Συγκριτική αντιπαράθεση των ποιημάτων «Ο Μιχαλιός» του Κ. Γ. Καρυωτάκη (Ελεγεία και Σάτιρες, 1927, α΄ δημ. 1919) και «Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι» του Άγγελου Σικελιανού και σχολιασμός των ιδεολογικών, ηρωικών και κοσμοθεωρητικών απόψεων που προβάλλουν
Ο αντιπροσωπευτικότερος τύπος της ποιητικής γενιάς ως τα 1930 είναι ο Κώστας Καρυωτάκης( 1896-1928). Στο πάνθεον της νεοελληνικής λογοτεχνίας καταγράφεται ως μοναδική φυσιογνωμία, γιατί με την απαισιόδοξη, σαρκαστική και εγωκεντρική ποίησή του ξέφυγε από τις κοινοτοπίες της μεταρομαντικής εποχής του και δεύτερον, γιατί με την αυτοκτονία του επιβεβαίωσε την αντιηρωική και ειρωνική στάση ζωής απέναντι στα «ηρωικά» και πομπώδη κοινωνικά, πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα, που συνέβαιναν γύρω του[1].
Οι Σάτιρες, θεματοποιώντας υπαρκτές αντιφάσεις της μεσοπολεμικής εποχής καταγγέλλουν με καυστικότητα την κοινωνική υποκρισία, αναλγησία και συμβατικότητα. Με αυτά σημειώθηκε η στροφή του Καρυωτάκη στο ρεαλισμό. Έτσι τα ποιήματα αυτά συγκροτούν το αδιέξοδο κοινωνικό πλαίσιο της πεισιθανάτιας βιοθεωρίας του Καρυωτάκη. Υπάρχει σε αυτά ένας πληθωρικός πόθος ζωής, μια μεστή αίσθηση της πραγματικότητας, αλλά και από την άλλη μεριά, η αίσθηση του μάταιου, του χαμένου, που απογυμνώνεται όλο και περισσότερο, για να φτάσει πια στο τέλος σε ένα τραγικό αδιέξοδο. Το κύριο χαρακτηριστικό της γλώσσας του είναι η ανομοιογένεια του γλωσσικού υλικού με την παράλληλη χρήση ή ανάμιξη τύπων της καθαρεύουσας και της δημοτικής[2].
Η θεματική του ποήματος «Ο Μιχαλιός» του Κ. Γ. Καρυωτάκη (Ελεγεία και Σάτιρες, 1927, α΄ δημ. 1919)[3] σχετίζεται με τη διάσταση ανάμεσα στις επιθυμίες και τις ψυχικές διαθέσεις του ατόμου σε σχέση με την περιβάλλουσα αντικειμενική πραγματικότητα, καθώς και με τη ρηχότητα της σύγχρονης ζωής. Το συγκεκριμένο ποίημα είναι χαρακτηριστικό ως προς τη θεματική του καθώς και την ιδιαίτερη έμφαση στο ηρωικό στοιχείο, και την ιδεολογία-κοσμοθεωρία που προβάλλει.
Ο «Μιχαλιός» του Καρυωτάκη παρουσιάζεται στην αρχή να έχει θετική διάθεση ως προς την εκπλήρωση των καθηκόντων του απέναντι στην πατρίδα: Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη. Kαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία…
Στη συνέχεια όμως η διάθεσή αυτή του Μιχαλιού αποδυναμώνεται, ατονεί και οδηγείται στην επιθυμία να θέλει να επιστρέψει στην ασφάλεια του σπιτιού, της οικογένειάς του, του χωριού του. Γι΄αυτόν τελικά μεγαλύτερη αξία έχει το οικείο περιβάλλον του , στο οποίο νιώθει ηρεμία, από το να αντιπαλεύει άγνωστες προκλήσεις, ακόμα κι αν σχετίζονται με την ίδια του την πατρίδα. Η πρώτη δηλαδή ηρωική και πολλά υποσχόμενη στάση του μετατρέπεται σε δειλία, αδυναμία, έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό του, αδυναμία εκπλήρωσης των καθηκόντων του και φτάνει ως το μαρασμό, που τον οδήγησε στον συναισθηματικό και κυριολεκτικό θάνατο: Δε μπόρεσε να μάθει καν το «επ’ ώμου».
