Του Νίκου Τσούλια
Παρά το ιστορικής σημασίας γεγονός της μεγάλης κρίσης στη χώρα μας δεν γίνονται ουσιαστικές συζητήσεις ούτε δημιουργικοί διάλογοι ούτε και διεισδυτικές αναλύσεις τόσο για την πρόκληση της κρίσης όσο (και κυρίως) για την υπέρβασή της. Τα κόμματα έχουν αυτοαναφορικό λόγο, ο οποίος αυτοεπιβεβαιώνει την πολιτική τους πλατφόρμα και επιμένουν στα «ίδια και στα ίδια» ξεχνώντας βέβαια ότι αυτή η πλατφόρμα δεν ήταν ικανή όχι μόνο για να αποτρέψει την κρίση αλλά και ούτε για να την προ-οικονομήσει, έτσι ώστε «να πέσουμε στα μαλακά».
Το ίδιο συμβαίνει και με τους πολίτες. Πώς θα ήταν άλλωστε διαφορετικά τα πράγματα γι’ αυτούς όταν πολιτικό σύστημα και κοινωνία και πολίτες συμφύρονται σε ένα ενιαίο ιστορικό στερέωμα; Οι πολίτες εξαντλήθηκαν στην έκφραση οργής και θυμού, στην πιο στείρα ηθικολογία, στη δημιουργία χαρακωμάτων, στις γενικεύσεις και στις απλουστεύσεις, στις μεγαλοστομίες και στις προδοτολαγνείες! Η αναλυτική σκέψη – προσωπική και συλλογική – δεν είναι παρούσα. Κανένας πυρήνας των βαθύτερων αιτιών του παρακμιακού σημερινού πολιτικο-κοινωνικού συστήματός μας δεν βγήκε ούτε καν αχνά – αχνά στην επιφάνεια.
Χωρίς να ισχυρίζομαι ότι κινούμαι σε μια πιο ουσιαστική βάση από ότι οι «άλλοι», αλλά απλά και μόνο με βάση τη συστηματική μετριοπάθεια και τη σχετικότητα του λόγου μου και προπάντων με την αποστασιοποίησή μου απ’ όλα τα προηγούμενα αναφερθέντα στοιχεία της περισσής έπαρσης προσπαθώ να διερευνήσω κάποια σημεία αναζήτησης των ουσιωδών παραγόντων που προκάλεσαν την κρίση. Και σ’ αυτή τη ρότα απλώς δηλώνω ότι καταθέτω μια γνώμη / άποψη για προβληματισμό και τίποτα περισσότερο.
Μια βασική λοιπόν αιτία πρόκλησης της κρίσης είναι – πάντα κατά τη θεώρησή μου – ο έντονος καταναλωτισμός των τελευταίων δεκαετιών. Πρόκειται για το κύριο χαρακτηριστικό του σύγχρονου μεταπολιτευτικού πολιτισμού μας. Λατρέψαμε το χρήμα και τα υλικά αγαθά. Οι αξίες μας και οι ιεραρχήσεις της ζωής μας κρίνονταν από την υλική δύναμη. Προσβλέπαμε σε ένα διαρκώς ανανεούμενο «Αμερικάνικο όνειρο». Τα κόμματα υπόσχονταν όλο και περισσότερες ανέσεις, όλο και περισσότερη ευημερία, χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να εξηγούν το πώς μπορεί να συμβαίνει η διαρκής υλική πρόοδος, όταν μάλιστα στη χώρα μας απλωνόταν σαν ομίχλη λιμνών όλο και πιο πολύ η πραγματικότητα της αποπαραγωγικοποίησής της. Εμείς οι εργαζόμενοι στους συλλογικούς και στους κοινωνικούς θεσμούς κάναμε ότι δεν βλέπαμε το πού πηγαίνει η όλη ιστορία της κοινωνικής ασφάλισης, όταν η έννοια της «αλληλεγγύης των γενεών» γινόταν όλο και πιο συμβολική, όταν αντιλαμβανόμασταν ότι και στο απλό ζήτημα των ασφαλιστικών ταμείων η ιστορία έδειχνε ότι οδηγούμασταν σε αδιέξοδο. Αλλά όταν σε μια κοινωνία επικρατεί μια καθολική άποψη ότι η μέγιστη αξία της ζωής είναι μόνο η πρόσκτηση υλικών αγαθών, τότε δύσκολα μπορεί να υπάρξει κριτική θεώρηση και ακόμα πιο δύσκολα είναι να αναπτυχθεί μια κουλτούρα αμφισβήτησης και προβληματισμού.
