Του Νίκου Τσούλια
Αν εξετάσουμε τους βασικούς – γενικούς στόχους της θεσμικής εκπαίδευσης, θα παρατηρήσουμε ότι αυτοί έχουν διαμορφωθεί κατά την περίοδο της δεκαετίας του 1980 με τον Ν. 1566/1985.
Έκτοτε δε συζητήθηκε και δεν αναπτύχθηκε στην ελληνική κοινωνία ένα νομοθετικό πλαίσιο, που θα λάμβανε υπόψη του τη σημερινή ιστορικότητα και τις αυριανές προοπτικές της χώρας. Όλες οι μετέπειτα θεσμικές παρεμβάσεις ήταν αποσπασματικές και δεν αφορούσαν τον εκπαιδευτικό χάρτη της χώρας στο σύνολό του.
Στο διεθνή χώρο κυριαρχεί σήμερα όλο και περισσότερο το αγγλοσαξονικό σύστημα εκπαίδευσης. Σ’ αυτό το σύστημα, στο οποίο πρωτοστατούν οι Η.Π.Α., η Μ. Βρετανία, η Αυστραλία, η Ν. Ζηλανδία και ο Καναδάς, έχουν προσχωρήσει με έντονους ρυθμούς οι “Ασιατικές τίγρεις” και οι χώρες της Α. Ευρώπης. Ουσιαστικά το σύστημα αυτό εκφράζει κατεξοχήν τη σημερινή τάση της παγκοσμιοποίησης και της διεθνοποίησης της οικονομίας όλης της ανθρωπότητας. Ως βασική επιταγή το αγγλοσαξονικό σύστημα έχει την πρόσδεση της εκπαίδευσης στην αγορά εργασίας και τη διαμόρφωση ενός περιεχομένου που θα τείνει όλο και περισσότερο προς την κατάρτιση. Ως δέλεαρ και ως «επιτακτική ανάγκη» εμφανίζεται η μεγαλύτερη δυνατότητα εξεύρεσης εργασίας από τους νέους και τις νέες.
Ως βασικά εργαλεία προώθησης αυτού του τύπου εκπαίδευσης είναι η αγγλική τριτοβάθμια εκπαίδευση που παρέχεται ως μια εγγύηση για την απασχόληση των νέων, αφού αφορά το μεγάλο μέρος του κόσμου και ουσιαστικά αποτελεί μια «βαριά βιομηχανία» κυρίως των Η.Π.Α. και της Μ. Βρετανίας. Συμπληρωματικά εργαλεία προαγωγής αυτής της εκπαίδευσης είναι διεθνείς οργανισμοί με επικεφαλής τον Ο.Ο.Σ.Α., τα περισσότερα διεθνή συνέδρια και τα συστήματα αξιολόγησης. Τα τελευταία μάλιστα υιοθετώντας όλο και πιο εργαλειακά και καταρτισιακά μέσα αξιολόγησης φτάνουν στο σημείο να κατατάσσουν τα εκπαιδευτικά συστήματα των «Ασιατικών τίγρεων» σε καλύτερες θέσεις από εκείνες των εκπαιδευτικών συστημάτων της Γερμανίας και της Γαλλίας. Επιπρόσθετο στοιχείο προώθησης του αγγλοσαξονικού συστήματος είναι η διαρκής επέκταση της αγγλικής γλώσσας, η οποία δεν αποτελεί πλέον τη lingua franca της εποχής μας αλλά τείνει έτι περαιτέρω να παίρνει και τη μορφή μητροδίδακτης γλώσσας, αφού διδάσκεται από πολύ μικρές ηλικίες και σε αρκετές μη αγγλόφωνες χώρες και επομένως συνεργεί στη φοίτηση σε αγγλόφωνους θεσμούς της εκπαίδευσης.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά τα δεδομένα, μπορεί κάποια χώρα να αδιαφορήσει γι’ αυτή τη διεθνή τάση εκπαίδευσης; Φυσικά και όχι. Υπάρχουν άλλωστε και ένα επιπρόσθετο στοιχείο που συνηγορεί ακόμα περισσότερο. Το «Διεθνές Απολυτήριο» (International Baccalaureate), που χορηγείται από τον Οργανισμό Διεθνούς Απολυτηρίου (International Baccalaureate Organization, I.B.O.) και που διαμορφώνει ένα ενιαίο κορμό εκπαιδευτικού περιεχομένου σε όλες τις χώρες που εφαρμόζεται και που μέσω αυτού εισάγονται φοιτητές σε πολλά πανεπιστήμια του κόσμου, είναι προσανατολισμένο προς την ίδια κατεύθυνση.