Όλο εμουρμούριζε: «Kυρ Δεκανέα, άσε με να γυρίσω στο χωριό μου».Tον άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο, αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε.
Eκάρφωνε πέρα το βλέμμα του… σα να ‘λεγε, σα να παρακαλούσε:
«Aφήστε με στο σπίτι μου να πάω».
Kι ο Mιχαλιός επέθανε…
Το τέλος του ήταν «αντιηρωικό» και κατά μια έννοια απαξιωτικό και είχε σχέση με την αντιηρωική του στάση, καθώς και με τα πιστεύω και τις αξίες της συγκεκριμένης κοινωνίας σε σχέση με το πρότυπο του ιδανικού πολεμιστή: Tον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι….Aπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,μα του άφησαν απέξω το ποδάρι:Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος…Τέλος, τόσο η θεματολογία, όσο και η ανάπτυξή της στο εν λόγω ποίημα μαρτυρά την γενικότερη κοσμοθεωρία και στάση του ποιητή, τα πιστεύω του, την ιδιοσυγκρασία του και τα βιώματά του, που τον οδηγούν και εκείνον σε μια ισοπεδωτική και μηδενιστική αντιμετώπιση της ίδιας της ζωής και της ύπαρξης.
Από μορφολογική και γλωσσική άποψη υπάρχει ανομοιογένεια γλωσσικού υλικού με παράλληλη χρήση ή ανάμιξη τύπων της καθαρεύουσας και της δημοτικής. Η ποίηση του Καρυωτάκη αποτελεί την έκφραση και την κριτική του κοινωνικού είναι της νεώτερης ελληνικής ποίησης.[4].
Ο Άγγελος Σικελιανός από την άλλη ανήκει αναμφίβολα στον ολιγάριθμο γαλαξία των νεοελλήνων ποιητών που θα μπορούσαν να θεωρηθούν μεγάλοι. Στο ποιητικό σύμπαν του κυριαρχεί απόλυτη αρμονία και πρυτανεύει το στοιχείο της ενότητας. Το κέντρο της ποίησής του θα μπορούσε να συνοψιστεί στις λέξεις φύση και μύθος συνδυάζοντας περίτεχνα γλωσσικά στοιχεία από όλες τις περιόδους της νεοελληνικής γλώσσας. Η ομορφιά και η ουσία του ποιητικού έργου του Άγγελου Σικελιανού βρίσκεται: στην πλούσια αρμονία, στο βάθρο της αιωνιότητος στην αλήθεια της γης[5].
Στο ποίημα του «Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι» (1935), βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία είναι η αφηγηματικότητα και η προοδευτική μετάβαση από το θείο στο ανθρώπινο πάθος. Υπάρχει ένας πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ο οποίος ταυτίζεται με τον ποιητή σε έναν λόγο γεμάτο επιβλητική αυτοπεποίθηση. Αυτό ανήκει στα ωριμότερα και σημαντικότερα ποιήματά του στα οποία ξεκαθαρίζει καλύτερα η πορεία του, η αναζήτηση της πρωταρχικής ουσίας και του ταυτισμού σώματος και ψυχής , που οδηγεί τελικά σε μια λύτρωση και σε μια λευτεριά που νικά το χρόνο και το θάνατο. Καθώς δηλαδή περνάει από την εφηβεία στην αντρική ωριμότητα, αισθάνεται την ανάγκη να «συνειδητοποιήσεις» μερικά βασικά προβλήματα που καθορίζουν τη θέση του στη ζωή[6]. Στο εν λόγω ποίημα, παρουσιάζεται με ρεαλιστικό τρόπο ο παραδοσιακός εορτασμός της Ανάστασης. Η ίδια η περιγραφή ταυτίζει το νεκρό Χριστό με τον Άδωνη. Στο αποκορύφωμα της τελετής, ένας νεαρός άνδρας, που όλοι πίστευαν νεκρό στον πόλεμο, εμφανίζεται στο κατώφλι της εκκλησίας[7].Οι δύο βασικές ενότητες είναι:
α. 1-17: το θείο πάθος και β. στ. 18-58: το ανθρώπινο πάθος. Γίνεται δηλαδή παραλληλισμός των δύο παθών.
