Του Νίκου Τσούλια
Σχεδόν σε κάθε έκφραση της ζωής μας ελλοχεύει παντού η αλλοτρίωση. Η αποξένωσή μας από τη ζωή και από τον ίδιο τον εαυτό μας είναι διάχυτη και κρατούσα κατάσταση. Παντού είναι στημένο σκηνικό που υπονομεύει την αυθεντικότητα του εαυτού μας. Η κοινωνική μας λειτουργία μάς υποτάσσει σε ρόλους και λειτουργίες, όπου δεν γευόμαστε την αυτοπραγμάτωσή μας και τις βαθύτερες φαντασιώσεις μας. Η απόστασή μας από τα μεγάλα, από τα πιο όμορφα όνειρά μας παραμένει πάντα μεγάλη.
Η ψυχική μας απογύμνωση συμπλέει με τη διαρκή ενίσχυση της τεχνολογικής μας πανοπλίας. Ζούμε τη ζωή μας και δεν μπορούμε να τη γευθούμε. Χάνεται ο χρόνος και η εμπειρία είναι μια στυφή γεύση του εαυτού μας. Αυξάνουν διαρκώς οι γνώσεις μας, κατακλυζόμαστε από ροή συνεχών πληροφοριών, αλλά νιώθουμε την άγνοια στα βασικά ζητήματα της ζωής μας να γίνεται όλο και πιο γκρίζα. Πιάνουμε τον εαυτό μας να αναλογίζεται για τα χαμένα σχέδιά μας και δεν ξέρουμε πού και πώς να κάνουμε αυτοκριτική. «Άμα δεν ξέρεις που πηγαίνεις, όλοι οι δρόμοι είναι οι ίδιοι», λέει μια αραβική παροιμία. Και φτιάχνεις διαρκώς όλο και πιο νέους δρόμους, μήπως γνωρίσεις τα βήματά σου, μήπως ψυχανεμιστείς με τον βηματισμό σου, μήπως συνειδητοποιήσεις ότι έχεις κάποιο ουσιώδη στόχο στη ζωή σου, μήπως καταλάβεις καταπού πας.
Είναι η πιο βαθιά επιθυμία, να νιώθεις τον εαυτό σου αρτιωμένο, να κατακτάς την αυτοπραγμάτωσή σου στην καθημερινή σου λειτουργία, να μην είναι διαρκώς μακρινά όνειρα τα όμορφα όνειρά σου, να νιώθεις την έκσταση της ζωής όχι σαν κάποιο παροδικό και σπάνιο φαινόμενο αλλά σαν ένα συνεχές βίωμα. Έχουμε πέσει με τα μούτρα στον άβυσσο του καταναλωτισμού, τα υλικά αγαθά αντί να μάς υπηρετούν, μάς έχουν υποδουλώσει. Κάθε ημέρα είναι σαν την προηγούμενη και όλες μαζί αλυσίδα ανούσιων πραγμάτων, μια φλυαρία χωρίς νόημα λόγου. Και όσο η ρητή ομιλία μας απομακρύνεται από την ομορφιά της ζωής και του εαυτού μας, τόσο περισσότερο βυθιζόμαστε στο στομωμένο στοχασμό, στις άρρητες σκέψεις και προσπαθούμε κατά μόνας να βρούμε κάποιο νόημα – ποτέ «το νόημα», γιατί αυτό είναι πάντα ζητούμενο της ιστορίας -, κάποιο προσωπικό νόημα, που όμως ποτέ δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς τον άλλον, χωρίς τις σχέσεις, χωρίς την αγάπη, χωρίς τον έρωτα, χωρίς τη συμπόνοια. Και περπατάμε και ανοίγουμε διαρκώς καινούργιους δρόμους και όλο μάς θυμίζουν τους δρόμους από τους οποίους έχουμε περάσει ξανά και ξανά. Τα ξέφωτα είναι τα ίδια, μικρά και απομονωμένα. Οι φόβοι πάντα μπροστά μας, ξεφτίζουν το μεγαλείο της ψυχής μας, σκιάζουν την ελευθερία του πνεύματός μας.