Από την άλλη πλευρά, είναι δυνατόν να κινηθεί το εκπαιδευτικό σύστημα μιας χώρας σε μορφές εκπαίδευσης που αντιστοιχούν σε άλλα μοντέλα ανάπτυξης, σε διαφορετική κουλτούρα λαών ακόμα και σε ξεχωριστή ιστορική πορεία; Είναι δυνατόν να ενιαιοποιηθεί η εκπαίδευση σε έναν και μόνο τύπο και να ισοπεδωθούν οι διαφορετικότητες εθνών, λαών και πολιτισμών; Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να τεθεί ούτε καν ως απλή υπόθεση εργασίας.
Καλείται, ως εκ τούτου, η ελληνική εκπαίδευση να διαμορφώσει το δικό της νέο καταστατικό χάρτη της εκπαίδευσης λαμβάνοντας υπόψη: πρωτίστως τις προτεραιότητες της χώρας και συμπληρωματικά τις εξελίξεις τόσο στο διεθνή χώρο όσο και εκείνες που συμβαίνουν στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προς τούτο οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε μερικώς την έννοια της Γενικής Παιδείας στο περιεχόμενο των αναλυτικών προγραμμάτων αλλά και να αναστοχαστούμε πάνω στους άξονες των κινημάτων που αναπτύχθηκαν στα τέλη του 20ουαιώνα, δηλαδή στα κινήματα της κριτικής σκέψης (teaching thinking skills), της ομαδοσυνεργατικής διδασκαλίας (cooperative learning), της αποτελεσματικής διδασκαλίας (effective teaching) και εκείνου του κινήματος «επιστροφής στα βασικά» (back to basics movement).
Ένα μεταρρυθμιστικό εγχείρημα δεν μπορεί να οριοθετείται απλά και μόνο στην ανανέωση των γνωστικών αντικειμένων, αλλά οφείλει να διαμορφώνει ένα άλλο Παιδαγωγικό Παράδειγμα που θα ανταποκρίνεται στις πολυσύνθετες απαιτήσεις της εποχής. Να τολμήσουμε να αγγίξουμε την έννοια της παιδείας με διάθεση κριτικής ματιάς. Να θέσουμε στο κέντρο της δημόσιας συζήτησής μας τον πυρήνα της παιδείας και της μόρφωσης και να μην ξεκινήσουμε το διάλογο επί των σημείων μιας ήδη συρρικνωμένης νομοθετικής πρότασης. Να προβληματιστούμε σε πολλά αυτονόητα αλλά ανέγγιχτα σημεία. Να θέσουμε ερωτήματα και προβληματισμούς.
Ας μελετήσουμε βασικά στοιχεία που έχουν θέσει οι μεγάλοι παιδαγωγοί μας και οι διανοούμενοί μας. Για παράδειγμα, ο μεγάλος μας μουσικοσυνθέτης Μάνος Χατζιδάκις είχε θέσει έναν ποιητικό και εύστοχο προβληματισμό. «Και πρώτα απ’ όλα, τι εννοούμε λέγοντας παιδεία; την πληροφορία, την τεχνική, το δίπλωμα εξειδίκευσης που εξασφαλίζει γάμο, αυτοκίνητο κι ακίνητο, με πληρωμή την πλήρη υποταγή του εξασφαλισθέντος ή την πνευματική και ψυχική διάπλαση ενός ελεύθερου ανθρώπου, με τεχνική αναθεώρησης κι ονειρικής δομής, με αγωνία απελευθέρωσης και με διαθέσεις μιας ιπτάμενης φυγής προς τ’ άστρα;».
