Του Δημήτρη Χρυσόπουλου, Φιλόλογου – Ιστορικού
Σήμερα, η δημιουργία των σχολείων του 21ου αιώνα, αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, εφόσον πρέπει να προετοιμάζουν τους αυριανούς πολίτες. Κατά τη διάρκεια της σχολικής εξέλιξής τους, οι μαθητές καλούνται να ανταποκριθούν σε μια πληθώρα ερεθισμάτων και να κινητοποιηθούν για να κατακτήσουν γνώση που άλλοτε τους ενδιαφέρει περισσότερο και άλλοτε λιγότερο ή και καθόλου. Επιπρόσθετα, ο στόχος για γνώση συνοδεύεται από την προσπάθεια για υιοθέτηση κατάλληλων κοινωνικών συμπεριφορών.
Γι’ αυτό περισσότερο από ποτέ, στην εποχή της Γνώσης που διανύουμε, αποτελεί πρόκληση για κάθε εκπαιδευτικό η ανάληψη πρωτοβουλιών και ο σχεδιασμός καινοτόμων διδακτικών παρεμβάσεων, οι οποίες θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες των σύγχρονων μαθητών και θα τους εμπλέκουν ουσιαστικά στη μαθησιακή διαδικασία, στοχεύοντας στη γνωστική τους προαγωγή αλλά και στην κινητοποίηση του ενδιαφέροντος.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί καλούνται να αναλάβουν νέους ρόλους και να επαναπροσδιορίσουν τη μεθόδευση των διδακτικών τους πρακτικών µε την ενσωμάτωση των ψηφιακών τεχνολογιών στην τάξη. Οι εκπαιδευτικοί υπηρετώντας το απαιτητικό έργο τους να μεταφέρουν γνώση και να διαπαιδαγωγήσουν, προβληματίζονται για τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να επέμβουν στην κινητοποίηση και στη γενική ακαδημαϊκή και κοινωνικοσυναισθηματική εξέλιξη των μαθητών. Δεν είναι σπάνιες οι φορές που μαθητές ολοκληρώνουν σχολικά καθήκοντα αψηφώντας δυσκολίες, ενώ άλλοι παραιτούνται στην πρώτη δυσκολία. Συχνό είναι επίσης και το φαινόμενο ένας μαθητής να θέτει ιδιαίτερα υψηλούς στόχους, πολλές φορές μη ρεαλιστικούς, και να νιώθει ότι αποτυγχάνει.
Σε κάθε περίπτωση το κίνητρο είναι αυτό που θα δώσει την απαραίτητη ώθηση για να πετύχουμε τους στόχους μας και ένας βασικός διαχωρισμός των κινήτρων που αναπτύσσουμε όλοι μας, και επομένως και οι μαθητές, είναι αυτός ανάμεσα στα εσωτερικά και τα εξωτερικά κίνητρα. Στο πλαίσιο της διαδικασίας της μάθησης όταν ένας μαθητής έχει αναπτύξει εσωτερικά μαθησιακά κίνητρα τότε θέλει να μάθει κάτι γιατί βρίσκει αξία στο αντικείμενο που διδάσκεται. Αντίθετα, ένας μαθητής που έχει εξωτερικά κίνητρα μάθησης, θέλει να μάθει κάτι γιατί αναμένει κάποια εξωτερική ανταμοιβή. Σε γενικές γραμμές οι μαθητές που έχουν εσωτερικά κίνητρα έχουν καλύτερους βαθμούς και ακαδημαϊκή πορεία, επιλέγουν όλο και πιο δύσκολα έργα, προσπαθούν με συνέχεια και συνέπεια και γενικά αισθάνονται καλά με τη μαθησιακή διαδικασία, ενώ, αντίθετα, αυτοί οι οποίοι υιοθετούν εξωτερικά κίνητρα, συνήθως -αλλά όχι πάντα- εμφανίζουν λιγότερο προσαρμοστική μαθησιακή συμπεριφορά: έχουν λιγότερο καλούς βαθμούς, έχουν πιο αρνητικά συναισθήματα απέναντι στις μαθησιακές διαδικασίες, είναι πιο πιθανό να επιλέγουν τα πιο εύκολα έργα έναντι των πιο δύσκολων κτλ.
