Του Δημήτρη Χρυσόπουλου, Φιλόλογου – Ιστορικού
Ολοκληρώθηκε, ήδη, η πρώτη εβδομάδα επιστροφής των μαθητών στα Λύκεια της χώρας με τη διενέργεια αυτοδιαγνωστικών τεστ και σε γενικές γραμμές -αν εξαιρέσουμε ορισμένα περιστατικά που είδαν το φως της δημοσιότητας- η εκπαιδευτική διαδικασία άρχισε σταδιακά να επανέρχεται, έστω και υπό τις δύσκολες αυτές συνθήκες που υπάρχουν για όλους μας. Πλέον, το επόμενο βήμα είναι η επιστροφή των υπόλοιπων βαθμίδων εκπαίδευσης στα θρανία μετά το Πάσχα και φυσικά η διενέργεια των πανελλαδικών εξετάσεων στα μέσα Ιουνίου.
Τα ανοιχτά ζητήματα είναι αρκετά με κυριότερα φυσικά αυτά της εφαρμογής της τράπεζας θεμάτων και γενικότερα της διενέργειας προαγωγικών και απολυτήριων εξετάσεων, ενώ παράλληλα πληθαίνουν οι αντιδράσεις όσον αφορά την εφαρμογή από φέτος της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (Ε.Β.Ε.) για την είσοδο στα ΑΕΙ και μάλιστα σε πολλά σχολεία έχουν ξεκινήσει καταλήψεις με το αίτημα αυτό. Ειδικά, μάλιστα, για τα δύο πρώτα ζητήματα νομίζω ότι πλέον η αναβολή των εξετάσεων και η μη εφαρμογή της τράπεζας θεμάτων αποτελεί μονόδρομο και είναι πολύ πιθανό μέσα στο Μάιο να γίνουν και οι σχετικές ανακοινώσεις, εκτός αν το υπουργείο αποφασίσει να πορευτεί δίχως να αφουγκραστεί την κοινή λογική. Ακόμη, κατά τη γνώμη μας, την ώρα που οι υποψήφιοι των πανελλαδικών εξετάσεων διανύουν μια χρονιά γεμάτη αβεβαιότητα και άγχος, ίσως η αναβολή της εφαρμογής της Ε.Β.Ε. για φέτος να ήταν μια σωστή κίνηση. Ας τελειώσουν όλα ομαλά φέτος και υπάρχει άπλετος χρόνος να εφαρμοστεί από του χρόνου.
Μέσα σ’ όλα αυτά, όμως, το υπουργείο -εκτός των άλλων- οφείλει να αρχίσει να καταστρώνει τα πλάνα του ενόψει της νέας σχολικής χρονιάς η οποία επ’ ουδενί λόγο δεν πρέπει να κυλήσει όπως η φετινή. Πλέον, μετά από τόσους μήνες συμβίωσης με την πανδημία δεν θα υπάρχει η παραμικρή δικαιολογία αν και τη νέα σχολική χρονιά, εφόσον ο ιός συνεχίζει να μας ταλαιπωρεί, παρατηρηθεί η φετινή κατάσταση όπου τα προβλήματα διαδέχονται το ένα τ’ άλλο με αποτέλεσμα η εκπαιδευτική διαδικασία να προχωράει πάρα πολύ αργά… Τρανταχτό παράδειγμα του κακού προγραμματισμού αποτελεί το γεγονός ότι η σχολική χρονιά τείνει να ολοκληρωθεί σε δύο μήνες -ως επί το πλείστον με τηλεκπαίδευση- και τα πολυδιαφημισμένα «voucher» των 200 ευρώ για την αγορά εξοπλισμού από μαθητές ξεκίνησαν πριν λίγες ημέρες…
Αρχής γενομένης, λοιπόν, ενόψει της νέας σχολικής χρονιάς ο Σεπτέμβριος πρέπει να βρει κάθε σχολείο με επάρκεια σε διδακτικό προσωπικό. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ξεκινήσει άλλη μια χρονιά με κενά σε καθηγητές, πόσο μάλλον από τη στιγμή που είναι αναγκαίο περισσότερο από ποτέ να καλυφθούν στο έπακρο όλα τα διδακτικά κενά που δημιουργήθηκαν λόγω της πανδημίας και της τηλεκπαίδευσης. Παράλληλα, είναι αναγκαίο να προχωρήσει η επιμόρφωση των καθηγητών με βάση τα νέα δεδομένα που δημιουργούνται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έπειτα από τις σαρωτικές αλλαγές που προωθούνται, προκειμένου να έχουν στα χέρια τους όλα τα μέσα ώστε να επιτελέσουν το ρόλο τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Μια επιμόρφωση που θα πρέπει αυτή τη φορά να έχει συγκεκριμένο πλάνο και στόχευση και όχι γενικόλογες οδηγίες που προκαλούν μεγαλύτερη σύγχυση σε όλους.
