Κάθε μορφή λογοτεχνίας, συμπεριλαμβανομένης της δραματικής, λειτουργεί (και) διακειμενικά. Συχνά, δηλαδή, αναγκάζει τους αναγνώστες-θεατές να ανασκαλίσουν την αναγνωστική τους μνήμη,
ώστε να ερμηνεύσουν το κείμενο που έχουν ενώπιόν τους («υπερκείμενο», σύμφωνα με την ορολογία του G. Genette) με αναφορά σε άλλα κείμενα («υποκείμενα»), με τα οποία εντοπίζονται ουσιώδεις συγκλίσεις και αποκλίσεις σε ποικίλα επίπεδα (θεματικά, μορφικά, δομικά, εκφραστικά κ.ά).
Επικά διακείμενα όπως ο ιλιαδικός Αχιλλέας (κυρίως στο Α, το Ι και το Σ) και ο οδυσσειακός Κύκλωπας (στο ι) συμβάλλουν στη διαμόρφωση του θεατρικού χαρακτήρα του Φιλοκτήτη στην ομότιτλη τραγωδία του Σοφοκλή. Οι διακειμενικές διασυνδέσεις κατά κανόνα δεν αποτελούν συνθήκες sine qua non στη λογοτεχνία: ο Φιλοκτήτης μπορεί να γίνει κάλλιστα κατανοητός και χωρίς αντιπαραβολή με τον Αχιλλέα ή τον Πολύφημο. Η διακειμενικότητα, όμως, παράγει πρόσθετα νοηματικά στρώματα, τα οποία εμπλουτίζουν τόσο το υπερκείμενο, αναδρομικά, όσο και την εμπειρία της πρόσληψής του από τους εκάστοτε θεατές ή αναγνώστες, οι οποίοι το επενδύουν με τις δικές τους επιστρώσεις. Πρέπει να σημειωθεί με έμφαση ότι στο θέατρο, η διακειμενικότητα δεν λειτουργεί μόνο στο επίπεδο του λόγου, αλλά και της ὄψεως, της οπτικής δηλαδή διάστασης του έργου: σκηνικά, κοστούμια, κίνηση και στάση των ηθοποιών στον θεατρικό χώρο, κ.λπ. («διοπτικότητα», «διαπαραστατικότητα»). Στο θέατρο, η ὄψις μπορεί να ανακαλέσει διακείμενα με τρόπο εξίσου δυναμικό όσο και η λέξις.
Από τα παραπάνω προκύπτει ένα ακόμη χαρακτηριστικό της διακειμενικότητας: η διακειμενικότητα δεν είναι εξαρτημένη αποκλειστικά και μόνο από τις προθέσεις του δημιουργού, οι οποίες είναι συχνά αδιάγνωστες ή μπορούν μόνο να υποτεθούν με περισσότερη ή λιγότερη ασφάλεια. Δεν είναι, δηλαδή, απαραίτητο να αποδείξουμε θετικά ότι ο Σοφοκλής προετίθετο να μας οδηγήσει σε συγκρίσεις με τον Πολύφημο ή τον Αχιλλέα. Η διακειμενικότητα μπορεί όντως να σημαίνεται από τον δημιουργό, ο οποίος εγχαράσσει στα έργα του ξεκάθαρους δείκτες προς άλλα έργα: οι πιο ασφαλείς τέτοιοι δείκτες είναι οι αναντίρρητες εκφραστικές ομοιότητες ή η αυτούσια ενσωμάτωση δανείων από το υποκείμενο. Εξίσου, αποτελεσματικά, όμως η διακειμενικότητα μπορεί να ενεργοποιείται στο στάδιο της πρόσληψης (θεατρικής, αναγνωστικής κ.λπ.). Ο θεατής ή αναγνώστης, δηλαδή, προσλαμβάνοντας το θεατρικό/λογοτεχνικό σημείο, το επεξεργάζεται, αυτόματα σχεδόν, μέσα από το φίλτρο της προτέρας θεατρικής/λογοτεχνικής εμπειρίας του. Η επιστημονική μελέτη της διακειμενικότητας επικεντρώνεται στην ανάπλαση κατά το δυνατόν του ορίζοντα προσδοκιών του αρχικού αναγνώστη (ή διαφορετικών κατηγοριών πρώτου αναγνώστη)· αν, δηλαδή, το υπερκείμενο περιλαμβάνει αρκετά ευκρινείς δείκτες προς άλλα κείμενα, τα οποία το πρώτο κοινό θα μπορούσε εύκολα να ανασύρει και να αντιπαραβάλει με το υπερκείμενο.
Στην περίπτωση της τραγωδίας, τα έπη του Ομήρου και του Κύκλου, καθώς και οι προηγούμενες τραγωδικές εκδοχές του ιδίου μύθου, είναι πάντοτε προφανείς υποψηφιότητες. «Ο Φιλοκτήτης», γράφει ο S. Schein (σ. 15),
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στη σελίδα antonispetrides.wordpress.com
- Αρθρογραφία: Λωτοφάγοι
- Ακολουθήστε τη σελίδα μας στο facebook Φιλολογικός Ιστότοπος για να ενημερώνεστε για όλα τα εκπαιδευτικά θέματα.