. Στον κόσμο της φαντασίας μας τα όνειρά μας αντισταθμίζονται από της μνήμης τους αστερισμούς και η επαγγελματική μας ενασχόληση συνήθως ωθεί το χρόνο να έρχεται όλο και πιο γρήγορα, να έρχεται το Σάββατο πιο γρήγορα, οι διακοπές επίσης, και τελικά και η ίδια η συνταξιοδότηση και η εργασιακή και δημιουργική μας αποκαθήλωση . Ο αλλοτριωτικός χαρακτήρας της εργασίας δεν αλλοιώνει μόνο αυτή καθεαυτή την αξία και τη δημιουργικότητα της εργασίας, αλλά λειτουργεί και παραπλανητικά στην ψυχολογική μας εικόνα που έχουμε για τον χρόνο καλώντας τον να κυλάει στο ποτάμι του όλο και πιο γρήγορα. Στη μέση ηλικία ο χρόνος μεσουρανεί, η φωτεινότητά του κρύβει μέσα της και τη σκοτεινότητά του και τα πρώτα σύννεφα στον κόσμο των φαντασιώσεων θα εμφανιστούν. Αρκούν μόνο κάποια απλά σημάδια (μια ρυτίδα, κάποιες άσπρες τρίχες, η δυσκολία στην ανάσα του ανηφορικού δρόμου, η άμβλυνση των αισθήσεων στο παιχνίδι του έρωτα), για να μάς εισάγουν στο πεδίο των υπαρξιακών προβληματισμών. Ο χρόνος τώρα δεν έχει μόνο μέλλον, έχει και παρελθόν˙το έφτιαξε μειώνοντας το μέλλον μας. Η δημιουργία κάνει όλο και περισσότερο παρέα με τη φθορά και εμείς διαπιστώνουμε ότι το βάθος των σημαντικών και καθοριστικών επιλογών μας γίνεται όλο και μικρότερο και οι διορθώσεις των λαθών (στην επιλογή συντρόφου, στην επαγγελματική σταδιοδρομία κλπ) είναι όλο και πιο επιφανειακές και επίπλαστες. Τώρα δεν κοιτάζουμε μόνο μπροστά μας αλλά και πίσω μας.

      Στη τρίτη ηλικία είμαστε αρκετά «διαβασμένοι», αν και αυτό δεν μπορεί να είναι στοιχείο ανατροπής στην ντετερμινιστικά εξελισσόμενη σχέση μας με το χρόνο. Η τρίτη ηλικία χάνει τη βιολογική της αξία από την κοινωνική της απαξία. Ουσιαστικά δεν την θέλουμε την τρίτη ηλικία και προσπαθούμε να την στριμώξουμε ή να την εξοβελίσουμε. Τώρα ο χρόνος έχει κυρίως μια όψη, το παρελθόν, και τα λιγοστά όνειρά μας παίρνουν και αυτά τη μορφή θύμησης παρασυρόμενα από τη γενική τάση. Εδώ χρόνος είναι φόβητρο, δύσκολα λέμε ακόμα και τον αριθμό των εν ζωή χρόνων μας. Τώρα η ροή του χρόνου έχει γίνει ορμητική και τίποτα δεν μπορεί να αναιρέσει το κλίμα φοβίας και της βαριάς σκιάς του θανάτου ή του τέλους της ζωής μας. Η δεκαετία της ηλικίας των 60 – 70 ετών δεν έχει την ίδια διάρκεια με τη δεκαετία της ηλικίας 20 – 30 ετών σε καμιά περίπτωση. Τώρα η έννοια του μέλλοντος είναι μια θεωρητική έννοια και η σκιά του λυκόφωτος εγκαθίσταται όλο και πιο πολύ στο στερέωμα των συλλογισμών μας και των ανησυχιών μας.

anthologio.wordpress.com

Προηγούμενο άρθροΑρχαία Ελληνικά: Μετοχές-άσκηση πολλαπλής επιλογής(αυτο-βαθμολογούμενη online)
Επόμενο άρθροΤο κοριτσάκι με τα σπίρτα
Νίκος Τσούλιας
Κατάγεται από την Αυγή Αμαλιάδας και είναι εκπαιδευτικός. Έχει εκλεγεί πρόεδρος της ΟΛΜΕ τέσσερις φορές (1996 – 2003) και έχει εκπονήσει διδακτορική διατριβή στην Ειδική Αγωγή. Έχει εκδώσει δύο βιβλία εκπαιδευτικού περιεχομένου τα: “Σε πρώτο πρόσωπο” και «Παιδείας εγκώμιον». Έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα σε επιστημονικά και εκπαιδευτικά περιοδικά. Έχει συνεργαστεί επαγγελματικά με τις εφημερίδες «ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ» (1980 – 1986) και «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» (1988 – 1996). Τα τελευταία χρόνια αρθρογραφεί στην εφημερίδα “ΤΟ ΑΡΘΡΟ” και στις εφημερίδες της ΗΛΕΙΑΣ: «ΠΡΩΙΝΗ», “ΑΥΓΗ” και “ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ”.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.