Του Νίκου Τσούλια
Η ακτινοβολία του και η καθολική του ισχύς είχαν το ξεκίνημά τους από τα πιο σπουδαία πνευματικά έργα του ανθρώπου, την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια». Η ελκυστικότητά του πηγάζει από την ανθρώπινη ζεστασιά που αποπνέει, από τη γλυκύτητα της ανθρώπινης άμεσης σχέσης. Η δημοκρατικότητά του εδράζεται στη δυνατότητά του να είναι κτήμα κάθε ανθρώπου, όπου γης και όπου χρόνου. Είναι ο αφηγηματικός λόγος. Είναι ο λόγος της εξιστόρησης της ζωής μας, είναι ο βαθύτερος διεπικοινωνιακός λόγος σε κάθε πολιτισμό.
Από την πρώτη του πνευματική λειτουργία το μικρό παιδί προσπαθεί να επικοινωνήσει με κάθε του κίνηση με το περιβάλλον του, χρησιμοποιεί κάθε πρόσφορο τρόπο. Ωστόσο, εκείνο που ενθουσιάζει και συνεπαίρνει τους γύρω του είναι η δυνατότητά του να πει κάτι αυτόνομα δικό του, να πει μια ολοκληρωμένη έκφραση της επιθυμίας του για να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους και να εισαχθεί στο λόγο του ανθρώπου και ευρύτερα στον πνευματικό κόσμο και όταν κάνει την πρώτη του αφήγηση, το καλωσορίζουμε με την πιο μεγάλη χαρά και ικανοποίηση. Η φιλία του ανθρώπου – που τόσο σημαντικό ρόλο έχει στην ψυχική καλλιέργειά του – έχει ως υφάδι την αφήγηση από τον έναν άνθρωπο στον άλλο. Η διαρκής και ουσιαστικά ατέλειωτη κοινωνικοποίηση των νέων θα θεμελιωθεί σε μεγάλο βαθμό πάνω στις αποχρώσεις των διάφορων αφηγήσεων που θα δεχτούν σε όλη τη ζωή τους.
Στην τελευταία φάση της ζωής μας πλημμυρίζει η εξιστόρηση, η σπουδή να πούμε τι κάναμε στη ζωή μας, να μείνουν τα ίχνη μας στη σκέψη των άλλων, να αφήσουμε σημάδια αφήγησης γνωρίζοντας ότι αυτά μπορούν να μεταφέρονται εύκολα από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά και να κλώθουν το νήμα της μνήμης μας. Ο Ισμαήλ Κανταρέ θα εκφράσει αυτή την πρωτόλεια ανάγκη του ανθρώπου βάζοντας τον ήρωά του – που βλέπει να φτάνει το τέλος του – στο μυθιστόρημα «Τα ταμπούρλα της βροχής» να θέλει να αφηγηθεί και να αφηγηθεί τα πάντα στο δίπλανό του όταν νιώθει ότι φτάνει το τέλος της ζωής του, αν και ξέρει ότι και ο διπλανός τους θα πεθάνει μαζί με αυτόν!
Ο αφηγηματικός λόγος είναι πολύ-επίπεδος και έχει δυναμική επίδραση στην πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου. Η εκπαιδευτικός Ε. Μπούσια, στη μεταπτυχιακή της εργασία, συμπυκνώνει με συστηματικό τρόπο τη σχετική βιβλιογραφία. «Οι ψυχολόγοι μιλούν για τον αφηγηματικό λόγο ως χαρακτηριστικό του ανθρώπου, τον οποίο διακρίνει η ικανότητα να εκφράζεται με τη μορφή του μύθου (Campbell, 1988). O Bruner (1991) μιλά για τον αφηγηματικό τρόπο σκέψης (narrative of thinking), τον οποίο ορίζει ως το είδος της σκέψης που προσδίδει οργάνωση στις εμπειρίες μας, δηλαδή στα γεγονότα και στη σχέση μας με αυτά, και νόημα στην κοινωνική πραγματικότητα αφηγηματοποιώντας την ανθρώπινη δράση. Κατά τον Fischer (1987) η αφηγηματικοποίηση (narrativization) αποτελεί φυσική ανάγκη του ανθρώπου που συμβάλλει στην ταξινόμηση των εμπειριών και στη μετάβαση από την ατομική στην κοινή εμπειρία. Έτσι, η αφήγηση γίνεται βασικός τρόπος οργάνωσης, ένα όργανο οικοδόμησης, της υποκειμενικής μας πραγματικότητας, της κατανόησης του εαυτού μας, της προσωπικής μας ταυτότητας, και του κοινωνικού κόσμου που μας περιβάλλει. Αντίθετα, ο μη-αφηγηματικός λόγος επικεντρώνεται, όχι στο τι έγινε, αλλά στο πώς είναι ή πρέπει να είναι κάτι. Χρησιμοποιείται για τη διατύπωση γενικεύσεων και αξιολογήσεων, για την περιγραφή απόψεων, ιδεών και επιχειρημάτων με σαφή αξιολόγηση, που δε βασίζεται στη χρονική περιγραφή των γεγονότων αλλά στην παρατήρηση, την ορθολογική ανάλυση και απόδειξη»[i].