Τι είναι αλλοτρίωση; Καθετί που δίνει εύκολες απαντήσεις, καθετί που προσφέρει έτοιμες σκέψεις, καθετί που κάνει τη χαρά συνταγή, καθετί που οδηγεί σε προγραμματισμό και σε κανονικότητες. Η αλλοτρίωση δεν είναι μόνο γύρω μας και παντού. Είναι και μέσα μας. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε, και πριν ακόμα συνειδητοποιήσουμε την ύπαρξή μας, πριν ακόμα κατανοήσουμε στοιχειωδώς τον εαυτό μας, είναι στημένες οι μηχανές της αποξένωσης. Ενσωματώνουμε τους πυρήνες της αλλοτρίωσης από την πρώτη μας επαφή με τον κόσμο μέσα από τους γλωσσικούς κώδικες, μέσα από την ίδια τη γλώσσα. Οι λέξεις δεν κουβαλούν τα ίδια νοήματα για όλους τους ανθρώπους. Η γλώσσα μάς απελευθερώνει από τα ζωικά σκοτάδια, αλλά ταυτόχρονα μάς υποτάσσει στα κελεύσματα της κρατούσας τάξης πραγμάτων. Οι άνθρωποι από την μικρή ηλικία τους χειραγωγούνται, χωρίς να το αντιληφθούν, χωρίς να έχουν άλλους δρόμους επιλογής. Γνωρίζουν μια και μόνο πραγματικότητα, ότι υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και ότι αυτός είναι ο κόσμος που θα ζήσουν. Υπάρχουν εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι. Και η εξουσία έχει πολλές όψεις. Όσο υπάρχει αυτή η διάκριση στην κοινωνία των ανθρώπων, τίποτα δεν μπορεί να είναι αθώο, καμιά δυνατότητα χειραφέτησης δεν μπορεί να υπάρξει.
Η νεωτερικότητα άνοιξε πολλά ζητήματα. Επιχείρησε να ορθολογικοποιήσει την κοινωνία μέσα από το διαφωτισμό, αλλά ταυτόχρονα άνοιξε τις πόρτες του Άουσβιτς και του Νταχάου. Προσπάθησε να δώσει δημιουργικότητα στην εργασία μας, αλλά ταυτόχρονα μάς έκανε εξαρτήματα της μηχανής. Αποπειράθηκε να μάς αποδεσμεύσει από τη διαρκή έγνοια της δουλειάς βρίσκοντας τα πεδία του ελεύθερου χρόνου, αλλά μάς τον γέμισε με περισσότερες δεσμεύσεις και υποχρεώσεις. Εξήγγειλε την ιδέα της καλλιέργειας των ανθρώπινων και των κοινωνικών σχέσεων, αλλά ταυτόχρονα μάς έκανε πιο εγωιστικούς και πιο αλαζονικούς. Έστησε παντού σημαίες απομάγευσης του κόσμου ανάγοντας την επιστήμη ως εργαλείο μετασχηματισμού των πάντων, ως πεδίο μιας άλλης, μιας νέας ανάγνωσης του χώρου και του χρόνου, αλλά εγκατέλειψε πλήρως το συναίσθημά μας, αποξήρανε τον ψυχισμό μας.
Τελικά τι είναι αυτό που μάς δίνει η εποχή μας; Ποια είναι η βασική ιδέα του σύγχρονου πολιτισμού; Για ποια ιερά και όσια προσανατολίζουμε τη ζωή μας; Γιατί κάνουμε όνειρα και όνειρα και ξανά όνειρα; Ποιος είναι ο πυρήνας της αφήγησής μας; Ποια είναι η εστία της νοσταλγίας μας; Τι θα πούμε στον εαυτό μας εκείνη τη στιγμή, όπου όλα συμπυκνώνονται σαν μια λάμψη φωτός;
Αλλά η ζωή μας δεν είναι μόνο η αντικειμενική πραγματικότητά της. Είναι και δική μας, του καθενός, η επινόησή της και η αναδημιουργία της. Εδώ σ’ αυτό το παιχνίδι της προσωπικής τέχνης και της αυθεντικής δημιουργίας της υπάρχει η ελπίδα. Ο Αλμπέρ Καμύ θέτει έναν προβληματισμό. «Και όμως, στην άκρη του σκότους, υπάρχει οπωσδήποτε ένα φως που το μαντεύουμε κιόλας και για το οποίο πρέπει να αγωνιστούμε μόνο και μόνο για να υπάρχει»[i].
[i] Καμύ Α. (2013), Ο επαναστατημένος άνθρωπος, Αθήνα: Πατάκης, σ. 489