Ένα ακόμη ζήτημα που σίγουρα πρέπει να εξεταστεί με μεγάλη προσοχή αφορά τα προγράμματα σπουδών κάθε τάξης, όπως φυσικά και τα σχολικά εγχειρίδια. Στο πλαίσιο αυτό ωφέλιμο θα ήταν η ύλη των μαθημάτων να αναπροσαρμοστεί με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να μπορέσει ο εκπαιδευτικός να συνδυάσει την κάλυψη διδακτικών κενών προηγούμενων τάξεων προχωρώντας παράλληλα με τη νέα ύλη… Σίγουρα κάτι τέτοιο δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου, αν υπάρξει, όμως, σωστή οργάνωση με βάση τις πραγματικές ανάγκες των μαθητών, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία δύο χρόνια, κάλλιστα θα μπορέσει να συμβάλλει θετικά στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Ειδικά για τους φετινούς μαθητές της Β’ λυκείου θα πρέπει να υπάρξει η μέριμνα να οδηγηθούν στις πανελλαδικές με ένα διαφορετικό πλάνο από αυτό των προηγούμενων ετών, πόσο μάλλον από τη στιγμή που είναι πολύ πιθανό να συμμετέχουν στη διαδικασία απέχοντας από τις προαγωγικές εξετάσεις για δύο ολόκληρα χρόνια, δηλαδή αυτά της πρώτης και της δεύτερης τάξης του λυκείου. Επιπρόσθετα, «πονοκέφαλο» αποτελούν και τα σχολικά εγχειρίδια τα οποία ως επί το πλείστον δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της σύγχρονης εκπαίδευσης, ειδικά αυτά που αφορούν τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα. Σαφώς και το να αλλάξουν όλα τα βιβλία δεν γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη, πρέπει, όμως, κάποτε να πραγματοποιηθεί και να μη μένει μόνο στις εξαγγελίες, διότι τα σχολικά εγχειρίδια αποτελούν ζήτημα ζωτικής σημασίας για την εκπαίδευση, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε κάθε χώρα που σέβεται τον εαυτό της.
Για το τέλος άφησα ένα πρόβλημα που ενδεχομένως αν είχε λυθεί από φέτος να ήταν αρκετά μεγαλύτερο το διάστημα διά ζώσης εκπαίδευσης κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Το πρόβλημα αυτό, λοιπόν, αφορά το μεγάλο αριθμό μαθητών που υπάρχει σε κάθε σχολική τάξη με τη μείωση αυτού να αποτελεί μονόδρομο σε συνδυασμό πάντα με ένα μακροπρόθεσμο πλάνο ανάπτυξης των σχολικών υποδομών με βάση τις υπάρχουσες ανάγκες. Ακόμη, από τη στιγμή που η τηλεκπαίδευση μπήκε για τα καλά στη ζωή μας θεμιτό θα ήταν να αναβαθμιστούν και οι τεχνολογικές υποδομές των σχολείων προκειμένου να υποστηρίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία καθώς οι νέες τεχνολογίες αναντίρρητα αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο για όλους, το οποίο μπορεί να συνεισφέρει συμπληρωματικά προσφέροντας εναλλακτικούς τρόπους μάθησης.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω δεν είναι τα μοναδικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο πολύπαθος και παράλληλα τόσο κομβικός χώρος της εκπαίδευσης. Παρόλα αυτά η επίλυσή τους θα δημιουργούσε ένα σταθερό και γόνιμο έδαφος προκειμένου η νέα σχολική χρονιά να ξεκινήσει από καλύτερη αφετηρία σε σχέση με το παρελθόν.