Το μετέωρο βήμα του μαθητή
Αυτό που θα μπορούσε σίγουρα στις μέρες μας να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης είναι η πνευματική αφασία των μαθητών που έχει ως παρεπόμενα τη μειωμένη επίδοσή τους στα σχολικά μαθήματα, αλλά και τη δυσχερή ανταπόκρισή τους σε επικοινωνιακό επίπεδο, όταν οι συνθήκες απαιτούν κάτι περισσότερο από μια απλή φιλική συνεννόηση. Το εκπαιδευτικό σύστημα μοχθεί εδώ και δεκαετίες να διαπλάσει πρότυπα μαθητικά μοντέλα μέσα από εξαντλητικά ωράρια και ατελείωτες ώρες αποστήθισης και αναμασήματος τυποποιημένων ιδεών, που ανακυκλώνονται, ωσάν να πρόκειται για είδος προς εξαφάνιση που πρέπει να διαφυλαχτεί ακέραιο και προπαντός ανέπαφο από οποιαδήποτε παράτολμη απόπειρα ανανέωσής του. Αλλά και όταν αυτή συμβαίνει, ο υπερβάλλων ζήλος των εκπαιδευτικών, αλλά και η αμηχανία απέναντι σε μέχρι πρότινος άγνωστες πρακτικές, οδηγεί σε ένα υβριδικό μοντέλο από διασταυρωμένες μεθόδους που προκαλούν σύγχυση και αποπροσανατολισμό στο μαθητή, o οποίος ακόμα αναζητά τη μαγική συνταγή που θα τον οδηγήσει μέσα από μία προκαθορισμένη πορεία στην επιτυχία.
Το ολισθηρό έδαφος της σύγχρονης εκπαίδευσης οδηγεί συχνά πυκνά σε πτώσεις λόγω της σύγχυσης και της παρανόησης – να μην πω παράνοιας – που επικρατεί στο μυαλό των μαθητών. Και δεν υπάρχει σαφέστερη ένδειξη από την αδυναμία της σκέψης , αλλά και έτι περαιτέρω από τη βραδύτητα αυτής. Πολυπαραγοντικό το φαινόμενο, αλλά την κύρια ευθύνη φέρει η ιλιγγιώδης ταχύτητα ανάπτυξης των τεχνολογικών μέσων, η οποία βρίσκεται σε παράλληλη πορεία με την επιβράδυνση της ανθρώπινης σκέψης. Η χειμαρρώδης ροή με την οποία οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη στις οθόνες των υπολογιστών συρρικνώνουν την εγκεφαλική λειτουργία δημιουργώντας αδυναμίες σύλληψης και κατανόησης του ουσιώδους, αλλά και μια ανάπηρη οπτική του βάθους των νοημάτων. Αναπόφευκτο απότοκο αυτής ψηφιακής καταιγίδας, αλλά και της μέθεξης του νέου με τα εικονικά θέλγητρα των ηλεκτρονικών παγίδων, αποτελεί το «σκεπτόμενο» ύφος του μαθητή, που στην πραγματικότητα αποτελεί μια άνευ προηγουμένου φενάκη, από αυτές που συνηθίσαμε να απολαμβάνουμε αλλά και να καταγράφουμε στις δέλτους της προσωπικής μας ιστορίας ως καθηγητές.
Πολλές φορές ακολουθώντας τα μονοπάτια της σκέψης του μαθητή – κυρίως τα τελευταία χρόνια – διαπίστωνα ότι έτρεφα μεγάλες προσδοκίες, ίσως ακόμα μεγαλύτερες και από αυτές του ήρωα του ομώνυμου βιβλίου του Τσαρλς Ντίκενς σε κάθε απόπειρα ανακάλυψης της ξεχωριστής ή πρωτότυπης ιδέας που θα έδινε το στίγμα – αποτύπωμα του μαθητή και όχι και του δασκάλου στην ερμηνευτική απόπειρα, ή προσέγγιση έστω, του αντικειμένου προς μελέτη, που καρτερικά υπέμενε την εκ των προτέρων καταδικασμένη συνάντηση με τον αποδέκτη του: τη γενιά των gadgets και της διάσπασης της προσοχής, τη γενιά την καταδικασμένη να αντιμετωπίζει τη γνώση με το φόβο ενός ταξιδιού σε αχαρτογράφητα νερά, τη génération apolitique, τη στερημένη από έρμα και ανησυχίες, αλλά εμβαπτισμένη στην κολυμβήθρα του μισογυνισμού, της βίας και της «εκπόρνευσης της ευαισθησίας», για να επικαλεστώ την έκφραση του Μάνου Χατζιδάκι, όχι όμως της εθνικής ευαισθησίας, που ανησυχούσε το μεγάλο συνθέτη, αλλά της υπαρξιακής.
Ανερμάτιστες σκέψεις, βλέμματα αμήχανα , μετέωρες υπάρξεις. Εάν η παιδεία αποτελεί το θεμέλιο της ύπαρξης και της συνύπαρξης με το όμοιο ή το διαφορετικό μέσα από ιστορικές, κοινωνικές ή καλλιτεχνικές προσλαμβάνουσες, τότε μάλλον πορευόμαστε κατά μόνας. Η επερχόμενη ιστορική μοναξιά, που εξυφαίνεται «ανεπαισθήτως» και εξ απαλών ονύχων από την πνευματική ερημοποίηση, τρέφεται από την απουσία εκείνης της ζείδωρης αλληλεπίδρασης με το ζωντανά σώματα των κειμένων της ελληνικής γραμματείας που σμιλεύουν την ύπαρξη καθιστώντας την ορατή εις το διηνεκές. Το σίγουρο είναι πως η εποχή μας αρέσκεται στη δημιουργία άβουλων, ανέραστων και επηρμένων υπάρξεων, απλών διεκπεραιωτών μιας απαιτητικής καθημερινότητας και εκφραστών των «περίπου», όπως διάβασα κάπου πρόσφατα, ελληνικών και της «περίπου» ελληνικής παιδείας, των πρεσβευτών της ολιγάρκειας στη σκέψη, στο λόγο. Το βαρύ πέπλο της αμάθειας ίσως να συνιστά προάγγελο μιας οπισθόδρομης κίνησης του πολιτισμού, που οδηγεί καλπάζοντας στη χειρότερη μορφή υποδούλωσης . την πνευματική – υπαρξιακή . «Για σας θα κάνω μια καλύτερη τιμή είπε το Τίποτα στο Κάτι. Κι εκείνο το ηλίθιο το χαψε», έγραφε η ποιήτρια Κική Δημουλά. Το χρέος όλων στη δεδομένη ιστορική συγκυρία είναι να αποτρέψουμε την διαβρωτική, αν όχι ισοπεδωτική, επέλαση του Τίποτα.