Θεωρώ λοιπόν ότι βασικό στοιχείο για την υπέρβαση της κρίσης είναι ο μετασχηματισμός της κουλτούρας μας˙ συστατικά δε στοιχεία μιας νέας ορθολογικής κουλτούρας δεν μπορεί παρά να είναι η ολιγάρκεια και η εγκράτεια. Και θεωρώ ότι είναι και στοιχεία μιας πιο πνευματικής θεώρησης των πραγμάτων και της ζωής μας˙ αρκεί να αναλογιστούμε ότι είναι και βασικά χαρακτηριστικά στην κυρίαρχη φιλοσοφική σκέψη, προκειμένου αυτή να προσεγγίσει την αλήθειακαι την αρετή. Εδώ υπάρχει και μια προκατάληψη κυρίως από την ιδεολογία της αριστεράς. Επειδή οι αξίες της εγκράτειας και της ολιγάρκειας έχουν εν πολλοίς τη σφραγίδα μιας χριστιανικής και θεολογικής θεώρησης στιγματίζονται ως συντηρητικές, ως ανασχετικές της έννοιας της προόδου! Αλλά γιατί η αριστερά να ταυτίζει την έννοια της προόδου με τη διαρκή κατάκτηση των υλικών αγαθών ως δήθεν προοίμιο της κατάκτησης των παραγωγικών μέσων, όταν μια τέτοια αντίληψη είναι φενακισμένη;
Ο καπιταλισμός έχει ιδεολογική υπεροχή απέναντι στα ρεύματα αμφισβήτησής του – εκτός των άλλων συντελεστών – και με βάση το δέλεαρ της παραγωγής όλο και πιο νέων υλικών και μάλιστα τεχνολογικών αγαθών, και «γνωρίζοντας» ότι και η αριστερή κοσμοθεωρία έχει το ίδιο πεδίο αναφοράς στον προσδιορισμό της έννοιας της προόδου δεν έχει κανέναν λόγο να ανησυχεί. Γιατί αν οι προσδοκίες του σύγχρονου ανθρώπου οριοθετούνται απόλυτα στην τεχνολογική και στην υλική πραγματικότητα, ποιος μπορεί να υποσχεθεί ότι είναι καλύτερος από την καπιταλιστική πρακτική που «τρέφεται» απ’ αυτή την εικόνα της υλικής ευδαιμονίας «κατατρώγοντας» ταυτόχρονα τις σάρκες της κοινωνίας;
Εδώ μπορούν να διατυπωθούν ενστάσεις ότι με την ολιγάρκεια θα μειωθεί η παραγωγή και η ανάπτυξη κλπ. Αλλά για ποια ανάπτυξη μιλάμε˙ αυτή που στηρίζεται σε έωλες βάσεις και σε αντι-οικολογικές πρακτικές και βρίσκουμε μπροστά μας «έρημη χώρα»; Η ολιγάρκεια και η εγκράτεια δεν γειτονεύουν με την φτώχεια. Κάθε άλλο, είναι οι απόλυτοι και ουσιαστικοί εχθροί της φτώχειας. Και πέραν τούτου αναδεικνύουν το περίγραμμα των πραγματικών αναγκών του ανθρώπου και όχι των πλασματικών αναγκών, των φτιασιδωμένων «αναγκών» του κυρίαρχου συστήματος που σαν αποκλειστικό σκοπό έχουν την «υποδούλωση» των πολιτών και την πλήρη πνευματική χειραγώγησή τους!