Οι σοφιστές, όπως επισημαίνει ο Notomi (2007, σελ. 264), ήταν επαγγελματίες διανοούμενοι και δάσκαλοι που εμφανίστηκαν στον ελληνικό κόσμο το ύστερο μισό του 5ου αι. π.Χ. και η παρουσία τους μαρτυράται και στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Δεύτερη σοφιστική εποχή). Ο Πλάτωνας στον Σοφιστή του φωτίζει βασικά χαρακτηριστικά των σοφιστών (Notomi 2007, σελ. 270). Συγκεκριμένα αναφέρει ότι δίδασκαν την αρετή, προσέγγιζαν πλούσιους νεαρούς για μαθητές, έπαιρναν χρήματα για τη διδασκαλία τους και ταξίδευαν σε διάφορες πόλεις. Επίσης, τους διέκρινε η ικανότητα του λόγου, στην οποία όμως περιλαμβανόταν και η εξαπάτηση. Τέλος, παρουσιάζονταν ως πολυμαθείς. Η λέξη σοφιστής αν και ουσιαστικά συνδέεται ετυμολογικά με τη λέξη σοφός με την οποία ταυτόχρονα είναι και συνώνυμες, είχε υποτιμητική σημασία κατά τη διάρκεια της πρώιμης περιόδου (Notomi 2007, σελ. 265).

Στην αρχαιότερη γνωστή περίπτωση που απαντά η λέξη, σύμφωνα με τον Guthrie (1991, σελ. 49), σε μια ωδή του Πινδάρου, σημαίνει ποιητής. Επιπλέον, πάλι ο Guthrie (1991, σελ. 49) αναφέρει ότι ο Αθήναιος παραθέτει ένα στίχο του Αισχύλου για κάποιον σοφιστήν που παίζει τη λύρα, για να τεκμηριώσει την άποψή του ότι «όλοι όσοι ασκούσαν την τέχνη της μουσικής ονομάζονται σοφιστές». Στον 5ο αιώνα η λέξη άρχισε να χρησιμοποιείται κυρίως για πεζογράφους και όχι για ποιητές, καθώς η διδακτική λειτουργία επιτελούνταν όλο και περισσότερο με τον πεζό λόγο. Ο σοφιστής γράφει ή διδάσκει, επειδή έχει να μεταδώσει μια ειδική δεξιότητα ή γνώση. Οι Αθηναίοι αντιμετώπιζαν με καχυποψία όλους αυτούς τους διανοούμενους που παρίσταναν τις αυθεντίες. Χαρακτηριστική ήταν η στάση του Σωκράτη, ο οποίος προσπαθούσε να καταδείξει την άγνοια όσων θεωρούνταν σοφοί εκείνη την εποχή.

Από τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. η λέξη σοφιστής, όπως ήδη αναφέρθηκε, απέκτησε υποτιμητικό τόνο (Guthrie 1991, σελ. 54). Μάλιστα, για τον Αριστοφάνη ο όρος σοφιστής ήταν συνώνυμος του αγύρτη, του απατεώνα. Συγκεκριμένα, στην κωμωδία του Νεφέλαι (331-333 «οὐ γὰρ μὰ Δί’ οἶσθ’ ὁτιὴ πλείστους αὗται βόσκουσι σοφιστάς,…ὅτι ταύτας μουσοποοῦσιν.») καυτηριάζει τα φροντιστήρια των σοφιστών στην Αθήνα. Η κωμωδία του σατιρίζει τους σοφιστές της αρχαίας Αθήνας και ιδιαίτερα τον Σωκράτη, που διαφθείρει υποτίθεται τους νέους με τη διδασκαλία του. Μάλιστα ο Σωκράτης καταδικάστηκε για διαφθορά των νέων και ως τέτοια θεωρήθηκε το γεγονός ότι η προσπάθειά του να ξεσκεπάσει την άγνοια των υποτιθέμενων σοφών εκείνης της εποχής είχε ακροατήριο πολλούς νέους. Ίσως ο Αριστοφάνης να είναι η πιο αξιόπιστη πηγή, αφού οι Νεφέλαι ανεβαίνουν το 423 π.Χ., στην εποχή δηλαδή της μεγάλης ακμής του Σωκράτη και της σοφιστικής κίνησης.

