Ο Ευριπίδης, όπως και η τραγωδία γενικότερα, αρέσκεται στη δομική συμμετρία· κτίζει δηλαδή τα έργα του με σκηνές, οι οποίες διακρίνονται από σημαίνουσες ομοιότητες και ακόμη πιο σημαίνουσες διαφορές. Οι σκηνές αυτές, ιδιαίτερα στην αντίστιξή τους, είναι κατά κανόνα πολύ κρίσιμες (α) για την εξέλιξη του μύθου, (β) για τη διαγραφή του ἤθους των προσώπων και (γ) για τη θεατρική άρθρωση των μεγάλων θεμάτων, καθώς και των συμβολισμών του έργου.
Η συμμετρική, αντιστικτική δόμηση ενός θεατρικού έργου στη βάση σκηνών που παρουσιάζουν έμμεσους παραλληλισμούς και αντιθέσεις, που αντικαθρεφτίζονται παντοιοτρόπως μεταξύ τους, μπορεί να μην συνάδει με την αριστοτελική επιταγή να οργανώνεται η πλοκή κατὰ τὸ εἰκὸς καὶ τὸ ἀναγκαῖον. Στις περιπτώσεις όμως όπου ακολουθείται τέτοια δομική λογική, σκηνές μπορούν να αντιπαρατίθενται ακριβώς επειδή ο θεατρικός συγγραφέας επιθυμεί να δημιουργήσει συγκεκριμένα θεατρικά εφέ, αλλά και να εμπλέξει τους θεατές σε δυναμικό παιγνίδι ερμηνειών.
Η είσοδος δηλαδή ενός χαρακτήρα, όπως π.χ. ο Αιγέας στη Μήδεια, στη σκηνή μπορεί να μην δείχνει επαρκώς «δικαιολογημένη» λογικά ή ψυχολογικά, μπορεί όμως η δραματουργική σκοπιμότητα τέτοιας εισόδου να είναι μεγάλη. Η «σκανδαλολογία» γύρω από τη σκηνή του Αιγέα ξεκίνησε από τον ίδιο τον Αριστοτέλη (ο οποίος γενικώς δεν συμπαθούσε το έργο αυτό: σε άλλο χωρίο της Ποιητικής, 1454a33-b2, παρουσιάζει τη Μήδεια ως παράδειγμα προς αποφυγήν, για τον λόγο ότι εκεί η λύσις δεν εκπορεύεται από τα ίδια τα πράγματα, αλλά περαίνεται τεχνητά διά του ἀπὸ μηχανῆς θεοῦ). Σχετικά με τη σκηνή του Αιγέα ο Αριστοτέλης σημειώνει (Ποιητ. 1461b19-21):
Διαβάστε τη συνέχεια στη σελίδα antonispetrides.wordpress.com