Αλλά ο αφηγηματικός λόγος είναι ο πιο δημοκρατικός λόγος, ανήκει εξίσου σε όλους τους ανθρώπους χωρίς διακρίσεις χρήματος και εξουσίας, ακόμα και μόρφωσης. Όλοι έχουν το ίδιο δικαίωμα στη αφήγηση. Οι άλλες μορφές λόγου είναι σχετικές, είναι επαγγελματοποιημένες, είναι επιμέρους και λειψές. Η εξειδίκευσή τους έχει τεμαχίσει την ακεραιότητα του πνεύματος και της σκέψης, η εξειδίκευσή τους αποσκοπεί ακόμα και στην καθήλωση των απλών ανθρώπων και ως εκ τούτου δεν χειραφετούν, αντίθετα χειραγωγούν. Ακόμα και ο φιλοσοφικός λόγος, ως λόγος στοχασμού όλων των ανθρώπων, για να είναι ουσιαστικός οφείλει να έχει την παγκοσμιότητα του αφηγηματικού λόγου. Αλλά η πράξη του αφηγείσθαι δεν είναι μια από τις προκλήσεις του εκπαιδευτικού και παιδαγωγικού λόγου; Δεν είναι μια ουσιαστική πρόκληση του εξειδικευμένου λόγου να μετασχηματίσει μια «κλειστή» θεωρία και άποψη με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε να πάρει τη μορφή αφήγησης και να πέσει σα βροχή φθινοπωρινή σε ξερότοπο ερημικό για κάθε άνθρωπο που ενδιαφέρεται;
Η ίδια πρόκληση δεν απασχολεί και τον επιστημονικό λόγο καθεαυτό – αν και «εξ υπαρχής η επιστήμη βρίσκεται σε σύγκρουση με τις αφηγήσεις»[ii] – να γίνει αφηγηματικός λόγος, ώστε να είναι κατανοητός από τον απλό άνθρωπο; Μπορεί ο επιστημονικός λόγος και ο αφηγηματικός λόγος να βρίσκονται σε απόσταση, αλλά ο Ζαν – Φρανσουά Λυοτάρ στο κλασικό του δοκίμιο Η μεταμοντέρνα κατάσταση καταθέτει μια ικανοποιητική εξήγηση. «Δε θα μπορούσαμε να κρίνουμε ούτε την ύπαρξη ούτε την αξία του αφηγηματικού με βάση το επιστημονικό, ούτε το αντίστροφο: τα κατάλληλα κριτήρια δεν είναι τα ίδια και στις δύο περιπτώσεις. Στο κάτω – κάτω θα αρκούσε να εκπλαγούμε με αυτή την ποικιλία των ειδών του λόγου, όπως κάνουμε με την ποικιλία των φυτικών ή των ζωικών ειδών. Το να θρηνούμε για την ‘απώλεια του νοήματος’ στη μεταμοντέρνα κατάσταση σημαίνει να λυπούμαστε που η γνώση δεν είναι πλέον κατά κύριο λόγο αφηγηματική. Πρόκειται για ασυνέπεια. Αλλά υπάρχει και μια άλλη ασυνέπεια, το να θέλουμε να αντλήσουμε ή να παράγουμε (μέσω παραγόντων όπως η εξέλιξη κλπ) την επιστημονική γνώση από την αφηγηματική γνώση, λες και η τελευταία ενείχε την πρώτη σε εμβρυακή μορφή»[iii]. Αλλά ο ίδιος θα επιμείνει στα σχετικά συμπεράσματά του ότι «η ‘μικρή αφήγηση’ παραμένει η κατεξοχήν μορφή της φανταστικής επινόησης, και πριν από όλα στην επιστήμη»[iv].
