Του Νίκου Τσούλια
Η κλασική παιδεία δεν αφορά απλά και μόνο τις βάσεις του Δυτικού – και όχι μόνο πια – πολιτισμού αλλά και το βασικό εποικοδόμημα της γνώσης και της μόρφωσης.
Δεν είναι ένα κάλεσμα σε μια στείρα προσφυγή στο παρελθόν, σε μια πηγή που δεν εξαντλείται και έχει το αθάνατο νερό. Δεν είναι κυρίως ένα corpus γνώσεων αλλά ένας τρόπος σκέψης και μια αντίληψη ζωής, ένα πολυμερές σύστημα ουμανιστικών κατά κύριο λόγο αξιών και ένας πλουραλισμός φιλοσοφικών ρευμάτων και κοσμοθεωρήσεων. Είναι ένας διαρκής και ζωντανός διάλογος, με αντιπαράθεση ιδεών και θεωριών με αναθεωρήσεις αλλά και με γονιμοποιήσεις σκέψεων και αντιλήψεων. Είναι μια ζωτική ανάγκη της πιο προωθημένης έρευνας, στην επιστήμη και στη φιλοσοφία, είναι μια διαρκής πνοή του πνεύματος του ανθρώπου.
Η σχέση μας με την κλασική παιδεία είναι τουλάχιστον ελλειμματική. Ετέθη εκβιαστικά στη μετωπική διαμάχη του γλωσσικού, του εκπαιδευτικού, του ιδεολογικού και του πολιτικού ζητήματος της χώρας μας για πολλές – πολλές δεκαετίες στην ανάπτυξη του νεοελληνικού κράτους, με αποτέλεσμα να μείνει σε περιθωριακό ρόλο αντί σε διαχρονική ροή μιας ομαλής εξέλιξης της θεσμικής μας εκπαίδευσης. Και η μεν συντηρητική παράταξη τη χρησιμοποίησε για λόγους πολιτικούς σκοπιμότητας και επεχείρησε να την εκμεταλλευτεί ως δική της ιδεολογική αναφορά (!) δίνοντας έμφαση μόνο στη δομή της αρχαίας γλώσσας και ποτέ στο περιεχόμενό της, η δε προοδευτική παράταξη κρατούσε αποστάσεις από την κλασική παιδεία λόγω της εκμετάλλευσης που γινόταν από την αντίπαλη πλευρά. Η κλασική παιδεία αδικήθηκε, γιατί αποτέλεσε πεδίο μετωπικής διαμάχης του γλωσσικού κυρίως ζητήματος χωρίς ποτέ αυτή η διαμάχη να εισέλθει στο περιεχόμενο και στην ουσία της κλασικής παιδείας.
Απτή απόδειξη της ελλειμματικής σχέσης μας είναι το σχεδόν καθολικό γεγονός της πλήρους άγνοιας και της μηδενικής επαφής των Ελλήνων με την αρχαία Γραμματεία πέραν εκείνης της σχολικής και εν πολλοίς επιδερμικής επαφής. Αν διερευνήσουμε το ποσοστό των Ελλήνων που διαβάζει τους αρχαίους κλασικούς και εξαιρέσουμε εκείνους που έχουν μια επαγγελματική σχέση μαζί τους (φιλολόγους, ακαδημαϊκούς, μελετητές και ερευνητές), εκτιμώ ότι το ποσοστό δεν θα διαφέρει και πολύ από εκείνο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Και δεν εννοώ αν έχουμε διαβάσει όλα τα κείμενα, αλλά αν έχουμε διαβάσει ή και μελετήσει συστηματικά τα πιο κεντρικά σημεία τους – αν μπορούμε να μιλήσουμε για τέτοια – για παράδειγμα, την Οδύσσεια ή την Ιλιάδα, το Συμπόσιο ή τα Πολιτικά του Αριστοτέλη… Και αυτό το ζήτημα αφορά όλους μας. Μπορεί μάλιστα να τεθεί και το εξής απλό ερώτημα. Σε τι μπορεί να συνίσταται η ελληνικότητά μας, στη γλωσσική και γεωγραφική και μόνο σχέση μας όταν δεν έχουμε μια ικανοποιητική αναφορά στην κλασική παιδεία;
