Του Δημήτρη Χρυσόπουλου, Φιλόλογου – Ιστορικού
Ένα θέμα διαχρονικής και όχι μόνο συζήτησης που γίνεται κάθε χρόνο, είναι αυτό της αναγκαιότητας αλλαγών στα σχολικά εγχειρίδια, είτε εξ ολοκλήρου είτε μερικώς. Σίγουρα, μιλάμε για ένα ζήτημα που δεν λύνεται από τη μια στιγμή στην άλλη αφού χρειάζονται χρονοβόρες διαδικασίες αλλά και πολύ προσεκτικές επιλογές, ώστε τα νέα αυτά που βιβλία που θα «έρθουν», να μπορούν και να «μείνουν» για χρόνια, όχι από ανάγκη αλλά επειδή όντως θα συνδράμουν ουσιαστικά στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Πρόσφατα, μάλιστα, η υπουργός Παιδείας δήλωσε ότι «ετοιμάζονται από το Ινστιτούτο της Εκπαιδευτικής πολιτικής νέα βιβλία και προγράμματα σπουδών, πάντοτε ακολουθώντας τη γραμμή της κριτικής σκέψης, της βιωματικής μάθησης, της καλλιέργειας δεξιοτήτων». Ορμώμενος από την παραπάνω δήλωση, αυθόρμητα σκέφτηκα ότι πριν αλλάξουμε όλα τα βιβλία, κρίνεται επιβεβλημένη η -εκ νέου- αξιολόγηση των υπαρχόντων σχολικών εγχειριδίων ως απαραίτητη προϋπόθεση για την αναβάθμιση της παρεχόμενης ποιότητας της εκπαίδευσης. Οι εκπαιδευτικές αρχές οφείλουν να διασφαλίζουν την υψηλή ποιότητα ενός σχολικού βιβλίου και να προσαρμόζονται στις εκάστοτε συνθήκες.
Το σχολικό βιβλίο, ήταν, είναι και θα είναι το βασικό εργαλείο για καθηγητές και μαθητές για αυτό και πρέπει να αποτελεί την έντυπη παρουσίαση της διδακτέας ύλης ενός γνωστικού αντικειμένου για μια συγκεκριμένη τάξη και σχολική βαθμίδα, όπως αυτή καθορίζεται από το επίσημο πρόγραμμα σπουδών, και ταυτόχρονα να εξυπηρετεί τις ανάγκες της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Παράλληλα αποτελεί περισσότερο ένα εργαλείο μέσα από το οποίο ο μαθητής αντλεί πληροφορίες για ένα γνωστικό αντικείμενο και προσφέρει στον μαθητή τη δυνατότητα αξιολόγησης της μάθησής του μέσα από ποικίλες ασκήσεις και δραστηριότητες. Επομένως, το σχολικό βιβλίο υποστηρίζει τη γνωσιακή, μαθησιακή και διδακτική διάσταση της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Τα σχολικά εγχειρίδια, όμως, διαφέρουν ως προς τους στόχους, το περιεχόμενο και τα χαρακτηριστικά ανάλογα με το μαθησιακό αντικείμενο και τη σχολική τάξη και πρέπει να χαρακτηρίζονται από υψηλή ποιότητα, ώστε να ικανοποιούν τις λειτουργίες τους. Για το λόγο αυτό αποτελεί αναγκαιότητα τα σχολικά βιβλία να περιορίζονται στην επιλογή του ουσιώδους και του βασικού, να διαρθρώνουν τη διδακτέα ύλη σε ένα ενιαίο σύνολο με σχέσεις συνάφειας ή ακολουθίας και να την απλοποιούν και συγχρόνως να προτρέπουν σε ανακυκλωτική διαδικασία μάθησης.
Σημαντικό, όμως, συστατικό της διδακτικής της χρήσης του σχολικού βιβλίου είναι και ο τρόπος με τον οποίο μπορεί ο εκπαιδευτικός να χρησιμοποιήσει αυτό το εργαλείο που προορίζεται να βοηθήσει τους μαθητές να κατανοήσουν τις έννοιες που εμφανίζονται μπροστά τους, όπως επίσης και η γνώση που έχει και ο εκπαιδευτικός σχετικά με τον τρόπο που θα το προσαρμόσει, ώστε να το χρησιμοποιήσει στη σχολική τάξη.
