Του Νίκου Τσούλια
Δεν ξέρω αν είναι αέναη η πάλη του καλού με το κακό. Δεν ξέρω αν είναι πλήρως αλληλοαποκλειόμενα το καλό από το κακό ή συνυπάρχουν σε διαφορετικούς κάθε φορά συσχετισμούς… Ισχύει βέβαια το «πόλεμος πάντων ανήρ», η διαρκής αντιπαράθεση ιδεών και θεωριών ως συστατική λειτουργία δόμησης του Κόσμου και του Πολιτισμού.
Όμως η ομορφιά συχνά βρίσκεται μαζί με την ασκήμια και η βαρβαρότητα είναι αγκαλιά με τον εξευγενισμό, το μίσος και η αγάπη αλληλοδιεισδύουν το ένα στην επικράτεια του άλλου και η σκληρότητα είναι σύμφυτη με τη γλυκύτητα… Και μπορούμε να δούμε αυτές τις αντιπαρατιθέμενες έννοιες και πραγματικότητες να συνεκδηλώνονται και στο σχολείο, στον κατ’ εξοχήν παιδαγωγικό και ελπιδοφόρο κοινωνικό θεσμό. Γιατί το σχολείο δεν είναι απλά και μόνο το εργαστήρι του μέλλοντος αλλά ένα σημαντικό πεδίο γραφής της ιστορίας και σμιλέματος του “προσώπου” του ανθρώπου…
Το σχολείο από την καταστατική σύστασή του και από τη διαχρονική κοινωνική αποστολή του είναι διαποτισμένο από την έννοια της αγάπης και της φροντίδας. Οι εκπαιδευτικοί καλούνται να συνεχίσουν το έργο των γονέων με επαγγελματικά / παιδαγωγικά / επιστημονικά στοιχεία αλλά και με την κουλτούρα της ολόθερμης και πλήρως συνειδητής στήριξης της ολόπλευρης ανάπτυξης των παιδιών. Και είναι ακριβώς αυτό το περιβάλλον αγάπης και φροντίδας και επώασης των αυριανών πολιτών, που αφενός καλλιεργεί στο παιδί ένα αίσθημα ασφάλειας και στοργής και αφετέρου θέτει στο σχολείο την πρόκληση για την εξασφάλιση αυτού του περιβάλλοντος αμέριστης μέριμνας.
Αλλά το σχολείο δεν είναι έξω από την κοινωνία και από τη ζωή. Είναι οργανικό κομμάτι τους και βιώνει τις ίδιες βαθιές και συχνά χαοτικές διεργασίες, τις σκληρές αντιπαραθέσεις και τις πολλαπλές δυσκολίες. Βρίσκεται στη ζώνη θύελλας της ταξικής πάλης, των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων και των αξιακών συγκρούσεων. Και όταν εκδηλώνονται αυτές οι όψεις του είτε στην τυπική λειτουργία του είτε στην παράλληλη κουλτούρα των μαθητών, τότε ο μαθητής βιώνει με πιο έντονο τρόπο τη σκληρή δοκιμασία. Όταν ένας μαθητής βιώνει την απόρριψη από τους συμμαθητές του στους κόλπους του σχολείου, νιώθει πιο έντονα την απαξίωση από ό,τι αν αυτή συνέβαινε έξω από το σχολείο – ακριβώς γιατί έχει την εξ ορισμού άποψη ή και τη βεβαιότητα ότι το σχολείο προστατεύει κάθε παιδί και έφηβο από την τραχύτητα κάθε αντιανθρώπινης συμπεριφοράς.
