Του Νίκου Τσούλια
«ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ» δεν είναι μόνο ή μάλλον δεν είναι κυρίως εφημερίδες. Είναι «θεσμοί» του πολιτιστικού στερεώματος της σύγχρονης Ελλάδας. Είναι σημαντικές πηγές της ιστορίας μας, και μέσα από τις σελίδες τους μπορούμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της κοινωνίας μας με μια αρκετά ψύχραιμη ματιά. Είναι πυλώνες της δημοκρατίας και του πολιτικού συστήματος για δεκαετίες και δεκαετίες. Και χρησιμοποιώ σκόπιμα ενεστώτα χρόνο, γιατί δεν πιστεύω (ή δεν θέλω να πιστεύω) ότι ζούμε το οριστικό τέλος τους και ότι τελικά όλη αυτή η υπόθεση θα είναι απλά και μόνο μια μικρή διακοπή, μια προσωρινή περιπέτεια.
«ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ» δεν είναι απλά και μόνο εφημερίδες. Γιατί διαμόρφωσαν μια ολόκληρη κουλτούρα ευρύτερα στην κοινωνία, που υπερέβαινε την ακτινοβολία μιας ούτως ή άλλως ισχυρής δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Διαβάζοντας «ΤΟ ΒΗΜΑ της Κυριακής» δήλωνες ευθέως έναν ορθολογικό τρόπο σκέψης, μια κοσμοθεωρία πολιτικού πλουραλισμού και ανοιχτής κοινωνίας. Την Κυριακή δύο ήταν οι ναυαρχίδες των εφημερίδων, «ΤΟ ΒΗΜΑ» για τον κεντροαριστερό χώρο και «Η ΚΑΘΜΕΡΙΝΗ» για τον συντηρητικό χώρο. Αλλά ποτέ «ΤΟ ΒΗΜΑ» δεν ταυτίστηκε με έναν κομματικό χώρο. Υπερέβαινε τους κλασικούς κομματικούς διαχωρισμούς˙ το διάβαζαν και κεντρώοι αναγνώστες και αναγνώστες που ανήκαν στην αριστερά και στη συντηρητική παράταξη. Και σε κάθε περίπτωση, ο αναγνώστης του διαισθανόσουνα ότι είχε κριτική ματιά για τα πράγματα και δεν χαρακτηριζόταν από ιδεοληψίες και μονομέρειες, από εμμονές και απολυτότητες.
«Το έγραψαν ‘ΤΑ ΝΕΑ’», ήταν το ατράνταχτο επιχείρημα για να αποδείξεις την εγκυρότητα μιας είδησης και για την ορθοκρισία μιας ανάλυσης. Ένα άρθρο, το ίδιο άρθρο δημοσιευμένο σε μια από τις δύο εφημερίδες ή σε κάποια άλλη από τις πολλές που γνώρισε η χώρα μας – με εξαίρεση μερικές επίσης αξιόλογες – δεν είχε τον ίδιο αντίκτυπο και ένιωθες ότι είχε άλλη δυναμική και άλλη αξία. Για τους παλιότερους αναγνώστες, «ΤΟ ΒΗΜΑ» ήταν η πρωινή εκδοχή και «ΤΑ ΝΕΑ» η αντίστοιχη απογευματινή. Αλλά υπήρχαν διαφορές. «ΤΟ ΒΗΜΑ» ήταν πιο μετριοπαθές και λιγότερο παρορμητικό όσον αφορά την πολιτική του εικόνα. «ΤΑ ΝΕΑ» είχαν πιο λαϊκή έκφραση – πάντα συγκρίνοντας τις δύο εφημερίδες – και ήταν πιο ανοιχτά στην πολιτική ιδεολογία του ευρέος χώρου του Κέντρου. Άλλωστε οι δύο χρονογράφοι τους – δύο εμβληματικές πένες – ο Π. Παλαιολόγος για «ΤΟ ΒΗΜΑ» και ο Δ. Ψαθάς για «ΤΑ ΝΕΑ» απηχούσαν ακριβώς τον πιο εκλεκτικό ή τον πιο λαϊκό χαρακτήρα των δύο εφημερίδων του «Συγκροτήματος».
Σήμερα η παρουσία των δύο έγκυρων εφημερίδων είναι ακόμα πιο αναγκαία, παρά το φοβερό πληθωρισμό της πληροφόρησης και της ενημέρωσης στην εποχή του διαδικτύου, ακριβώς γιατί υπάρχει άφθονη σκουπιδοπληροφορία και λείπουν η έγκυρη ενημέρωση και η υπεύθυνη ανάλυση. Προφανώς η επιχείρηση που εκδίδει τις δύο εφημερίδες οφείλει να κινείται με βάση τους νόμους της αγοράς. Αλλά ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι «ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ» είναι εφημερίδες με τη στενή έννοια ή πολύ περισσότερο ότι ταυτίζονται με ένα υλικό – εμπορικό αγαθό;
Η έλλειψή τους είναι έλλειμμα για τη δημοκρατία και για το πολιτικό μας σύστημα, για τον πολιτισμό και για την κοινωνία. Μπορούμε να φανταστούμε την Ισπανία χωρίς την «Ελ Παϊς», τη Γαλλία χωρίς τη «Μοντ», τη Μ. Βρετανία χωρίς τους «Τάιμς» ή τις Η.Π.Α. χωρίς τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης»; Είναι ακριβώς το ίδιο ερώτημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα για την Ελλάδα!
Είναι κρίμα που κυβέρνηση και αντιπολίτευση δεν μπορούν να συνεννοηθούν σε ένα τόσο κρίσιμο πεδίο, της βιωσιμότητας δύο σημαντικών και έγκυρων μέσων ενημέρωσης, που υπερβαίνει την κομματική τους διαπάλη και αναδεικνύει μια άλλη, πιο περιεκτική και πιο δημιουργική αισθητική αντίληψη για την ίδια την έννοια της πολιτικής. Οι αναγνώστες όμως θα είναι πάντα σταθεροί στις διαχρονικές αξίες, που καλλιέργησαν και (θα) καλλιεργούν (εσαεί) αυτές οι ιστορικές εφημερίδες και θα περιμένουν τη λύση του προβλήματος, γιατί είναι «θεσμοί» αναγκαίοι και χρήσιμοι για το μέλλον και για την προοπτική της χώρας μας!