Ο αντίποδας του αφηγηματικού λόγου δεν είναι ο λόγος της εξουσίας και κατ’ επέκταση ο κομματικός λόγος που γίνεται ξύλινος και τυποποιημένος αφενός για να περνάει με απολυτότητα τη «γραμμή» και την πολιτική ορθοδοξία και αφετέρου για να μη γίνεται κατανοητός από τους πολλούς, έτσι ώστε να ξεχωρίζουν οι κομματικοί ινστρούχτορες από τους υπηκόους και τους υποτελείς; Και απ’ εκεί δεν τροφοδοτείται και η μονομέρεια του συνδικαλιστικού λόγου όταν επιχειρεί να μοιάζει με τον αντίστοιχο κομματικό λόγο και όχι με τα απλά ζητήματα της ζωής των εργαζομένων;
Σε κάθε περίπτωση, η οποιαδήποτε μορφή λόγου μόνο μετασχηματιζόμενη στα σχήματα του αφηγηματικού λόγου μπορεί να κατακτήσει την καθολικότητά του. Άλλωστε, η αφήγηση δεν είναι η κυρίαρχη μορφή λόγου σε όλους τους πολιτισμούς και δεν εμπνέει τη βασική λειτουργία της διδασκαλίας; Οι «μεγάλες αφηγήσεις» με τα προοδευτικά ιδεολογικά κοιτάσματά τους, με τα πολλαπλά σημασιολογικά υποστρώματά τους και με τους έντονους συμβολισμούς τους δεν αποτέλεσαν και δεν αποτελούν τη μεγάλη κινητήρια δύναμη της ιστορίας; Τα μεγάλα έπη του ανθρώπου δεν είναι η αποθέωση της αφηγηματικής τέχνης; Η όλη ομορφιά της λογοτεχνίας του μυθιστορήματος, του διηγήματος και του ποιήματος – που διεγείρουν την ψυχική ευφορία, την πνευματική καλλιέργεια και το συναισθηματικό μας κόσμο – δεν έχει ως πνοή το υφάδι της αφήγησης; Το παιδικό βιβλίο δεν είναι συνολικά διαρθρωμένο με τον ιστό της αφήγησης, γιατί μόνο έτσι μπορεί να κοινωνήσει η πρωτόλεια σκέψη του ανθρώπου με τα νοήματα της ζωής;
Αφηγηματικός είναι ο αυθεντικός λόγος της ζωής μας, αφηγηματικός είναι των ονείρων ο ιστός που τόσο πολύ θρέφει των νέων τις φιλοδοξίες, τις φιλοδοξίες που επιχειρούν να κλέψουν το μέλλον, αφηγηματική είναι η υφή των αναμνήσεων που ξεχειλίζουν το παρελθόν των ηλικιωμένων προσπαθώντας να αποικίσουν το παρόν, αφηγηματικό είναι το μίγμα των σχεδίων και της εμπειρίας των ενήλικων. Η ίδια η ζωή πάντα είχε και πάντα θα έχει νόημα αν έχεις κάτι σημαντικό να αφηγηθείς, κάτι βαθύ προσωπικό και ανθρώπινο και ως εκ τούτου πανανθρώπινο και ιερό.
[i] Ε. Μπούσια, Τα αφηγηματικά κείμενα: Δομή και Τεχνικές της Ανεπτυγμένης Αφήγησης, διατριβή μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης
[ii] Ζαν – Φρανσουά Λυοτάρ (1988) Η μεταμοντέρνα κατάσταση, Αθήνα: Γνώση, σ. 25
[iii] Ζαν – Φρανσουά Λυοτάρ (1988) Η μεταμοντέρνα κατάσταση, Αθήνα: Γνώση, σ. 77
[iv] Ζαν – Φρανσουά Λυοτάρ (1988) Η μεταμοντέρνα κατάσταση, Αθήνα: Γνώση, σ. 143