Ο τρόπος που χρησιμοποιούνται τα εγχειρίδια στην τάξη εξαρτάται αποκλειστικά από το περιβάλλον διδασκαλίας που δημιουργεί ο εκπαιδευτικός και το οποίο θα μπορούσε να αναπαρασταθεί, με το τρίπτυχο εκπαιδευτικός, μαθητής και σχολικό βιβλίο το οποίο απεικονίζει τις τρεις σχέσεις κλειδιά που διαμορφώνονται στις σχολικές τάξεις.
Αναφαίρετα, οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ εκπαιδευτικών, βιβλίων και μαθητών έχουν μεγάλη σημασία για ένα αποτελεσματικό περιβάλλον μάθησης… Γι’ αυτό και το σχολείο οφείλει να λειτουργεί ως χώρος όπου οι νέοι θα δημιουργούν μια σταθερή σχέση αγάπης με το βιβλίο και όχι ως χώρος όπου το βιβλίο θα αντιμετωπίζεται ως μέσο καταπίεσης. Είναι σημαντικό, επομένως, να ληφθεί μέριμνα ώστε η εκπαιδευτική διαδικασία να αποδεσμευτεί από την αυστηρή και ανούσια αποστήθιση και να στραφεί σε μια πιο δημιουργική και πιο γόνιμη επαφή με τη γνώση.
Τα βιβλία της Ιστορίας
Στο σημείο αυτό θα ήθελα -ιδιαίτερα- να σταθώ στα σχολικά βιβλία της Ιστορίας, πολλά εκ των οποίων, δεν έρχονται να βοηθήσουν ουσιαστικά τους μαθητές να κατανοήσουν τα γεγονότα εις βάθος αλλά και να εξασκήσουν την κριτική τους ικανότητα. Πολλά, μάλιστα, από αυτά έχουν μεγάλα χρονικά άλματα, άλλα είναι κακογραμμένα και σε ορισμένα σημεία κάλλιστα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ίσως υπάρχουν αμφιλεγόμενες γλωσσικές επιλογές που επηρεάζουν σαφώς και το βαθύτερο νόημα των γεγονότων.
Υποχρέωση των σχολικών βιβλίων της Ιστορίας είναι η παρουσίαση και σε βάθος ανάλυση των παραγόντων και καταστάσεων που αποτελούν σημεία έντασης και προστριβής ανάμεσα στις χώρες. Δεν πρέπει να υπάρχει απόκρυψη ή σκόπιμη παραποίηση φλεγόντων θεμάτων και λογοκρισία στα κρίσιμα σημεία της εξιστόρησης των γεγονότων, ανάλογα φυσικά με τις ιδεολογικές πεποιθήσεις των συγγραφέων. Ένα σχολικό εγχειρίδιο οφείλει τουλάχιστον να μην είναι ιστορική παραχάραξη ή αντιεπιστημονική θεώρηση. Επιπρόσθετα οφείλει να μην καλλιεργεί εθνικισμό, τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία καθώς ζούμε σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία και κάτι τέτοιο σίγουρα δυσκολεύει την αρμονική συμβίωση.
Η συγγραφή ενός ιστορικού εγχειριδίου πρέπει να συμβαδίζει με την εξέλιξη της ιστορικής επιστήμης και μεθόδου. Απαραίτητη, λοιπόν, είναι η συνεργασία ακόμη και των χωρών ως προς την ανταλλαγή απόψεων σε θέματα θεωρίας και επιστημονικής εξέλιξης. Μπορεί να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις, όχι όμως πολλές και τελείως αντιφατικές «αλήθειες».
Σίγουρα, λοιπόν, είναι αναγκαία τόσο τα νέα προγράμματα όσο και τα νέα βιβλία. Τέτοιου είδους, όμως, ζητήματα, δεν λύνονται με ιδεοληψίες και εμμονές, ούτε και με πάρα πολλές γνώμες. Καλό θα ήταν, λοιπόν, τα νέα εγχειρίδια να συγγράψουν μάχιμοι εκπαιδευτικοί που έχουν άμεση επαφή με τη σχολική τάξη, δίνοντας έμφαση σε όλες εκείνες τις «ανορθογραφίες» που υπάρχουν σε πάρα πολλά εξ αυτών και τις οποίες τις συναντούν καθημερινά. Τα σχολικά βιβλία πρέπει να είναι λειτουργικά και χρήσιμα, ώστε να αυξηθούν και οι πιθανότητες να αγαπηθούν από τα παιδιά. Το εγχείρημα είναι δύσκολο, όλοι το γνωρίζουν αυτό, δεν είναι όμως και ακατόρθωτο…