Γράφει η Νικολέτα Θάνου
“Είμαι δεμένος με την Ελλάδα με μια κλωστή, αλλά αυτή η κλωστή είναι η ζωή μου”. Από τα γράμματα στην Εύα του Άγγελου Σικελιανού.
Καλοκαίρι 2020, μπροστά στην οικία του Άγγελου Σικελιανού στη Λευκάδα. Το πατρικό σπίτι του ποιητή έχει μετατραπεί πλέον σε ένα σύγχρονο μουσείο το οποίο δεν έχει σκοπό να εκθέσει στον επισκέπτη αντικείμενα και γραπτά, ούτε να του διηγηθεί μια ιστορία με αρχή μέση και τέλος, αλλά να του προσφέρει μια μοναδική βιωματική εμπειρία, να τον κάνει να δει πίσω από τα αντικείμενα, να ψυχανεμισθεί την παρουσία του ποιητή, του “Άρχοντα της λαλιάς μας”, όπως τον χαρακτήρισε ο νομπελίστας ποιητής Γ.Σεφέρης.
Μετά την αναστήλωση της οικίας και την αποτροπή κατ’ αυτόν τον τρόπο της επικείμενης κατάρρευσής της ύστερα από την χορηγία και την κοινωνική προσφορά της Εθνικής Τράπεζας, ο ποιητής επιστρέφει στο σπίτι του. Ένα σπίτι, διαμορφωμένο μουσείο πλέον, στο οποίο κυριαρχεί η αύρα του οραματιστή ενός παγκόσμιου οικουμενικού ιδεώδους, του εθνικού ταγού, του πράττοντος διανοητού, του παρόντος πολιτικά λογοτέχνη, του μεγάλου λυρικού ποιητή και ταυτόχρονα του πάσχοντος ανθρώπου, του ευάλωτου στον έρωτα, στην οικονομική ανημποριά, του γυμνού μπροστά στο θάνατο. Δύσκολο να κλείσεις σε ένα μουσείο αυτή την πολύπτυχη και εκρηκτική προσωπικότητα, αυτόν τον διεθνούς εμβέλειας ποιητή, αυτή τη γεμάτη από αγάπη για τον άνθρωπο ψυχή. Και όμως αισθάνεσαι σε κάθε σου βήμα ότι σε ακολουθεί ο βηματισμός του ποιητή, δεν είσαι μόνος στην περιήγησή σου. Ο ιδιαίτερος φωτισμός σε όλα τα διαμερίσματα του μουσείου, τα γαιώδη χρώματα, αλλά και η σπηλαιώδης φωνή του ποιητή να απαγγέλει στίχους μέσα από ηχητικά ντοκουμέντα καθιστούν το χώρο ιδιαίτερα οικείο και ενισχύουν το βίωμα του επισκέπτη. Ακολούθως η ποικιλία των εκθεμάτων (εκδόσεις σπάνιες και χειρόγραφα, η πένα του ποιητή, τηλεγραφήματα, φωτογραφικό υλικό, η αλληλογραφία του Άγγελου και της Εύας του, τα κοστούμια που ύφανε η Εύα για τις Δελφικές εορτές, θώρακες από μπρούτζο και σιδερένια σπαθιά για τους οπλίτες του πυρρίχιου χορού, μάσκες για τους ηθοποιούς) αλλά και η μεγαλογράμματη γραφή του Σικελιανού που ντύνει τους τοίχους, ζωντανεύουν όχι μόνο το προσωπικό σύμπαν , αλλά και τον κόσμο έξω από τον ποιητή.
Ο επισκέπτης εσωτερικεύει την ατμόσφαιρα των πρώτων παιδικών χρόνων του Σικελιανού, του περιβάλλοντος που τον διαμόρφωσε και τον ώθησε στην υλοποίηση των οραμάτων του. Αυτά σε μία πρώτη ανάγνωση. Σε μία δεύτερη έρχεται σε επαφή όχι μόνο με τις τοπικές, αλλά και με τις διεθνείς καταβολές που οδήγησαν στην σύνδεση του ποιητικού του έργου με την πράξη (Δελφικές Εορτές) αλλά και τη στάση του ως πολιτικού αντρός και διανοούμενου. Τέλος, το βλέμμα του επισκέπτη πλανάται στα πρόσωπα και εκεί μένει για πολλή ώρα. Η Απολλώνια ομορφιά του ποιητή και το βαθύ του βλέμμα, που φαίνεται να ατενίζει το μέλλον, η χάρη και η ευγένεια της μορφής της Εύας σε μαγνητίζουν και σε μεταφέρουν στην εποχή τους. Ο χρόνος σταματά για λίγο μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποιείς με μια γλυκιά μελαγχολία ότι η ξενάγηση έφτασε στο τέλος της.
Πρόκειται ίσως για ένα μουσείο – κόσμημα, όπως πολύ εύστοχα έχει χαρακτηριστεί. Ένα μουσείο πνευματικής δημιουργίας και όχι μόνο ενθυμημάτων, που εμπερικλείει το σύνολο της προσωπικότητάς και της ζωής του μεγάλου δημιουργού, και συνιστά υπόμνηση του αχωρήτου της εθνικής του παρουσίας και των οραμάτων του. Ένα μουσείο που αναδεικνύει με τον πιο όμορφο τρόπο ένα σημαντικό κομμάτι του εθνικού μας πολιτισμού.