Του Δημήτρη Χρυσόπουλου, Φιλόλογου – Ιστορικού 

Το αίτημα της Ελλάδας για επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, αναντίρρητα, ήταν και παραμένει διαχρονικό, όχι μόνο για τη χώρα μας αλλά και γενικότερα για όλο τον παγκόσμιο πολιτισμό. Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, μετά από αρκετό καιρό θα λέγαμε, είναι αλήθεια ότι υπήρξαν κάποιες εξελίξεις που ίσως δίνουν μια μικρή αχτίδα αισιοδοξίας στο συνεχή αγώνα για ικανοποίηση των εθνικών μας διεκδικήσεων σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα.

 

Το θέμα της επιστροφής αυτής της πολιτιστικής μας κληρονομιάς δεν είναι τυχαίο ότι εντάσσεται σταθερά στην ατζέντα της UNESCO από την περίοδο της σύστασής της, όταν, μάλιστα, τέθηκε για πρώτη φορά από την αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη. Ποιες είναι, όμως, οι εξελίξεις που ίσως μας επιτρέπουν να αισιοδοξούμε λίγο περισσότερο αυτή τη φορά; Όπως, λοιπόν, έγινε ευρύτερα γνωστό, η UNESCO με την ολοκλήρωση της 22ης συνόδου της διακυβερνητικής επιτροπής έλαβε απόφαση με την οποία καλεί επιτακτικά τη βρετανική πλευρά να αναθεωρήσει τη στάση της σχετικά με την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα, που, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «τα διεκδικεί νόμιμα». Είναι μάλιστα η πρώτη φορά, όπως μαθαίνουμε, που ψηφίζεται ομόφωνα ένα σχετικό κείμενο με τη μορφή απόφασης στην οποία παρουσιάζεται μια ξεκάθαρη στήριξη του αγώνα της ελληνικής πλευράς για τον επαναπατρισμό των συγκεκριμένων μνημείων.

 

Στο σημείο αυτό, νομίζω, ότι θα ήταν άκρως διαφωτιστικό να κάνουμε μία αναδρομή στο παρελθόν και να αναφέρουμε τι εννοούμε κάθε φορά που κάνουμε χρήση του όρου «Γλυπτά του Παρθενώνα». Όπως είναι γνωστό, στις αρχές του 19ου αιώνα ο λόρδος Έλγιν απέσπασε από τον Παρθενώνα τη

ζωοφόρο και άλλα σημαντικά αρχιτεκτονικά γλυπτά και τα μετέφερε στην Αγγλία για να τα «διασώσει» δίχως κανένα σεβασμό απέναντι στο μνημείο εκμεταλλευόμενος εξ ολοκλήρου την κατάσταση. Στη συνέχεια, όπως γνωρίζουμε, αυτός ο κοινός «τυχοδιώκτης» που λήστεψε σπουδαία μνημεία του παρελθόντος για προσωπικό του όφελος, τα πούλησε στο βρετανικό Δημόσιο για περίπου 35.000 στερλίνες και από τότε ξεκίνησε να διατυπώνεται από όλους και περισσότερους ανθρώπους ανά τον κόσμο το αίτημα να αποδοθούν στην Ελλάδα και φυσικά να επιστρέψουν πίσω.

 

Μεταξύ αυτών των μνημείων περιλαμβάνονται μερικά από τα γλυπτά των αετωμάτων, των μετοπών, που απεικονίζουν μάχες μεταξύ των Λαπίθων και των Κενταύρων, αλλά και της ζωφόρου του Παρθενώνα που κοσμούσε το ανώτερο τμήμα των τοίχων του σηκού του ναού σε όλο τους το μήκος. Παράλληλα, στα αποκτήματα του Έλγιν περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, αντικείμενα από άλλα κτήρια της αθηναϊκής Ακρόπολης, όπως το Ερέχθειο, τα Προπύλαια και ο ναός της Αθηνάς Νίκης.

