Του Δημήτρη Χρυσόπουλου, Φιλόλογου – Ιστορικού

 

 

Η πολυπόθητη στιγμή της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων είναι ήδη παρελθόν αφού την Παρασκευή έγιναν γνωστές οι επιδόσεις των υποψηφίων στα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα. Από εδώ και πέρα, έχοντας ως βάση αυτές σε συνδυασμό με την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (Ε.Β.Ε.) όλοι οι υποψήφιοι σχεδιάζουν το μέλλον τους, είτε αυτό είναι εντός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είτε εκτός. Σε κάθε περίπτωση η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων μας οδηγεί σε αρκετά συμπεράσματα τα οποία και θα σχολιάσουμε αναλυτικότερα μέσα από την πάντα φιλόξενη στήλη του «www.filologikosistotopos.gr» σε επόμενο άρθρο μας.

 

Την ίδια ώρα, όμως, που αυτή η γενιά των υποψηφίων έχει σχεδόν ολοκληρώσει τον κύκλο της από τη στιγμή που πλέον επί της ουσίας απομένει η ανακοίνωση των ειδικών μαθημάτων, η συμπλήρωση του μηχανογραφικού δελτίου και φυσικά η ανακοίνωση των εισακτέων σε πανεπιστήμια και Ι.Ε.Κ., ήδη η φετινή Β’ λυκείου έχει ξεκινήσει το δικό της αγώνα δρόμου με την καλοκαιρινή προετοιμασία ενόψει των πανελλαδικών εξετάσεων του 2022. Μια προετοιμασία εξίσου δύσκολη με τη φετινή, ίσως θα έλεγα η δυσκολότερη των τελευταίων ετών, από τη στιγμή που οι συγκεκριμένοι υποψήφιοι έχουν να εξεταστούν γραπτά σε επίπεδο εξετάσεων σχολείου από τη Γ’ γυμνασίου καθότι λόγω της πανδημίας οι ενδοσχολικές και προαγωγικές εξετάσεις πέρσι και φέτος αναβλήθηκαν.

 

 Στο δύσβατο αυτό δρόμο που ήδη διανύουν οι υποψήφιοι των ανθρωπιστικών σπουδών θα βρουν μπροστά τους το μάθημα των λατινικών το οποίο οσάκις έχουμε τονίσει κατά το παρελθόν ότι επιστρέφει στη ζωή μας από τη στιγμή που θα αντικαταστήσει σε επίπεδο πανελλαδικών εξετάσεων αυτό της Κοινωνιολογίας. Στο πλαίσιο αυτό, μάλιστα, δόθηκε τις προηγούμενες ημέρες στη δημοσιότητα τόσο η απόφαση για την εξεταστέα – διδακτέα ύλη του μαθήματος της Γ’ τάξης του λυκείου, όσο φυσικά και το πρόγραμμα σπουδών του.

 

Με βάση αυτό, λοιπόν, «το μάθημα των λατινικών δύναται, ανάμεσα σε άλλα, να συμβάλει στην προαγωγή της κριτικής σκέψης, στην καλλιέργεια της αυτοσυνειδησίας των μαθητών σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, και στην ανάπτυξη θετικής στάσης απέναντι στις ηθικές αξίες που συνιστούν το ανθρωπιστικό ιδεώδες. Ο κύριος χαρακτήρας του μαθήματος είναι μορφωτικός – ανθρωπιστικός και ειδικότερα αρχαιογνωστικός. Η διδασκαλία του αποβλέπει στη σταδιακή εξοικείωση των μαθητών με τη λατινική γλώσσα, που θα επιτρέψει στη συνέχεια μια πρώτη γνωριμία τους με τη ρωμαϊκή γραμματεία και τον κόσμο που τη γέννησε».

 

Παράλληλα, μεταξύ άλλων, τονίζεται ότι «για να αξιοποιηθεί το παιδευτικό περιεχόμενο των λατινικών, σκόπιμο είναι η διδασκαλία του μαθήματος να πλαισιώνεται από τη γνωριμία με τον ρωμαϊκό κόσμο, έστω σε στοιχειώδη βαθμό, ώστε να είναι ορατό το πεδίο στο οποίο αναπτύχθηκε, μιλήθηκε και εξελίχθηκε ως γλώσσα λογοτεχνίας και επιστήμης η κλασική αυτή γλώσσα».