Πώς θα δώσουμε όμως κίνητρα;
Σίγουρα η κουβέντα περί κινήτρων είναι μεγάλη και δεν εξαντλείται μέσα σε λίγες γραμμές, αρχικά όμως σκόπιμο κρίνεται να τονιστεί ότι ένας εκπαιδευτικός θα πρέπει να προκαλέσει στους μαθητές μια γοητεία για το μάθημα, μια αίσθηση σύνδεσης του μαθήματος µε τη ζωή και τον κόσμο και µια αίσθηση προσωπικής ολοκλήρωσης για την κατάκτηση της γνώσης. Με άλλα λόγια, οι εκπαιδευτικοί μπορούν να τονώσουν το ενδιαφέρον και τα κίνητρα των μαθητών για να μάθουν, όταν παρέχουν ουσιαστική και προκλητική εργασία, επιτρέπουν στους μαθητές να αναλαμβάνουν την ευθύνη πάνω στην εργασία τους, και παρέχουν φροντίδα και υποστήριξη για τη μάθηση. Επιπλέον, είναι σημαντικό οι εκπαιδευτικοί να υιοθετήσουν πρακτικές που ενθαρρύνουν την αυτονομία των μαθητών, δηλαδή να παρέχουν στους μαθητές επιλογές σχετικά µε το θέμα πάνω στο οποίο πρόκειται να εργαστούν, να προσφέρουν βοήθεια για το πως θα ολοκληρώσουν μια εργασία και να δίνουν θετική ανατροφοδότηση.
Επιπρόσθετα η επιβράβευση και ο έπαινος αναμφίβολα αναδεικνύονται ισχυρές στρατηγικές πρόληψης και παρέμβασης στη διαχείριση της σχολικής τάξης, ενθαρρύνοντας τον μαθητικό πληθυσμό να εξελιχθεί και να βιώσει υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης από την εκπαιδευτική διαδικασία. Ωστόσο, οι στρατηγικές αυτές υπαινίσσονται την ανάγκη ενσωμάτωσής τους σε ένα πιο ολοκληρωμένο σύστημα τεχνικών, όπου ο εκπαιδευτικός καλείται να διαχειριστεί τις πολλαπλές ανάγκες των μαθητών του και να προσφέρει τις κατάλληλες δομές και ευκαιρίες για μικρά καθημερινά επιτεύγματα. Αξιόλογοι και ουσιαστικοί στόχοι που προσφέρονται με σαφήνεια στην τάξη, δημιουργούν ένα κλίμα ασφάλειας για τη ανάληψη ρίσκων από τους μαθητές. Ο έπαινος που αφορά στη συγκεκριμένη συμπεριφορά προς επιβράβευση, ενισχύει την αίσθηση επάρκειας, την ανάγκη για εκτίμηση και αφήνει περιθώριο για περαιτέρω εξέλιξη και επιθυμία για αυτοπραγμάτωση. Η σχέση που οικοδομεί ο εκπαιδευτικός με την ομάδα της τάξης του αλλά και με κάθε μαθητή ξεχωριστά, περικλείει τη διδασκαλία σε όλες τις εκφάνσεις της και είναι η αρχή και το τέλος για οποιαδήποτε παρέμβαση.
Παράλληλα δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι πολλές φορές «υπό τη σκιά» κάποιων σχολικών αποτυχιών ή μαθησιακών δυσκολιών, παραβλέπουμε ή υποτιμούμε καθημερινές επιτυχίες και κατακτήσεις των παιδιών. Είναι σημαντικό να έχουμε στο μυαλό μας πως μια επιτυχία, όσο μικρή κι αν είναι, για παράδειγμα τρεις από τις δέκα λέξεις γραμμένες σωστά, είναι μια επιτυχία, μια κατάκτηση, μια εξέλιξη που καλό είναι να τονίζεται και να επιβραβεύεται σε κάθε ευκαιρία. Εξάλλου, με μια ενισχυμένη αυτοεκτίμηση και έμπρακτη αναγνώριση των προσπαθειών του είναι πολύ πιθανό το παιδί την επόμενη φορά να προσπαθήσει περισσότερο και τ’ αποτελέσματα να είναι καλύτερα. Αντίθετα, αν η έμφαση δίνεται στα λάθη και τις αποτυχίες είναι εύκολο να δημιουργηθεί σταδιακά ένα αρνητικό κλίμα αποθάρρυνσης και ίσως ακόμα και παραίτησης.
Τέλος, καθώς η διαδικασία αλλαγής συμπεριφοράς αποτελεί ένα απαιτητικό έργο για τον καθένα μας, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι, για να τροποποιήσουν οι εκπαιδευτικοί τον τρόπο προσέγγισης των μαθητών και να ενσωματώσουν την επιβράβευση με λειτουργικό και συστηματικό τρόπο, χρειάζεται εξίσου να νιώσουν ασφαλείς κατά την δοκιμή οποιωνδήποτε νέων εφαρμογών. Η παροχή υποστηρικτικών δομών προς τους εκπαιδευτικούς κρίνεται απαραίτητη, γιατί όλοι χρειαζόμαστε ενθάρρυνση για να συνεχίζουμε να εξελισσόμαστε.
Συμπερασματικά κάθε εκπαιδευτικός ονειρεύεται να ενισχύσει με τη μεταδοτικότητά του τη γνωστική ανάπτυξη των μαθητών του, αξίζει όμως να θυμάται ότι, αν προσεγγίσει τους μαθητές του με ζεστασιά και ενδιαφέρον, ακόμα κι αν δεν κατακτήσουν το αντικείμενο του μαθήματος, θα τους έχει προσφέρει ευκαιρίες για την ανάπτυξη του αυτοσεβασμού τους.