Δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις (θεωρία)
Είδος προτάσεων | Εισαγωγή | Εξάρτηση | Συντακτική θέση |
Ειδικές | ότι, πως, που | Από ρήματα δεικτικά, αισθητικά, δοξαστικά, γνωστικά: λέω, δείχνω, δηλώνω, αντιλαμβάνομαι, διαπιστώνω, γνωρίζω, αγνοώ, νομίζω, υποθέτω κλπ. | α) υποκείμενο των απρόσωπων ρημάτων ή εκφράσεων: Είναι βέβαιο ότι γλώσσες πέθαιναν πάντοτε στην πορεία της ιστορίας.
β) αντικείμενο: Ακούω ότι θα επιβληθούν νέοι φόροι. γ) επεξήγηση: Θυμήσου μόνο αυτό, πως όλα εδώ πληρώνονται. |
Βουλητικές | να | Από ρήματα βουλητικά, κελευστικά, απαγορευτικά, αισθητικά κλπ. : πρέπει, θέλω, ζητώ, οφείλω, μπορώ, αισθάνομαι |
α) υποκείμενο των απρόσωπων ρημάτων ή εκφράσεων: Απαγορεύεται να καπνίζεται στην αίθουσα. β) αντικείμενο: Θέλει να σπουδάσει στο εξωτερικό. γ) επεξήγηση: Αυτό θέλω μόνο από σας, να προσέχετε στο μάθημα. |
Ενδοιαστικές |
μη(ν),
μήπως
|
Από ρήματα που σημαίνουν φόβο ή ανησυχία, υποψία ή προφύλαξη, κίνδυνο: φοβάμαι, ανησυχώ, φυλάγομαι, υποπτεύομαι |
α) υποκείμενο των απρόσωπων ρημάτων ή εκφράσεων: Με ανησυχεί μήπως δεν πάρει τηλέφωνο. β) αντικείμενο: Φοβάται μήπως αποτύχει. γ) επεξήγηση: Ένας ήταν ο φόβος του, μήπως χάσει την περιουσία του. |
Πλάγιες ερωτηματικές |
α) Ολικής άγνοιας (αν, μη, μήπως, μην τυχόν) β) Μερικής άγνοιας [με ερωτηματικές αντωνυμίες (τι, ποιος, πόσος) & ερωτηματικά επιρρήματα (πού, πότε, πώς, πόσο, άραγε, τάχα κ.λπ.)] |
Από ρήματα που σημαίνουν ερώτηση, απορία, αμφιβολία, γνώση, αίσθηση: ερωτώ, απορώ, λέω, εξηγώ, γράφω, δείχνω, θυμάμαι, σκέφτομαι, λογαριάζω, βλέπω, καταλαβαίνω, βρίσκω, μαθαίνω, ξέρω, γνωρίζω, αγνοώ | α) υποκείμενο των απρόσωπων ρημάτων ή εκφράσεων: Είναι παράξενο πώς έγινε αυτό.
β) αντικείμενο: Σκέψου τι θα κάνεις αύριο. γ) επεξήγηση: Αυτό δεν ήξεραν, πού κατοικούσε ο φίλος τους. |