Από την εποχή που ο Χαρώνδας νομοθέτησε στην Κατάνη της Ν. Ιταλίας τις πρώτες μορφές σχολείων «Χαρώνδας ενομοθέτησεν πρώτος τους υιείς άπαντας των πολιτών μανθάνειν γράμματα της πόλεως χορηγούσης τους μισθούς τοις διδασκάλοις» (Χαρώνδας πρώτος νομοθέτησε όλα τα παιδιά των πολιτών να μαθαίνουν γράμματα και η πόλη να πληρώνει τους μισθούς των δασκάλων)[i], από την εποχή των σχολείων των σοφιστών της αρχαίας Αθήνας μέχρι σήμερα που το σχολείο της ύστερης βιομηχανικής ή της μετα-βιομηχανικής εποχής μετασχηματίζεται υπό την πίεση του πολιτισμού της πληροφορίας, η σχολική εκπαίδευση έχει περάσει από πολλές ιστορικές φάσεις. Σήμερα βρίσκεται σε νέα φάση, αντιμετωπίζει νέα κοινωνικά, πολιτισμικά και επιστημονικά δεδομένα.
Το σχολείο της νέας εποχής δεν μπορεί να απαντήσει στις πολλαπλές προκλήσεις με επιμέρους τροποποιήσεις, οφείλει να διαμορφώσει έναν νέο παιδαγωγικό λόγο, μια σύγχρονη έννοια γενικής παιδείας, ένα μορφωτικό ιδεώδες. Από την εποχή του Πλάτωνα (Πολιτεία) η παιδεία δεν εθεωρείτο συσσώρευση γνώσεων, αλλά διέγερση και καλλιέργεια των εσωτερικών δυνάμεων και καταβολών του ανθρώπου. Επομένως, όσο το σχολείο δεν αγγίζει τα μεγάλα προτάγματα του ανθρώπου, της ζωής και της κοινωνίας και οριοθετεί τη συζήτησή του επί κάποιων γνωστικών αντικειμένων, δεν πρόκειται να δώσει νέα πνοή στο σύγχρονο άνθρωπο που είναι πολλαπλά αλλοτριωμένος και χειραγωγημένος.
Και για να ψηλαφίσει αυτά τα θέματα, η συζήτηση θα πρέπει να γίνει επί του πολιτικού και ιδεολογικού πεδίου. Εδώ χρειάζονται οι γόνιμες πολιτικές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις ιδεών και προτάσεων και των κομμάτων και των κοινωνικών φορέων και των πολιτών, άλλωστε, εκ των πραγμάτων, «η παιδεία είναι ένα αντινομικό φαινόμενο, βαίνει δηλ. διαμέσου πολλών αντινομιών και αρκετών αντιρρήσεων»[ii]. Γιατί, όπως πολύ χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί, «το σχολείο δεν αλλάζει αλλάζοντας το σχολείο».
Το σχολείο οφείλει να αναζητήσει ένα νέο περιεχόμενο που θα εμπνέεται και θα εκφράζει τα ουμανιστικά ιδεώδη. «Να φωτίζεται βαθύτερα και πολύμερα η ζωή και τα προβλήματά της, και να ετοιμάζεται ο δρόμος για μια θεωρία της ζωής και του Κόσμου… Άλλωστε το ανθρωπιστικό ιδανικό είναι εσωτερική ανάγκη της ανθρωπότητας και όχι ουτοπία, είναι ανάγκη ιστορική που ανοίγει μακρινή προοπτική για το μέλλον» (Ε. Παπανούτσος). Να θέσει ως θεμελιακούς στόχους την πνευματική εξύψωση του ανθρώπου, την προαγωγή του κοινωνικού του ρόλου, την καλλιέργεια της αγάπης και της αλληλεγγύης. Να προσδιορίσει με σαφή τρόπο το ιδανικό ηθικό του ανθρώπου, έτσι ώστε «να μεταμορφωθεί η υλική αλληλεξάρτηση σε αλληλεξάρτηση ηθική και ανθρώπινη»[iii].
[i] Διόδωρος o Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Βιβλίο 12, κεφ.12. (πηγή: Φ.Κ. Βώρος)
[ii] Βερτσέτης, A. (2003), Γενική διδακτική, Αθήνα: έκδοση συγγραφέα, σ. 97
[iii] Ντιούι, Τ. (1939), Ελευθερία και πολιτισμός, Αθήνα: Γ. Παπαδημητρίου, σ. 187-188
Αρθρογραφία: Κριτική θεώρηση