Συμβολικό πάθος: στ. 6 «έτσι γλυκά θρηνούσαν», στ. 9-17 «…στα ρόδα … αναπνοές της άνοιξης … αναφτερώνουν το νου τους στης Ανάστασης το θάμα … ανεμώνες … λουλούδια … ευωδούσαν». Βίωση του πάθους: β’ ενότητα «… σκούξει… ποδάρι ξύλινο … το χορευτή που τράνταζε τ’ αλώνι … να χιμήξει σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι … του στρατιώτη … να σύρει … σκούξιμο … αξεθύμαστη του τρόμου κραυγή».
Κορύφωση της αντίθεσης: α) στ. 6 «έτσι γλυκά θρηνούσαν!» και στ. 56-7 «αξεθύμαστη του τρόμου κραυγή» β) στ. 6-9 «ποια να στοχάστη … πως κάτω από τους ανθούς … ήταν σάρκα που πόνεσε βαθιά» και στ.29-36 «στεκόταν … με ποδάρι ξύλινο … το χορευτή που τράνταζε τ’ αλώνι…».
Αντιπαραβάλλοντας τα ποιήματα των δύο ποιητών θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο ποίημα «Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι» δεν υπάρχουν εκφράσεις δυσανασχέτισης ή διαμαρτυρίας για τις θυσίες που απαιτεί ο αγώνας, διότι η συνειδητοποίηση είναι πλήρης. Ο στρατιώτης πολέμησε ηρωικά για να υπερασπιστεί την πατρίδα του, γεγονός που του στοίχισε τη στέρηση της οικογένειάς του, αλλά και τα ψυχικά και σωματικά τραύματα που υπέστη. Όμως η ανταμοιβή του ήταν αντάξια της ηρωικής του στάσης. Η επιστροφή του χαμένου πολεμιστή είναι θεαματική: στέκονταν ολόρτος στης εκκλησιάς τη θύρα…και δε διάβαινε τη θύρατης εκκλησιάς, τι τον κοιτάζαν όλοι με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν, το χορευτή που τράνταζε τ’ αλώνι του Στειριού…H εικόνα παγώνει μπροστά στα μάτια των αναγνωστών από την υπέροχη περιγραφή της υποδοχής: Kαι τότε – μάρτυράς μου νά ‘ναι ο στίχος,απ’ το στασίδι πού ‘μουνα στημένος ξαντίκρισα τη μάνα, απ’ το κεφάλι πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη, και να σύρει απ’ τα βάθη της καρδιάς της ένα σκούξιμο: «Mάτια μου… Bαγγέλη!»
Σε αυτό το ποίημα παρατηρείται μια προσπάθεια να συνθέσει στην ποίησή του ο Σικελιανός αρχαία, μεσαιωνικά και σύγχρονα στοιχεία. Λατρεύει το φυσικό κόσμο και την αποθέωση των αισθήσεων, γεγονός που γίνεται άμεσα αντιληπτό στο συγκεκριμένο ποίημα. Ο μύθος ως ζωντανή παρούσα δύναμη είναι αποκαλυπτική πανανθρώπινων αληθειών. Οι επιρροές από ρομαντισμό και γαλλικό συμβολισμό είναι εμφανείς με γενικά χαρακτηριστικά την περίπλοκη συντακτική ανάπτυξη, τις παρομοιώσεις, τους πλούσιους επιθετικούς προσδιορισμούς και τη δεξιοτεχνική αφηγηματική οργάνωση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Beaton R., « Εισαγωγή στη Νεοελληνική Λογοτεχνία», Μτφ. Ε. Ζουργού- Μ. Σπανάκη, Εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996.
