Πες το αλλιώς
Αν θυμάμαι κάτι έντονα από τα μαθητικά μου χρόνια ήταν αυτό το ατελείωτο και βασανιστικό παιχνίδι με τις λέξεις κάθε φορά που καλούμουν να παράγω γραπτό λόγο. Γιατί ανέκαθεν έτσι την έβλεπα τη γλώσσα, σαν παιχνίδι. Γι’ αυτό και την αντιμετώπιζα σοβαρά. Ποιος θέλει να χάσει σε ένα παιχνίδι, και μάλιστα όταν ο αντίπαλος μπορεί να μεταμορφώνεται τόσο εύκολα, να σε ξεγελάει, και εκεί που νόμιζες ότι αιχμαλώτιζες μια λέξη και ετοιμαζόσουν να θριαμβολογήσεις, τη ίδια στιγμή συνειδητοποιούσες ότι η επιλογή σου αδυνατούσε να αποδώσει το ακριβές περιεχόμενο της σκέψης σου, οπότε την αποδέσμευες για να πάρεις στο κατόπι μια άλλη. Ένα ανελέητο κυνηγητό και κρυφτό συνάμα μέχρι να σου αποκαλυφθεί κρυμμένη μέσα σε κάποιο λεξικό ή στα βαθύτερα κρησφύγετα του μυαλού σου εκείνη, η κατάλληλη, που έμπαινε στη σειρά της μαζί με τις άλλες και όλες μαζί έδιναν σάρκα και οστά στο αφηρημένο, στην ιδέα, στον προβληματισμό, που μετακόμιζε από το μυαλό στη γραφίδα και κατόπι στο χαρτί αυτού που την αναζητούσε και αποζητούσε παράλληλα να την κάνει κτήμα του.
Αυτό ήταν αγαπημένο παιχνίδι των παιδιών μιας άλλης εποχής, που είχαν και χρόνο και όρεξη να προκαλέσουν τη γλώσσα. Και ασφαλώς να τους προκαλέσει κι αυτή. Γιατί ήταν πολύφερνη και ο αμητός για τον κατακτητή πλούσιος.
Στις μέρες μας, στις οποίες κατακλυζόμαστε από την πολύβουη αδολεσχία της πληροφορίας και που πολλά παιχνίδια εκείνης της εποχής που ακόνιζαν το μυαλό και εμπλούτιζαν τη σκέψη έχουν χαθεί, αντικρύζουμε συχνά ένα τοπίο γλωσσικά θλιβερό, άνυδρο και χέρσο, γιατί το παιχνίδι με τις λέξεις θεωρείται ανιαρό, η οθόνη δε τόσο ενδιαφέρουσα, ώστε η λέξη μπροστά της ωχριά, αποσύρεται, χάνεται. Μένει κρυμμένη στα ασφαλή της καταφύγια, τα βιβλία – και πάλι όχι όλα- φωλιάζει στα λεξικά ως μουσειακό είδος, για λίγους φιλότεχνους και μερακλήδες, που θα την αναζητήσουν και θα της αποδώσουν την τιμή που της αξίζει. Να την καταστήσουν λειτουργική, να στολίσει το λόγο και το γραπτό των νέων παιδιών, να αναδείξει τους προβληματισμούς και τις ικανότητές τους.
Η χρήση κοινότυπων και συνηθισμένων λέξεων στο λόγο των παιδιών που αντανακλά τη λεξιλογική τους ένδεια καθίσταται ιδιαίτερα εμφανής και έντονη στην επαναδιατύπωση μιας ιδέας του κειμένου κατά τη συγγραφή της περίληψης ή στην αξιοποίηση των ιδεών του κειμένου κατά την παραγωγή γραπτού λόγου. Πρόκειται για μια αδυναμία που προβληματίζει, καθώς τα παιδιά δεν μπορούν «να το πούνε αλλιώς». Η υπόδειξη «Πες το αλλιώς» συναντά συνήθως μια παρατεταμένη σιωπή ή ένα αμήχανο χαμόγελο που φανερώνει τις διαστάσεις του προβλήματος, το οποίο δε λύνεται με στρουθοκαμηλισμούς.
Σαν να έχει στενέψει απίστευτα ο γλωσσικός ορίζοντας, σαν να έχει στερέψει η γλωσσική δεξαμενή από τον πλούτο τον λεξιλογικό και έχει περιοριστεί το πολύ σε τριάντα -σαράντα τραγικά και οδυνηρά επαναλαμβανόμενες λέξεις, που κι αυτές κουράστηκαν πια και θέλουν να αποσυρθούν. Για να πάρουν τη θέση τους άλλες, που βρίσκονται εδώ και χρόνια στην αφάνεια. Έχει επιβληθεί η δικτατορία των λίγων αλλά πανίσχυρων λέξεων που έχει καταδικάσει στη φτώχεια ένα ολόκληρο εκπαιδευτικό σύστημα και κατ’ επέκταση ένα λαό που τείνει να χάσει την ταυτότητά του, γιατί απλά δεν έμαθε στα παιδιά του να παίζουν με τις λέξεις, να τις αναζητούν, να τις επιλέγουν, να προσπαθούν να τις αποκωδικοποιήσουν, να τις ταιριάξουν στα κατάλληλα γλωσσικά περιβάλλοντα και κυρίως να δουν την ομορφιά τους. Μια ομορφιά η οποία μεταγγίζεται και στον ομιλητή όταν εξελίσσεται σε δεινό χρήστη της μητρικής του γλώσσας.
Ο απλοποιημένος λόγος σταδιακά θα οδηγήσει – έχει ήδη οδηγήσει – και στην απίσχναση της σκέψης, γιατί είναι ένας λόγος φτωχός και μίζερος. «Πώς θα το έλεγες αλλιώς, με άλλη λέξη συνώνυμη ή έστω με μια άλλη έκφραση, ώστε το ύφος του λόγου να γίνει πιο οικείο ή αντίθετα πιο επίσημο;», μια ερώτηση στην οποία ο φιλόλογος πρέπει να παίρνει απάντηση. Γιατί όταν επανειλημμένως δεν παίρνει , αυτό δηλώνει έλλειμμα. Έλλειμμα σε παροντικό χρόνο γλωσσικό, σε μελλοντικό υπαρξιακό. Με όλες τις τραγικές συνυποδηλώσεις της έννοιας.