Του Νίκου Τσούλια

      Σε εποχές έντονης διεθνοποίησης όχι μόνο της οικονομίας αλλά και της πολιτικής και του πολιτισμού δεν θα μπορούσαμε να έχουμε μια παιδεία με τα χαρακτηριστικά των παλιότερων δεκαετιών. Ιδιαίτερα δε σήμερα που η χώρα μας έχει ως εθνική στρατηγική την ευρωπαϊκή πορεία και μάλιστα με συμμετοχή στην ευρωζώνη, δεν θα μπορούσε το εκπαιδευτικό μας σύστημα να μη λαμβάνει υπόψη του αυτή τη στρατηγική της χώρας και τις βαθιές διεργασίες που γίνονται στην Ευρώπη.

      Είναι ιστορικά αναγκαίο λοιπόν να έχουμε μια «ανοιχτή παιδεία», ένα εξωστρεφές εκπαιδευτικό σύστημα με δυνατότητες ώσμωσης και δημιουργικής ανταλλαγής στοιχείων με βάση τη διεθνή πραγματικότητα, γιατί αυτό αποτελεί μια αναγκαιότητα για να μπορεί η Ελλάδα να συμμετέχει όσο πιο ενεργά μπορεί στις διεθνείς εξελίξεις αλλά και για να βελτιώνει τη θέση της στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, ο οποίος μάλιστα γίνεται όλο και πιο δύσκολος και περισσότερο παγκοσμιοποιημένος.

      Αυτή η πορεία της διεθνούς προσέγγισης των εκπαιδευτικών πραγμάτων όμως όχι μόνο δεν είναι ανέφελη και εξ ορισμού επωφελής – όπως θα θεωρούσε μια αφελής προσέγγιση – αλλά έχει φοβερές διακινδυνεύσεις και αρκετές υποχωρήσεις όσον αφορά τα χαρακτηριστικά μιας απόλυτα εθνικής παιδείας, όπως τουλάχιστον τη γνωρίζαμε μέχρι τα τελευταία χρόνια. Η βασική τροχιά των εξελίξεων σ’ όλα τα πεδία της πολιτικής διαμορφώνεται από τους κύριους παράγοντες της παγκοσμιοποίησης και από τους συντελεστές ενός ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Και αυτή η εξέλιξη είναι από μόνη της μια πορεία αντιδημοκρατικής και αντικοινωνικής πολιτικής.

      Προφανώς υπάρχουν πεδία δημιουργικής συνάντησης του εθνικού περιβάλλοντος με το αντίστοιχο διεθνές είτε θεσμικού χαρακτήρα είτε άτυπου αλλά ισχυρού περιεχομένου. Έτσι, στο θεσμικό και δημιουργικό πεδίο μπορούμε να κατατάξουμε είτε τις γενικές δεσμεύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης – στις οποίες όμως υπάρχει ένα σημαντικό τμήμα με συντηρητικό περιεχόμενο – με σημαντικό περιθώριο μιας εθνικής θεώρησης των εκπαιδευτικών πραγμάτων.

     Στο ίδιο πεδίο μπορούμε να αναφέρουμε και τις γενικές μορφωτικές και εκπαιδευτικές πολιτικές που αναδεικνύει η UNESCO μέσα από τα Διεθνή Συνέδριά της. Εδώ υπάρχει το πιο ευνοϊκό έδαφος για την προαγωγή της καλύτερης – συγκριτικά με άλλα πεδία – προοδευτικής εκπαιδευτικής πολιτικής, γιατί συμμετέχουν όλες οι χώρες, και οι συσχετισμοί δεν είναι της ίδιας ποιότητας με εκείνους που διαμορφώνονται είτε στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον είτε στο αντίστοιχο Ευρωπαϊκό.

     Επίσης στο ίδιο πεδίο μπορούν να αναφερθούν τα προγράμματα κινητικότητας μεταξύ των μαθητών, των φοιτητών και των σπουδαστών των χωρών μελών της Ε.Ε., τα οποία είναι μάλλον ισότιμα στη διαμόρφωσή τους και τα οποία ανοίγουν νέους ορίζοντες στη νέα γενιά. Στις νέες διεργασίες του άτυπου και δημιουργικού διεθνούς περιβάλλοντος μπορούμε να κατατάξουμε την μεγαλύτερη συμμετοχή της διδασκαλίας της Αγγλικής γλώσσας στα εκπαιδευτικά συστήματα, που είναι απόρροια της επικράτησής της ως lingua franca στο σύγχρονο κόσμο.

      Πάνω απ’ όλα αυτά τα πεδία όμως επικυριαρχούν οι επιταγές της παγκοσμιοποιμένης καπιταλιστικής οικονομίας, οι οποίες έχουν αρχίσει να γίνονται πλέον και θεσμικά δεσμευτικές και όχι όψεις συμβουλευτικής και επικουρικής εκπαιδευτικής πολιτικής με γενικές θεωρήσεις. Βασικό ρόλο σ’ αυτή τη νέα εξέλιξη παίζει ο Ο.Ο.Σ.Α. και η περίφημη πλέον εργαλειοθήκη του. Τώρα ο επηρεασμός του διεθνούς κεφαλαίου επί των εθνικών εκπαιδευτικών πολιτικών δεν είναι μόνο επί των «σημείων εξόδου», των απορροών των εκπαιδευτικών συστημάτων – στις σχέσεις εκπαίδευσης και οικονομίας και με βάση τα προτάγματα της αγοράς εργασίας – αλλά αφορά και το περιεχόμενο της ίδιας της θεσμικής εκπαίδευσης!