Βογιατζόγλου Α., «Η ποίηση του Άγγελου Σικελιανού», στο, Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ος αιώνας), Εγχειρίδιο Μελέτης, Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008.
Γαραντούδης Ε., «Η ποίηση του Κ. Γ. Καρυωτάκη», στο, Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ος αιώνας), Εγχειρίδιο Μελέτης, Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008
Καρυωτάκης Κ. Γ., «Ποιήματα», Εκδ. Οικονόμου, Αθήνα 1981.
Κόκορης Δ., «Ο Κ.Γ. Καρυωτάκης ως πρόδρομος της ποιητικής νεωτερικότητας», περ. Το δέντρο, τχ. 175/176 (Καλοκαίρι 2010), 88-90.
Λεοντάρης Β.,«Θέσεις για τον Καρυωτάκη», στο, Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ος αιώνας), Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων για τη μελέτη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας( 19ος & 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2008.
Λεοντάρης Β., «Θέσεις για τον Καρυωτάκη». Κείμενα για την ποίηση, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2001.
Παπάζογλου Χ., Παρατονισμένη μουσική. Μελέτη για τον Καρυωτάκη, Κέδρος, Αθήνα 1988.
Πολίτης Λ., «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», Εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2012.
Vitti Μ., Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003.
ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ
http://www.os3.gr/arhive_afieromata/gr_afieromata_kosras_karyotakis.html
http://www.greeklanguage.gr/Resources/literature/education/literature_history/search.html?details=52
http://www.lit.auth.gr/sites/default/files/documents/gsg293_ergasia_kementzetsidis.pdf
http://www.tetraktys.org/arthra2/mid%20sikelianos.htm
[1] Βλ. Β. Λεοντάρης, «Θέσεις για τον Καρυωτάκη», στο, Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ος αιώνας), Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων για τη μελέτη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας( 19ος & 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2008. http://www.os3.gr/arhive_afieromata/gr_afieromata_kosras_karyotakis.html ( ανάκτηση 22/02/15) & http://www.lit.auth.gr/sites/default/files/documents/gsg293_ergasia_kementzetsidis.pdf(ανάκτηση στις 27/02/2015).
[2] Βλ. Ε. Γαραντούδης, «Η ποίηση του Κ. Γ. Καρυωτάκη», στο, Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ος αιώνας), Εγχειρίδιο Μελέτης, σ.σ. 319-327, Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008. Λ. Πολίτης, «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας»,σ. 248, Εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2012. Χ. Παπάζογλου, Παρατονισμένη μουσική. Μελέτη για τον Καρυωτάκη, Κέδρος, Αθήνα 1988. Δ. Κόκορης, «Ο Κ.Γ. Καρυωτάκης ως πρόδρομος της ποιητικής νεωτερικότητας», περ. Το δέντρο, σ.σ. 88-90, τχ. 175/176 (Καλοκαίρι 2010).
[3] Βλ. Κ. Γ. Καρυωτάκης, «Ποιήματα», σ. 138, Εκδ. Οικονόμου, Αθήνα 1981.
[4]Βλ.http://www.greeklanguage.gr/Resources/literature/education/literature_history/search.html?details=52 (ανάκτηση στις 23/02/15). Β. Λεοντάρης, «Θέσεις για τον Καρυωτάκη». Κείμενα για την ποίηση, σ.σ. 20 & 22, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2001 & M. Vitti, «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», Εκδόσεις Οδυσσέας,σ. 371, Αθήνα 2003.
[5] Βλ. Α. Βογιατζόγλου, «Η ποίηση του Άγγελου Σικελιανού», στο, Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ος αιώνας), Εγχειρίδιο Μελέτης, σ.σ. 261-274, Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008 & http://www.tetraktys.org/arthra2/mid%20sikelianos.htm (ανάκτηση στις 29/02/15).
[6] Λ. Πολίτης, «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας»,σ.σ. 236-241, Εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2012
[7] R. Beaton, « Εισαγωγή στη Νεοελληνική Λογοτεχνία», σ.σ. 201-202, Μτφ. Ε. Ζουργού- Μ. Σπανάκη, Εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996.