Η πρωταρχική σχέση του παιδιού με το σχολείο στα πρώτα του εκπαιδευτικά βήματα δεν είναι σχέση γνώσης και μάθησης. Το πρώτο στοιχείο που θέλει το παιδί στο Δημοτικό είναι η διασφάλιση ευνοϊκού και φιλικού περιβάλλοντος, η πλήρης αποδοχή του και η εκδήλωση συνεχούς έγνοιας και διαρκούς ενδιαφέροντος προς το πρόσωπό του συγκεκριμένα και όχι γενικά και αόριστα. Και ποτέ δεν θα συγχωρέσει και δεν θα ξεχάσει ό,τι ανατρέπει αυτή την αίσθηση ασφάλειας και φροντίδας. Η πληγή ενός αρνητικού συμβάντος θα μείνει πάντα ανοιχτή και μπορεί να επηρεάσει τη σχέση του με τα Γράμματα και την επιστήμη αλλά και την εξέλιξη της κοινωνικότητάς του. Υπάρχει και κάτι άλλο αξιοσημείωτο. Δύσκολα αναφέρει την απογοήτευσή του και την απόρριψή του στους γονείς του και στους φίλους του, γιατί νιώθει ότι θα γευθεί για μια ακόμα φορά το συμβάν της απαξίωσης του!
Εξ όλων όσων προαναφέρθηκαν, είναι πασίδηλο ότι ο εκπαιδευτικός έχει βαριά ευθύνη για να μην τραυματιστεί η σχέση του παιδιού με τον κόσμο της αγωγής και της μάθησης. Μπορεί ο ίδιος – αν δεν έχει κατακτήσει τον κόσμο της εφηβικής ευαισθησίας και του παιδικού συναισθήματος – να γίνει πρόξενος της προσβολής! Και προφανώς δεν τον σώζει η επίκληση ότι δεν ήταν στις προθέσεις του. Μπορεί να συμβεί ένα «επεισόδιο» κατά τη διάρκεια του μαθήματός του και να μην το αντιληφθεί, ακριβώς γιατί δεν ψυχανεμίζεται επαρκώς ως προς τις ποικίλες νοοτροπίες του μαθητόκοσμου και ως προς τις ιδιαίτερα ξεχωριστές θεωρήσεις της εφηβείας. Αλλά και πάλι ο μαθητής που θα υποστεί την ταπείνωση θα τον χρεώσει ότι δεν έκανε απολύτως τίποτα…
Πώς μπορεί το σχολείο να αντιμετωπίσει την όλη κατάσταση, που έχει πολλαπλές επιδράσεις στον ψυχισμό και στην αξιοπρέπεια των παιδιών και των εφήβων; Να διαπαιδαγωγούμε εμείς οι εκπαιδευτικοί συνεχώς και συστηματικώς και να μην εξαντλούμαστε στην τυπική διδακτική / επιστημονική μας λειτουργία. Να αναπτύσσουμε προσωπικές σχέσεις με τους μαθητές και να τους ενθαρρύνουμε να συζητούν μαζί μας τα προβλήματά τους και τους προβληματισμούς τους, τα σχέδιά τους και τα όνειρά τους. Να αντιλαμβανόμαστε το κλίμα της σχολικής αίθουσας μέσα από τη διδασκαλία και από τις τόσες και τόσες συζητήσεις και προεκτάσεις που γεννάει ανά πάσα στιγμή η εκπαιδευτική πράξη. Αν οι μαθητές δεν έχουν καλές σχέσεις μεταξύ τους, φαίνεται στην πρώτη ματιά του εκπαιδευτικού – αρκεί να έχει τη διάθεση και την επιθυμία αλλά και τις αναγκαίες γνώσεις της Παιδοψυχολογίας, της Παιδαγωγικής και των Θεωριών Προσωπικότητας…
Από τη στιγμή που ένας εκπαιδευτικός επέλεξε αυτό το φοβερό επάγγελμα είναι υποχρεωμένος να δοθεί ολοκληρωτικά στο στερέωμα της σχολικής αίθουσας και των πολλαπλών προκλήσεων της Γνώσης και της Νεολαίας. Σε μια τέτοια περίπτωση άλλωστε θα γευθεί μια απόλυτα ξεχωριστή ομορφιά της ζωής, ένα κομμάτι της δικής του αυτοπραγμάτωσης, που ποτέ και πουθενά δεν θα εύρισκε…