Η αρνητική χροιά που απέκτησε η λέξη «σοφιστής», σύμφωνα με τον Κάλφα (2008, σελ. 92-93), οφείλεται στον Πλάτωνα, ο οποίος με αυτό τον τρόπο προσπάθησε να αναδείξει τη μοναδικότητα του Σωκράτη. Όπως επισημαίνει, η αντιμετώπιση των σοφιστών ως διακριτής ομάδας φιλοσόφων με κοινή ταυτότητα, ανήκει πάλι στον Πλάτωνα. Άλλωστε ο όρος «σοφιστής» δεν πρέπει να ήταν καθιερωμένος καθώς πενήντα χρόνια μετά τον θάνατο του Σωκράτη, ο μαθητής του Αισχίνης στον λόγο του «Ὑπὲρ Τιμάρχου» 173 («Ἀθηναῖοι, Σωκράτη μὲν τὸν σοφιστὴν ἀπεκτείνατε…») αποκαλεί τον Σωκράτη σοφιστή. Στα χρόνια του Σωκράτη η λέξη σοφιστής κατέληξε να χρησιμοποιείται, αν και όχι αποκλειστικά, για μια ιδιαίτερη τάξη ανθρώπων, δηλαδή για επαγγελματίες παιδαγωγούς που δίδασκαν τους νέους και έκαναν δημόσιες επιδείξεις ευγλωττίας, με σκοπό να εισπράξουν χρήματα. Αναφορές στο γεγονός ότι οι σοφιστές πληρώνονταν για την εργασία τους συναντάμε συχνά στον Πλάτωνα (Σοφιστής 231d «δοκῶ μὲν γὰρ τὸ πρῶτον ηὑρέθη νέων καὶ πλουσιών ἔμμισθος θηρευτής.»), αλλά και στον Ξενοφώντα, τον Ισοκράτη και τον Αριστοτέλη. Συγκεκριμένα, ο Σωκράτης στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα (1.6.13-14 «καὶ τὴν σοφίαν ὡσαύτως τοὺς μὲν ἀργυρίου τῷ βουλομένῳ πωλοῦντας σοφιστὰς [ὥσπερ πόρνους] ἀποκαλοῦσιν…) αναφέρει ότι «το ίδιο και όσους πουλάνε τη σοφία για χρήματα σε όποιον θέλει, τους αποκαλούν σοφιστές, όπως πόρνους». Ο Σωκράτης βέβαια επέκρινε τους σοφιστές για τα δίδακτρα, γιατί πίστευε ότι έτσι έχαναν την ελευθερία τους. Oι σοφιστές ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν παρέα με όποιον τους πλήρωνε, ενώ ο ίδιος μπορούσε να συναναστρέφεται όποιον επέλεγε. (Ξενοφώντα Απομνημονεύματα 1.2.6.1 «τούτου δ’ ἀπεχόμενος ἐνόμιζεν ἐλευθερίας ἐπιμελεῖσθαι· τοὺς δὲ λαμβάνοντας τῆς ὁμιλίας μισθὸν ἀνδραποδιστὰς ἑαυτῶν ἀπεκάλει διὰ τὸ ἀναγκαῖον αὐτοῖς εἶναι διαλέγεσθαι παρ’ ὧν [ἂν] λάβοιεν τὸν μισθόν.» και 1.6.5 «πότερον ὅτι τοῖς μὲν λαμβάνουσιν ἀργύριον ἀναγκαῖόν ἐστιν ἀπεργάζεσθαι τοῦτο ἐφ’ ᾧ ἂν μισθὸν λάβωσιν, ἐμοὶ δὲ μὴ λαμβάνοντι οὐκ ἀνάγκη διαλέγεσθαι ᾧ ἂν μὴ βούλωμαι;»).

