Του Νίκου Τσούλια
Ο πόθος της γνώσης είναι πάντα πόθος για ταξίδι. Το διάβασμα των βιβλίων είναι πάντα μια περιπέτεια με άγνωστα όλα τα σημεία διαδρομής, με άγνωστο τον προορισμό. Αυτός ο πόθος με συνεπαίρνει για μια διαρκή … επιστροφή στο άγνωστο, στο άγνωστο που τόσο απλόχερα προσφέρει ο κόσμος των βιβλίων. Τα περισσότερα και καλύτερα ταξίδια μου τα έχω κάνει με εκείνη τη φαντασία που μόνο το διάβασμα μπορεί να προσφέρει.
Βρίσκομαι τόσο συχνά στην πόλη που έχω ερωτευτεί, την πόλη της διανόησης. Περιμένω να αδειάσει τραπέζι στο γνωστό καφέ με απόλυτη υπομονή, είναι για μένα μια ιεροτελεστία. Πίνω εσπρέσο, με τα βιβλία πλάι μου, με το laptop να δέχεται τη βροχή των μπουκωμένων γραψιμάτων μου, με τη σκέψη μου να φαντασιώνεται και να πλάθει την παράλληλη ζωή, την απόλυτα προσωπική μου ζωή και να καμαρώνω που κάθομαι εκεί που σύχναζαν ο Σαρτρ και όλη η παρέα των μεγάλων διανοητών, να εξυψώνομαι προς όπου δεν τολμώ να ομολογήσω πουθενά ούτε καν στον εαυτό μου.
Γράφω γρήγορα, εδώ δεν μπορείς να καθίσεις με τις ώρες, εδώ είσαι σε μια κατάσταση διέγερσης, σε τόπους φαντασίωσης, γίνομαι και λίγο «ψώνιο», τι πειράζει όταν τα όνειρά μου θρέφονται τόσο γενναιόδωρα; Ό,τι γράψω εδώ, ό,τι προλάβω να διαβάσω θα σημειωθούν με τον πιο ανάγλυφο τρόπο όχι μόνο στη μνήμη αλλά και στη συνείδησή μου και θα ζωντανεύουν κάθε τρελό όνειρό μου.
Και από το Παρίσι, στην απέναντι πλευρά, στο μεγάλο νησί. Χαμένος ανάμεσα σ’ ένα πλήθος ανθρώπων που κινείται σαν φίδι πλάι στις απλωμένες προθήκες με παλιά βιβλία, δίπλα στις όχθες του Τάμεση, κάτω από έναν ουρανό που στάζει μελαγχολία, ψάχνω να βρω κάτι που θα με πάει σ’ άλλες εποχές και σ’ άλλους κόσμους…
Ζω έντονα στους ρυθμούς του σήμερα, στο «ξένο» ρουφάς πιο γρήγορα τις παραστάσεις, γύρω μου άνθρωποι όλων των ηλικιών, νεαρά παιδιά που διαταράσσουν την ήρεμη κίνηση του ποταμού με τις θορυβώδεις ρόδες του skate-board πάνω στο πλακόστρωτο. Συναγωνίζονται για το καλύτερο άλμα, το καθένα περιμένει τη σειρά του. Κάνουν με θόρυβο αισθητή την αλαζονική νεότητά τους, αδιαφορούν προκλητικά για την ταραχή που δημιουργούν…
Κι εγώ επιθυμώ ν’ ανακαλύψω το παρελθόν που κρύβεται κάτω από τα φθαρμένα εξώφυλλα των βιβλίων. Αγγίζω κάποια απ’ αυτά με σεβασμό, διαβάζω στη ράχη τους ονόματα μεγάλων ποιητών. Νιώθω ότι βρίσκομαι πολύ κοντά στη σκέψη ανθρώπων που άλλαξαν με τις ευαισθησίες τους και τις ανατροπές τους τη ροή του κόσμου …
Φουντώνει μέσα μου η επιθυμία να χαθώ μες στις σελίδες των βιβλίων τους… Υποπτεύομαι ότι το ίδιο επιθυμούν οι γύρω μου… Ρίχνω κλεφτές ματιές σ’ ένα νεαρό που είναι δίπλα μου, κοιτάμε το ίδιο βιβλίο: ποιήματα του Shelley. Εκείνος πρόλαβε, το πήρε. Θα ψάξω για κάτι άλλο…
Σιγά – σιγά χάνω την επαφή με την πραγματικότητα. Δεν ακούω πια τον ενοχλητικό θόρυβο των νεαρών παιδιών. Κλείνω έξω από μένα ό,τι δε με αφορά… Μένω ερμητικά αποκλεισμένος μέσα στις σκέψεις μου…
Δεν είναι τόσο το παιχνίδι της αναζήτησης που με συγκινεί, όσο η συνειδητοποίηση μιας κοινής ανάγκης των ανθρώπων να χαθούν μέσα στους δαιδαλώδεις χώρους της γνώσης για να βρουν τον εαυτό τους, να καταλάβουν τον διπλανό τους, ν’ ανιχνεύσουν τον λόγο της ύπαρξής τους, να κάνουν ρήγματα στη μονότονη ζωή τους…
Νιώθω απέραντη χαρά: αισθάνομαι εκείνη τη στιγμή ότι το σπέρμα της γνώσης ασυγκράτητο πλημμυρίζει τον κόσμο και γονιμοποιεί τη σκέψη των ανθρώπων. Διαλύει τους δισταγμούς, λύνει τις κλειδώσεις από τα δεσμά των αναστολών, διώχνει τα σύννεφα του φόβου για το καινούργιο, φέρνει τον έναν άνθρωπο πιο κοντά στον άλλο κι ας βρίσκονται στις δυο άκρες της γης… Το μυαλό ποθεί να έρθει κοντά σε άγνωστους κόσμους, παλιούς και νέους…
Αυτός ο πόθος είναι που με κάνει να ξεφύγω από τα στενά όρια της ανούσιας και συμβατικής ύπαρξής μας, να ριχτώ σε μια καινούργια περιπέτεια αναζητώντας άλλα οράματα. Οι άνθρωποι γύρω μου συνωστίζονται, τα νεαρά παιδιά ησύχασαν ή έφυγαν γιατί κατάλαβαν. Δε βρίσκω πάντα αυτό που ψάχνω – δεν εξαρτάται μόνο από μένα – και ο κύκλος αρχίζει πάλι από την αρχή…
Αναρωτιέμαι: τι είναι δικό μου απ’ όλα αυτά; Αναλογίζομαι αν έχω πάει σε αυτούς τους τόπους ή αν έχω επινοήσει το σκηνικό και την αφήγηση. Ποιος θα το καταλάβει όταν η γραφή και το διάβασμα δεν επιτρέπουν τη διάκριση ανάμεσα στο πραγματικό και στο φαντασιακό; Άλλωστε και εγώ με το πέρασμα του χρόνου θα αναρωτιέμαι όλο και πιο έντονα: Τι από όλα αυτά έχω ζήσει; Με ποιο τρόπο ζούμε αυτά που επινοούμε;