      Και ενώ στον καταστατικό χάρτη της εκπαίδευσης στην Ε.Ε. το περιεχόμενο της εκπαίδευσης ήταν αποκλειστικά εθνική υπόθεση και οι αλληλεπιδράσεις των εθνικών εκπαιδευτικών συστημάτων ήταν σε εξωτερικά στοιχεία, στους περίφημους 16 δείκτες αξιολόγησης, τώρα ανατρέπεται αυτή η συνθήκη δια μέσου άλλου και πιο ισχυρού πόλου εξουσίας, εκείνου του διεθνοποιημένου κεφαλαίου. Το ερώτημα δεν είναι απλά και μόνο εκπαιδευτικό αλλά βαθιά πολιτικό και κοινωνικό, απόλυτα εθνικό και ιδιαίτερης ιστορικής σημασίας. Ποιος διαμορφώνει τις βασικές πολιτικές της θεσμικής εκπαίδευσής μας, το Υπουργείο Παιδείας ή η εργαλειοθήκη του Ο.Ο.Σ.Α.; Δυστυχώς αγνοεί ο ελληνικός λαός ότι τα Μνημόνια δεν αφορούν μόνο την οικονομία μας αλλά και ότι εμπεριέχουν δεσμεύσεις για την πορεία του εκπαιδευτικού μας συστήματος.

      Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, έχουμε την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας να επαίρεται και να καμαρώνει για ό,τι επιβάλλεται ως εξωτερική επιταγή από την ήδη υπογραφείσα μνημονιακή πολιτική της συγκυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ. Αντί δηλαδή να επιχειρεί να αμβλύνει τις επιπτώσεις μιας πολιτικής – που σαφώς δεν είναι δική της -, εμφανίζεται μες στην τρελή χαρά και την παρουσιάζει ότι είναι δικό της δημιούργημα! Εδώ η κυβερνώσα αριστερά ξεπέρασε τις προηγούμενες κυβερνήσεις, οι οποίες ή είχαν ανάλογες δικές τους σχετικά αυτόνομες επιλογές από παλιότερα χρόνια – για παράδειγμα το Εθνικό Απολυτήριο ή η αξιολόγηση – ή παρουσίαζαν τις εκπαιδευτικές επιταγές των Μνημονίων ως εξωτερικές δεσμεύσεις, όπως πραγματικά ήσαν, και εμφανίζει την πολιτική του Ο.Ο.Σ.Α. και των μνημονίων ως δική της εκπαιδευτική πολιτική! Και το πιο φοβερό με την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας είναι ότι όλα αυτά τα μέτρα τα εμφανίζει ως Μεταρρύθμιση!!! Πρόκειται δε για μέτρα που αντιμάχονταν λυσσαλέα ο «Συνασπισμός» και ο προκυβερνητικός ΣΥ.ΡΙΖ.Α για δεκαετίες ακόμα και μόλις μέχρι μια ημέρα πριν να ανέλθει στην εξουσία!

      Είναι άραγε τόσο μεγάλη η χαρά του κομματικού μικρόκοσμου του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. που έγινε κυβέρνηση και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η αγκίστρωσή του στην εξουσία και οι απολαβές που αυτή προσφέρει και δεν έχει καμιά θέση σ’ αυτή τη χαρά η οποιαδήποτε έστω επιμέρους αμφισβήτηση της έξωθεν επιβαλλόμενης εκπαιδευτικής πολιτικής; Άλλοις λόγοις, το πιο κρίσιμο ζήτημα της θεσμικής εκπαίδευσής μας σ’ αυτή την ιστορική περίοδο είναι το εξής: Έχουμε Υπουργείο Παιδείας αλλά ποιας παιδείας;

Γραμματέας της Προοδευτικής Ενότητας Καθηγητών (ΠΕΚ)

anthologio.wordpress.com

Προηγούμενο άρθροΓραμματική: Επίθετα, παραθετικά, αντωνυμίες (Ασκήσεις)
Επόμενο άρθρο«Ποιοι, επιτέλους, πετυχαίνουν»;
Νίκος Τσούλιας
Κατάγεται από την Αυγή Αμαλιάδας και είναι εκπαιδευτικός. Έχει εκλεγεί πρόεδρος της ΟΛΜΕ τέσσερις φορές (1996 – 2003) και έχει εκπονήσει διδακτορική διατριβή στην Ειδική Αγωγή. Έχει εκδώσει δύο βιβλία εκπαιδευτικού περιεχομένου τα: “Σε πρώτο πρόσωπο” και «Παιδείας εγκώμιον». Έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα σε επιστημονικά και εκπαιδευτικά περιοδικά. Έχει συνεργαστεί επαγγελματικά με τις εφημερίδες «ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ» (1980 – 1986) και «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» (1988 – 1996). Τα τελευταία χρόνια αρθρογραφεί στην εφημερίδα “ΤΟ ΑΡΘΡΟ” και στις εφημερίδες της ΗΛΕΙΑΣ: «ΠΡΩΙΝΗ», “ΑΥΓΗ” και “ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ”.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.