Ο Ισοκράτης πάλι, σύμφωνα με τον Guthrie (1991, σελ. 57) υπερασπιζόταν αυτό το επάγγελμα που το ταύτιζε με το δικό του φιλοσοφικό ιδεώδες, το οποίο βρισκόταν πιο κοντά στον Πρωταγόρα πάρα στον Πλάτωνα. Η καλύτερη ανταμοιβή για ένα σοφιστή, υποστηρίζει, είναι να δει μερικούς από τους μαθητές του να γίνονται συνετοί και ευυπόληπτοι πολίτες. Προσπαθεί μάλιστα να απαλλάξει τους σοφιστές από την κατηγορία για χρηματισμό τονίζοντας ότι κανείς από αυτούς δεν απέκτησε μεγάλη περιουσία και όλοι έζησαν λιτά. Τελείως διαφορετική είναι η άποψη του Πλάτωνα. Αυτός τονίζει ιδιαίτερα τα πλούτη τους λέγοντας ότι ο Πρωταγόρας, για παράδειγμα, κέρδισε με τη σοφία περισσότερα χρήματα απ’ όσα ο Φειδίας και οι άλλοι δέκα γλύπτες μαζί, ενώ ο Γοργίας και ο Πρόδικος περισσότερα από κάθε άλλον επαγγελματία (Ιππίας Μείζων, 282d «τούτων δ’ ἑκάτερος πλέον ἀργύριον ἀπὸ σοφίας εἴργασται ἢ ἄλλος δημιουργὸς ἀφ’ ἧστινος τέχνης· καὶ ἔτι πρότερος τούτων Πρωταγόρας.»). Ο Αριστοτέλης παρουσιάζει τον σοφιστή ως κάποιον που κερδίζει χρήματα από μια φαινομενική και όχι πραγματική σοφία («ἐστι γὰρ ἡ σοφιστικὴ φαινομένη σοφία οὖσα δ’ οὔ, καὶ ὁ σοφιστὴς χρηματιστὴς ἀπὸ φαινομένης σοφίας ἀλλ’ οὐκ οὔσης», Περὶ τῶν Σοφιστικῶν Ἐλέγχων 165a21-23). Τέλος, ο Ξενοφώντας στον Κυνηγετικό του καυτηριάζει τους σοφιστές θεωρώντας ότι διαθέτουν την ικανότητα της απάτης (κεφ. 13 «ὑπὸ τῶν ἐξαπατάν τέχνην ἐχόντων»).

Οι Αθηναίοι εκείνης της εποχής αντιμετώπιζαν τους σοφιστές με αμφιθυμικά συναισθήματα. Εκείνο που ενοχλούσε τους σοφιστές δεν ήταν τόσο το γεγονός ότι πληρώνονταν ακριβά από τους μαθητές τους για να τους διδάξουν όσο τα θέματα με τα οποία καταπιάνονταν, ιδιαίτερα η αρετή. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Πρωταγόρα, ο οποίος στον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα υπόσχεται ότι είναι σε θέση να διδάξει την εὐβουλία, την ικανότητα δηλαδή να σκέφτεται και να αποφασίζει σωστά ο μαθητής του (στην προκειμένη περίπτωση ο νεαρός φίλος του Σωκράτη, ο Ιπποκράτης) τόσο για τα θέματα που αφορούν την ιδιωτική του ζωή όσο και τη δημόσια (Πρωταγόρας 318e «παρὰ δ’ ἐμὲ ἀφικόμενος μαθήσεται οὐ περὶ ἄλλου του ἢ περὶ οὗ ἥκει. τὸ δὲ μάθημά ἐστιν εὐβουλία περὶ τῶν οἰκείων, ὅπως ἂν ἄριστα τὴν αὑτοῦ οἰκίαν διοικοῖ, καὶ περὶ τῶν τῆς πόλεως, ὅπως τὰ τῆς πόλεως δυνατώτατος ἂν εἴη καὶ πράττειν καὶ λέγειν.»). Με αφορμή το αντικείμενο διδασκαλίας του Πρωταγόρα ακολουθεί η συζήτηση με τον Σωκράτη, ο οποίος αμφισβητεί ουσιαστικά την ικανότητα του σοφιστή να διδάξει την πολιτική αρετή, τουλάχιστον με τη μορφή μαθήματος, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται.

Η αντιπάθεια που προκαλούσαν οι σοφιστές οφειλόταν και στην κοινωνική τους θέση. Σύμφωνα με τον Guthrie (1991, σελ. 61) οι ίδιοι δεν ήταν Αθηναίοι πολιτικοί ηγέτες αλλά ούτε καν πολίτες. Ήταν ξένοι, που η φήμη τους είχε ξεπεράσει τα στενά όρια της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Για τους Αθηναίους, άλλωστε, η ιδιότητα του πολίτη και η συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων ήταν η μεγαλύτερη τιμή. Επομένως, στην Αθήνα ξένοι ή μέτοικοι δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα ανεξαρτήτως του πλούτου ή της δύναμής τους.[1] Αυτόματα οι σοφιστές κατατάσσονταν σε κατώτερο επίπεδο, αφού δίδασκαν την πολιτική τέχνη έναντι αμοιβής, όπως οι χειρώνακτες, οι οποίοι αντίστοιχα εμπορεύονταν την τέχνη τους. Οι κατηγορίες του Πλάτωνα σ’ αυτή την περίπτωση είχαν βάση, από τη στιγμή που ο Σωκράτης ήταν αποδεδειγμένα σοφός και περήφανος για την αθηναϊκή καταγωγή του πράγμα που τον έκανε να μην βγει ποτέ από τα σύνορα της πατρίδας του.