Θεωρώ ότι ιδιαίτερα σήμερα που επιχειρείται μια ευρεία προσπάθεια – για πρώτη φορά στα διεθνή εκπαιδευτικά χρονικά – να ομογενοποιηθεί το περιεχόμενο των εκπαιδευτικών συστημάτων με οδηγό την περίφημη εργαλειοθήκη του Ο.Ο.Σ.Α. και υπό την ιδεολογική χειραγώγηση των δυνάμεων του κεφαλαίου προς μια εκπαίδευση εργαλειακού τύπου (μορφής κατάρτισης) μόνο για τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, είναι πιο κρίσιμη και πιο αναγκαία η ισχυρή αναφορά μας με την κλασική παιδεία. Η κλασική παιδεία μαζί με τον πνευματικό πλούτο του νεοελληνικού και σύγχρονου πολιτισμού και με την επιστημονικού και διαρκώς εκσυγχρονιζόμενου περιεχομένου εκπαίδευση μπορούν να αποτελέσουν ένα τριμερές πλαίσιο ισχυρού μαθησιακού και μορφωτικού περιεχομένου απέναντι στην εργαλειακή / μη εκπαίδευση. Και δεν είναι προφανώς αρκετό να αντιπαρατιθέμεθα μόνο πολιτικά μέσω των κοινωνικών κινημάτων εναντίον της εκπαίδευσης – κατάρτισης του Ο.Ο.Σ.Α. αλλά απαιτείται και «συγκεκριμένη πρόταση» για το περιεχόμενο της θεσμικής εκπαίδευσης που θα προάγει την κοινωνική πρόοδο και θα δίνει ουσιαστική προοπτική στη χώρα μας.
Η κλασική παιδεία μπορεί να μετασχηματίσει τη γνώση σε μόρφωση και την εκπαίδευση σε παιδεία. Συνδεσμώνει τη γνώση με τον τρόπο σκέψης, με την έρευνα και το στοχασμό. Επιζητεί τη γενική παιδεία και όχι την πρόωρη εξειδίκευση, γιατί όπως πολύ σοφά τόνιζε ο Comenius, «η διδασκαλία των επιστημών είναι κακή όταν είναι αποσπασματική και δεν δίνει τη γενική εικόνα του προγράμματος: κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τέλεια μια επιστήμη αν δεν έχει άποψη για τις άλλες». Αναδεικνύει ένα πλούσιο στερέωμα ουμανιστικών αξιών, που προσβλέπει στην προαγωγή πολιτών με κριτική σκέψη, στην καλλιέργεια κουλτούρας αυτοπραγμάτωσης και ανεξαρτησίας από κάθε πηγή χειραγώγησης. Αναφέρεται στο όλον του Πνεύματος. Επιδιώκει να σμιλέψει την προσωπικότητα του ανθρώπου, ώστε να αγωνιστεί με τον καλύτερο τρόπο για την ελευθερία του. Και το πιο σημαντικό – κατά τη γνώμη μου – είναι ότι διαλέγεται ουσιαστικά με την πραγματικότητα και με τη σκέψη κάθε ανθρώπου!
Και ενώ στο Λύκειο – που ωριμάζουν νοητικά και μαθησιακά, πνευματικά και συναισθηματικά οι μαθητές και οι μαθήτριες – πρέπει να δοθεί η μάχη επί της ουσίας και επί του περιεχομένου της εκπαίδευσης και της παιδείας και να αναδειχθεί η κλασική παιδεία απέναντι στην εργαλειακή εκπαίδευση / κατάρτιση του Ο.Ο.Σ.Α., έρχεται ο Υπουργός Παιδείας του πάλαι ποτέ αριστερού ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και αναδεικνύει την εργαλειοθήκη του Ο.Ο.Σ.Α. ως πλαίσιο της εκπαιδευτικής του πολιτικής και αποσαθρώνει την υπάρχουσα και ελλειμματική γενική παιδεία αποδομώντας το Λύκειο μέσα από μια πρωτόγνωρη «εισβολή» του συστήματος πρόσβασης, την ίδια στιγμή που διακηρύσσεται – ελέω άκρατης δημαγωγίας – η αυτονομία του Λυκείου!
Ο ρόλος και η αξία της κλασικής παιδείας δεν έχουν αναδειχθεί επαρκώς ούτε και από το εκπαιδευτικό μας κίνημα. Σε έναν κόσμο που γίνονται φοβερές ανατροπές και στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης των εθνικών εκπαιδευτικών συστημάτων, ως εκπαιδευτικοί και παιδαγωγοί είναι ώρα να εμβαθύνουμε στην πρόταση μας για το περιεχόμενο και την κοινωνική αποστολή της εκπαίδευσης. Σε μια τέτοια περίπτωση, η συζήτηση για την κλασική παιδεία θα έλθει μόνη της…