Του Νίκου Τσούλια
Τα λάθη είναι τόσο δεδομένα όσο και η ίδια η ζωή μας. Μπορεί να επηρεάζουν την πορεία της ζωής μας όσο και οι σωστές επιλογές μας. Συχνά αποτελούν υπόστρωμα για περαιτέρω λάθη ή και πεδίο δικαιολογίας για περισσότερα λάθη. Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να μάθουμε να διαχειριζόμαστε τα λάθη μας.
Ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο που οφείλουμε να κατακτήσουμε είναι η αυτογνωσία και επειδή αυτό είναι φοβερά δύσκολο οφείλουμε να ψηλαφίσουμε ένα μέρος τουλάχιστον της αυτογνωσίας. Και αυτό γιατί, όταν κάνουμε λάθη, αναζητούμε άλλες αιτίες και αφορμές για να τα δικαιολογήσουμε, αιτίες και αφορμές που είναι εκτός πραγματικότητας και που αρκετές φορές μεταφέρονται στον κόσμο του ανορθολογισμού, στον απέραντο ωκεανό των εύκολων προκαταλήψεων. Πόσοι και πόσοι άνθρωποι δεν μιλούν για «μάτιασμα», για ευχέλαιο για να φύγει το κακό, για κάθε είδους μεσαιωνική επινόηση προκειμένου να νιώσουν ότι η ευθύνη είναι κάπου αλλού και μάλιστα κάπου έξω από τις δυνατότητές τους για να αισθανθούν ήσυχοι και αμέριμνοι…
Η ευκολία να ρίχνουμε τα λάθη σ’ άλλους είναι δείγμα ανωριμότητας της σκέψης μας – στην καλύτερη περίπτωση – και κατά βάση είναι σημείο σοβαρής έλλειψης στο πεδίου της λογικής. Η επικαιρότητα και η δημόσια εικόνα της χώρας μας προσφέρει τέτοιες περιπτώσεις, όπου τα λάθη τα δικά μας αναμιγνύονται με άλλα λάθη με σκοπό όχι να σταθμίσουμε τη δική μας ευθύνη, αλλά να την εκμηδενίσουμε και έτσι να νιώσουμε ήσυχοι.
Η περίπτωση του Χρηματιστηρίου ήταν το πρώτο παράδειγμα στην εποχή μας, όπου τα λάθη της πολιτικής σφαίρας εμπλέκονται με τα λάθη πολλών ανθρώπων, για να προκύψει τελικά το όλο φιάσκο. Αλλά γιατί δεν μπορούσαμε να αναρωτηθούμε το εξής απλό ερώτημα: Πώς γίνεται να κερδίζουμε όλοι χρήματα από το Χρηματιστήριο; Δεν υπάρχει κανένας που χάνει; Και τελικά από πού προέρχονται αυτά τα χρήματα; Η αδυναμία μας να σκεφτούμε συνεχίστηκε και μετά την πανωλεθρία του Χρηματιστηρίου. Οι περισσότεροι «επενδυτές» – εδώ περιλαμβάνεται κάθε καρυδιάς καρύδι που δεν είχε ιδέα τι ακριβώς γίνεται στη «Σοφοκλέους» – δεν παραδέχτηκαν ποτέ ότι έκαναν κάποιο λάθος, πέραν εκείνου της πολιτείας που διαμόρφωσε ένα κλίμα χρηματιστηριακού τζόγου. Σε μια τέτοια περίπτωση, η διάπραξη του λάθους δεν ωφελεί σε τίποτα στο μετέπειτα της ζωής, ακριβώς γιατί δεν έχουμε κάνει μια στοιχειώδη και σοβαρή ανάλυση της όλης πραγματικότητας.
Η εμπειρία που αποκτούμε προέρχεται πρωτίστως από τα λάθη που έχουμε κάνει, αλλά από εκείνα τα λάθη που αναγνωρίστηκαν ως τέτοια και ερμηνεύτηκαν με βάση τις δικές μας σταθμίσεις και επιλογές, με βάση τις δικές μας επιλογές. Η εμπειρία έχει μια ομορφιά, έχει μια γοητεία. Γιατί ακριβώς δίνει τη δυνατότητα ουσιαστικής σύναψης του εαυτού σου με την πραγματικότητα, με την κοινωνική δημιουργία. Σε αυτή την ομορφιά τα αποτελέσματα των πράξεών μας – είτε σωστών είτε λανθασμένων – αν αξιολογηθούν σωστά, γίνονται όχι απλά και μόνο πυλώνες για την κατάκτηση της εμπειρίας αλλά και σημεία πρόσβασης στα δύσκολα κατατόπια της σοφίας.
Επανέρχομαι και πάλι στο γεγονός ότι η UNESCO στη σχετική της πρόταση για το πώς πρέπει να είναι η εκπαίδευση στον 21ο αιώνα, δίνει μεγάλη σημασία στο να μάθουμε μέσω του σχολείου το πώς τα παιδιά και οι νέοι θα μπορούν να παίρνουν σωστές αποφάσεις. Και ο ρόλος των γονέων εδώ είναι κρίσιμος. Οφείλουν να μάθουν τα παιδιά τους στο πώς θα αξιολογούν τα λάθη τους για να συγκροτούν για τη συνέχεια της ζωής τους μια πιο ορθολογική στάση. «Ο παθός μαθός», λέει η παροιμία. Αλλά δεν λέει, δεν μπορεί να πει, δύο πράγματα: αν ο «παθός» μπορεί να αντιληφτεί την ευθύνη των λαθών του και αν έχει τη δυνατότητα αξιοποιώντας ένα λάθος να διαμορφώσει ένα πλαίσιο λογικής που θα του παρέχει μεγαλύτερη δυνατότητα εκτιμήσεων των καταστάσεων και των δυνάμεων του εαυτού του προκειμένου να παίρνει σωστές αποφάσεις.
Υπάρχει και μια άλλη πλευρά. Ίσως, να γνωρίζουμε τα λάθη μας αλλά να μην θέλουμε να τα ομολογήσουμε για διάφορους λόγους. Μια τέτοια στάση δηλώνει υποκρισία και έλλειψη στοιχειώδους γενναιότητας, δηλώνει ανευθυνότητα και μικρότητα. Μια τέτοια στάση είναι το καλύτερο έδαφος για τη διάπραξη και άλλων λαθών.
Υπάρχουν και λάθη που δεν διορθώνονται, λάθη που μπορεί να μάς κυνηγούν ακόμα και σε ολόκληρη τη ζωή μας. Η παραδοχή και η ομολογία – σε μια τέτοια περίπτωση – συνιστά μια πράξη αναγκαιότητας; Βεβαίως, γιατί καταλαγιάζει η συνείδησή μας, γιατί το να αναγνωρίζεις τα λάθη σου και να παίρνεις την ευθύνη και όχι να κρύβεσαι πίσω από φτηνές δικαιολογίες – που δεν είναι ούτε καν υποκειμενικά / προσωπικά πιστευτές – είναι μια θετική στάση ζωής, είναι μια κατάκτηση στο δρόμο της αυτογνωσίας. Και κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου αμελητέο.