Οι σοφιστές, σύμφωνα με τον Guthrie (1991, σελ. 62-63), δεν ίδρυσαν οργανωμένες σχολές αλλά δίδασκαν σε ομάδες σε φροντιστηριακή μορφή ή έκαναν δημόσιες διαλέξεις (επιδείξεις) επί πληρωμή σε γυμναστήρια ή άλλους πολυσύχναστους χώρους για να προσελκύουν κόσμο. Τα μαθήματα σε ομάδες γίνονταν συνήθως στο σπίτι ενός προστάτη, όπως ήταν ο Καλλίας, ο πλουσιότερος άνθρωπος στην Αθήνα. Για τον συγκεκριμένο μάλιστα, ο Πλάτωνας στην Απολογία του επισημαίνει ότι είχε ξοδέψει περισσότερα χρήματα από οποιονδήποτε άλλον πλούσιο Αθηναίο (Πλάτωνος Απολογία 20a «ἔτυχον γὰρ προσελθὼν ἀνδρὶ ὃς τετέλεκε χρήματα σοφισταῖς πλείω ἢ σύμπαντες οἱ ἄλλοι, Καλλίᾳ τῷ Ἱππονίκου·»). Στον Πρωταγόρα του Πλάτωνα έχουμε μια χαρακτηριστική σκηνή στο σπίτι του Καλλία, όπου ο σοφιστής συνομιλεί με τον Σωκράτη για το διδακτό της αρετής. Συχνά οι επιδείξεις των σοφιστών λαμβάνουν χώρα στις μεγάλες γιορτές στην Ολυμπία. Η εμφάνισή τους αποτελεί μια επιπλέον απόδειξη ότι θεωρούσαν τους εαυτούς τους συνεχιστές της παράδοσης των ποιητών και των ραψωδών.

Οι σοφιστές ζητούσαν από τους μαθητές τους να αποστηθίσουν γραπτούς λόγους τους οποίους είχαν συνθέσει με τέτοιο τρόπο ώστε να αναδεικνύουν την ορθή χρήση των επιχειρημάτων και την πειστικότητα. Χαρακτηριστικό δείγμα τέτοιου λόγου αποτελεί το Ελένης Εγκώμιον του Γοργία. Μάλιστα, όπως αναφέρει και ο Αριστοτέλης στη Ρητορική οι σοφιστές υπερηφανεύονταν ότι είχαν την ικανότητα να κάνουν το ανίσχυρο επιχείρημα ισχυρό χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επιδίωκαν συνειδητά την αδικία, αλλά ότι πρόβαλλαν περισσότερο τη δυνατότητά τους να υποστηρίξουν εξίσου καλά και μια θέση και την αντίθετή της.

Τέλος, μιλώντας για τους σοφιστές θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στον βασικό τους αντίπαλο, τον Σωκράτη. Ο Σωκράτης, σύμφωνα με τους Κάλφα & Ζωγραφίδη (2008, σελ. 101), ανήκει βέβαια στο ίδιο διανοητικό ρεύμα με τους σοφιστές. Άλλωστε, ο Αριστοφάνης θεωρούσε και τον Σωκράτη σοφιστή και ο μέσος Αθηναίος θα συμφωνούσε βλέποντάς τον να κινείται στους ίδιους χώρους με τους σοφιστές και να συζητά τα ίδια προβλήματα. Ο Σωκράτης ήταν αντίπαλος των σοφιστών όμως, γιατί με την βιοθεωρία του και τη στάση ζωής του αντιτάχθηκε έμπρακτα στον αμοραλισμό των σοφιστών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Guthrie W.K.C. 1991. Οι Σοφιστές, Αθήνα

Κάλφας Β. & Ζωγραφίδης Γ. 2008. Αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι, Θεσσαλονίκη

Notomi N. 2007. The Unity of Plato’s Sophist: Between the Sophist and the Philosopher, Cambridge

[1] Χαρακτηριστική άλλωστε είναι η αναφορά του Αριστοτέλη στα Πολιτικά του [«ὁ δὲ πολίτης οὐ τῷ οἰκεῖν που πολίτης ἐστίν (καὶ γὰρ μέτοικοι καὶ δοῦλοι κοινωνοῦσι τῆς οἰκήσεως), οὐδ’ οἱ τῶν δικαίων μετέχοντες οὕτως ὥστε καὶ δίκην ὑπέχειν καὶ δικάζεσθαι (τοῦτο γὰρ ὑπάρχει καὶ τοῖς ἀπὸ συμβόλων κοινωνοῦσιν»].

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.