 

Επιπρόσθετα, όπως για κάθε μάθημα, έτσι και για τα λατινικά, υπάρχουν ορισμένα προσδοκώμενα αποτελέσματα, με βάση τα οποία, όπως τονίζεται χαρακτηριστικά, «οι μαθητές αναμένεται να εφαρμόζουν τις αποκτηθείσες γνώσεις σε επίπεδο λεξιλογίου, γραμματικής και συντακτικού, προκειμένου να κατανοούν τα λατινικά κείμενα και να τα αποδίδουν στη νέα ελληνική. Παράλληλα, να συμπεραίνουν τις γλωσσικέςεπιδράσεις της λατινικής γλώσσας στις γλώσσες των λαών της Ευρώπης, ιδιαίτερα στην ελληνική, και να είναι σε θέση να αναγνωρίζουν την προέλευση λέξεων ευρωπαϊκών γλωσσών τις οποίες διδάσκονται στο σχολείο. Ακόμη, μεταξύ άλλων, στόχος είναι οι μαθητές τόσο να αναγνωρίζουν λέξεις της λατινικής που ως γλωσσικά δάνεια έχουν ενσωματωθεί στο λεξιλόγιο της νέας ελληνικής, όσο και να επισημαίνουν βασικές εκφραστικέςιδιαιτερότητες της λατινικής και να εξηγούν, να ερμηνεύουν και να σχολιάζουν τις ιδέες και τις αξίες ενόςκειμένου, αλλά και να τις συγκρίνουν με τις αξίες της σύγχρονης εποχής».

 

Διαβάζοντας όλα τα παραπάνω, θα πει κανείς ότι δείχνουν πολύ φυσιολογικά, πόσο μάλλον από τη στιγμή που σύσσωμος ο κλάδος των φιλολόγων «απαίτησε» -προτάσσοντας πολλά και ουσιαστικά επιχειρήματα το προηγούμενο διάστημα- την επαναφορά του μαθήματος ως εξεταζόμενο σε πανελλαδικό επίπεδο. Κάποιος άλλος, όμως, ο οποίος είδε την εξεταστέα – διδακτέα ύλη που δόθηκε στη δημοσιότητα, σίγουρα θα αναρωτιέται κατά πόσο είναι ρεαλιστικό όλα όσα αναφέρονται στο πρόγραμμα σπουδών του υπουργείου Παιδείας να γίνουν πραγματικότητα.

 

Αναντίρρητα, το μάθημα των λατινικών πρέπει επιτέλους να ξεφύγει από την τυποποιημένη διδασκαλία, που σε πολύ μεγάλο βαθμό υποβάθμισε το περιεχόμενό τους κατά το παρελθόν και κατά συνέπεια οδήγησε εν μέρει στην απαξίωσή του. Για να συμβεί, όμως, κάτι τέτοιο δεν αρκεί μόνο να αυξήσεις τόσο τις ώρες όσο και την ύλη του μαθήματος, όπως ακριβώς διαφαίνεται στην προκειμένη περίπτωση. Ειλικρινά, ομολογώ ότι είχα πολύ καιρό να δω τόσο «εξοντωτική» ύλη σε μάθημα και με τόσες πολλές ασάφειες ως προς το περιεχόμενό της αλλά και τον τρόπο εξέτασής της. Πάνω που είδαμε από φέτος και πιο συγκεκριμένα σε επίπεδο Β’ λυκείου να συντελούνται κάποιες αλλαγές προς το καλύτερο, ξαφνικά ήρθε η ανακοίνωση του υπουργείου να μας προσγειώσει στην πραγματικότητα, αιφνιδιάζοντάς μας και παράλληλα δυσκολεύοντας κατά πολύ την προσαρμογή των περισσότερων παιδιών στα νέα δεδομένα.

 

Όπως έχουμε τονίσει κατ’ επανάληψη όταν θέλεις να αλλάξεις τον χαρακτήρα και την προσέγγιση ενός μαθήματος, πρώτα απ’ όλα φροντίζεις να οριοθετήσεις τις αλλαγές που θεωρείς απαραίτητες και στη συνέχεια να αλλάξεις τα σχολικά εγχειρίδια προκειμένου να υπάρχουν και τα κατάλληλα μέσα διδασκαλίας. Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, δεν έχουμε ούτε αλλαγή του σχολικού εγχειριδίου παρά μόνο μία σημαντική αύξηση στην ύλη, η οποία εκ πρώτης όψεως δείχνει να απευθύνεται περισσότερο σε φοιτητές φιλολογικών τμημάτων παρά σε μαθητές τρίτης λυκείου. Ελπίζουμε μέσα στο επόμενο διάστημα το υπουργείο να προβεί τόσο σε εξορθολογισμό της ύλης -που είναι απαραίτητος- όσο και να δώσει επαρκείς και σαφείς κατευθύνσεις για το μάθημα διότι αυτές οι γενικότητες που είδαν το φως της δημοσιότητας περισσότερη σύγχυση προκάλεσαν παρά βοήθησαν επί της ουσίας το έργο εκπαιδευτικών και μαθητών.

 

Δυστυχώς, αυτό το «ράβε – ξήλωνε» που παρατηρείται ανέκαθεν στο χώρο της εκπαίδευσης μόνο καλό δεν κάνει, αλλά κανείς δεν δείχνει να συγκινείται τόσα χρόνια. Όσο συνεχίζεται η διαιώνιση του φαινομένου, οι ελπίδες για ουσιαστική αναβάθμιση της παρεχόμενης ελληνικής εκπαίδευσης θα παραμένουν «φρούδες».

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.