 

Νομίζω ότι άπαντες συμφωνούμε πως τα Γλυπτά του Παρθενώνα αποτελούν μια ιδιαίτερα ευαίσθητη περίπτωση αρπαγής και μεταφοράς ξένων καλλιτεχνημάτων, διότι πολύ απλά με περίσσιο θάρρος και καιροσκοπισμό αφαιρέθηκαν από μνημεία μοναδικής καλλιτεχνικής αξίας που σώζονται μέχρι σήμερα. Μνημεία τα οποία και αποτελούν παγκόσμια σύμβολα σε επίπεδο πολιτισμού και χαίρουν του θαυμασμού και της αναγνώρισης όλων μας. Μνημεία τα οποία και επιτέλους πρέπει να γυρίσουν στον τόπο τους γιατί πολύ απλά εδώ είναι η θέση τους!

 

Είναι αλήθεια ότι κατά το παρελθόν έχουν γίνει πάμπολλες προσπάθειες να διεκδικήσουμε την επιστροφή των μνημείων, παρόλα αυτά, δυστυχώς, τα αποτελέσματα σε καμία περίπτωση δεν ήταν τα αναμενόμενα. Ίσως, το γεγονός ότι για πρώτη φορά υπάρχει απόφαση της διακυβερνητικής επιτροπής που να καλεί το Ηνωμένο Βασίλειο να αναθεωρήσει τις θέσεις του και να προχωρήσει σε επίλυση του ζητήματος να θέτει το ζήτημα σε μια νέα βάση. Μπορεί πάλι και όχι! Παρόλα αυτά ίσως η συγκεκριμένη απόφαση, η οποία πρέπει να τονιστεί ότι σε καμία περίπτωση δεν έχει τη βαρύτητα μιας απόφασης δικαστηρίου, να βοηθήσει ώστε η Μεγάλη Βρετανία να αναθεωρήσει σε κάποιο βαθμό τις αποφάσεις της, καθότι πλέον κάθε άρνησή της στο δίκαιο αίτημά μας λαμβάνει ξεκάθαρα για όλη την κοινή γνώμη τον χαρακτήρα «προφάσεων» αφού βασίζεται ξεκάθαρα σε νομικά αλλά ταυτόχρονα μη ηθικά επιχειρήματα.

 

 Ο Παρθενώνας δεν είναι ένα οποιοδήποτε μνημείο. Είναι το σύμβολο της ελληνικής εθνικής ταυτότητας και ταυτόχρονα των αξιών ολόκληρης της Ευρώπης. Το αίτημα, λοιπόν, για την επιστροφή των μαρμάρων του δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά αποτελεί αίτημα της παγκόσμιας διανόησης. Για να αναδειχθεί η ομορφιά και η αξία ενός μνημείου πρέπει αυτό να βρίσκεται στην ολοκληρωμένη του μορφή και να είναι ενταγμένο στο φυσικό περιβάλλον στο οποίο δημιουργήθηκε, ενώ φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε μνημείο σαφώς και αποτελεί κληρονομικό κληροδότημα προς τις επόμενες γενιές και ταυτόχρονα έναν ισχυρό σύνδεσμο του παρελθόντος με το παρόν.  

 

Παρότι κατά καιρούς έχουν δει τη δημοσιότητα διάφορες προτάσεις από έγκριτους, ουδέτερους παρατηρητές, με σκοπό την εξεύρεση μιας θετικής λύσης στη διαφωνία Ελλάδας και Βρετανικού Μουσείου επί του ζητήματος της επιστροφής των κλεμμένων Γλυπτών, δυστυχώς, η αδιαλλαξία της αντίπαλης πλευράς αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί τροχοπέδη για την επίλυση του τόσο σημαντικού αυτού προβλήματος.

 

Κλείνοντας, θα ήθελα να παραθέσω λίγα από τα λόγια του σπουδαίου Κωνσταντίνου Καβάφη για το θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα καθώς ήταν από τους πρώτους που «διαμαρτυρήθηκε» για το μεγαλύτερο «έγκλημα» που έλαβε χώρα στην καρδιά του παγκόσμιου πολιτισμού: «Οι φιλόμουσοι και φιλάρχαιοι αναγνώσται θα ενθυμώνται το κίνημα όπερ εγένετο τελευταίως εν Αγγλία ίνα αποδοθώσιν εις την Ελλάδα αι αρχαιότητες ας προ 80 ετών ο λόρδος Έλγιν, πρέσβυς της Αγγλίας παρά την Υ.Πύλη, ήπαρσεν – ίνα τας προφυλάξη δήθεν – εκ της Ακροπόλεως».

 

 

 

 

           

 

 

 

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.