του Μαρκούλη Παντελή *
Μέσα στα πλαίσια των προσφάτων εργασιών της Βουλής των Εφήβων , ετέθη ξανά σε συζήτηση το θέμα των Αρχαίων Ελληνικών. Ένα θέμα που δεν είναι καινούργιο , καθώς πολλές φορές έχει τεθεί επί τάπητος και, όποτε αυτό συμβαίνει, προκαλεί δικαιολογημένες -αλλά και αδικαιολόγητες- αντιδράσεις. Η πλειοψηφία της κοινωνίας και του εκπαιδευτικού κόσμου τάσσεται κατά της απόφασης για μείωση των ωρών διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών δίχως, όμως, σε πολλές περιπτώσεις να παρουσιάζει -ενώ υπάρχουν– πειστικά επιχειρήματα για αυτή της την αντίθεση.
Το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.) αποφάσισε τη μείωση των ωρών διδασκαλίας της Αρχαίας Ελληνικής στο Γυμνάσιο για το επόμενο σχολικό έτος, με την κύρια επιχειρηματολογία να είναι το παράλογο του γεγονότος ότι τα Νέα Ελληνικά καλύπτουν λιγότερες ώρες από ότι τα Αρχαία στο ωρολόγιο πρόγραμμα. Με άλλα λόγια : δεν είναι δυνατόν να διδάσκουμε περισσότερες ώρες Αρχαία από ότι διδάσκουμε Νέα.
Πιστεύω πως κανένας δεν αμφισβητεί – και δε μπορεί άλλωστε να το κάνει- την εγνωσμένη αξία της Αρχαίας Ελληνικής τόσο ως γλώσσας όσο και ως κομματιού του ελληνικού πολιτισμού και της εθνικής μας ταυτότητας. Επομένως, δεν τίθεται ζήτημα «προσβολής» του Αρχαίου ελληνικού πνεύματος και πολιτισμού με τη μείωση των ωρών διδασκαλίας των Αρχαίων στο Γυμνάσιο, όπως κάποιοι αφελώς – πλην όμως σκοπίμως – ισχυρίζονται. Ο πολιτισμός μας και η γλώσσα μας αντιμετώπισε κινδύνους – αν μπορεί η μείωση ωρών διδασκαλίας να αποκληθεί «κίνδυνος» – πολύ μεγαλύτερους και πέρασε αλώβητη μέσα από αυτούς. Για να εξετάσουμε, λοιπόν, ορθότερα το θέμα «Αρχαία Ελληνικά» θα πρέπει να το διερευνήσουμε από την επιστημονική σκοπιά και όχι ιδεολογικά και συναισθηματικά.
Καταρχάς , πρέπει να παραδεχτούμε ότι η ελληνική γλώσσα είναι ενιαία με την έννοια ότι υπάρχουν στοιχεία αυτής που παρέμειναν αναλλοίωτα . Ασφαλώς , η ελληνική γλώσσα (μιλάω πάντοτε για την ενιαία Ελληνική) έχει αλλάξει κατά πολύ στο βάθος των αιώνων, δεχόμενη επιρροές από άλλες γλώσσες ή χάνοντας η ίδια στοιχεία της. Εντούτοις , ο κορμός της γλώσσας είναι ένας και σταθερός και χρησιμοποιείται έως και σήμερα. Επομένως, δε μπορούμε να πούμε πως η Αρχαία Ελληνική είναι πλήρως «νεκρή», γιατί, ενώ σίγουρα έχουν αλλάξει πολλά, το λεξιλόγιο –και ιδιαίτερα η συνέχεια αυτού- φανερώνει τη διαχρονικότητά της .
Δεν είμαι της άποψης ότι η άγνοια της Αρχαίας Ελληνικής συνεπάγεται αυτομάτως το αντίστοιχο γνωστικό επίπεδο για τη Νέα Ελληνική. Υποστηρίζω, όμως, ότι η ουσιαστική –και τον υπογραμμίζω αυτόν τον χαρακτηρισμό- γνώση της Αρχαίας Ελληνικής βοηθάει το άτομο να γνωρίσει καλύτερα τα Νέα. Και αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι η Ελληνική, όπως προαναφέραμε ,είναι ενιαία και εμφανίζει συνέχεια. Ακόμη, τα Αρχαία Ελληνικά κατ’ ουσία «εξηγούν» τα Νέα Ελληνικά, για παράδειγμα την ορθογραφία πολλών λέξεων. Ο μαθητής μπορεί να καταλάβει σε βάθος γιατί μια λέξη ορθογραφείται κατά συγκεκριμένο τρόπο εάν γνωρίζει την ετυμολογία της από τα Αρχαία Ελληνικά.
Δεν είναι μυστικό πως η πλειοψηφία των μαθητών αντιμετωπίζει δυσκολίες στην προφορική έκφραση , στην απόδοση ιδεών σε γραπτό κείμενο και στην κατανόηση κειμένου. Η παραδοχή αυτή χρησιμοποιήθηκε κάπως ακατάλληλα και περίεργα ως επιχείρημα για την ανάγκη μείωσης των ωρών Αρχαίων Ελληνικών. Ασφαλώς και η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών και το γεγονός ότι καλύπτουν περισσότερες ώρες από τα Νέα δεν είναι η πραγματική αιτία του παραπάνω προβλήματος. Το ζήτημα είναι συνθετότερο και πρέπει να συνδεθεί τόσο με τα νέα δεδομένα της εποχής ( τεχνολογική έξαρση, κυριαρχία του Διαδικτύου και της εικόνας , εξάπλωση και επικράτηση της Αγγλικής, καθιέρωση συνθηματικού λόγου, χρήση εικόνων αντί λέξεων που συνδέεται με την ανάγκη για ταχύτητα στη συνεννόηση κτλ.) όσο και με τη λανθασμένη προσέγγιση του γλωσσικού ζητήματος από το Σχολείο – που είναι και το σημαντικότερο.
Μας αφορά το δεύτερο σκέλος , καθώς το πρώτο ούτε αντιμετωπίζεται εύκολα και γρήγορα (καθώς είναι ένα φαινόμενο της εποχής μας και αποτέλεσμα περίπλοκων παραγόντων) ούτε είναι άμεση ευθύνη της Παιδείας να το αναχαιτίσει (είναι μάλλον προσωπική ευθύνη). Το γεγονός ότι τα Αρχαία και τα Νέα έχουν επί της ουσίας χωριστεί εσφαλμένα ως δύο εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους γνωστικά αντικείμενα δημιουργεί δύο βασικά προβλήματα : αφ’ ενός δεν επιτρέπει στον μαθητή να αντιληφθεί την άρρηκτη σχέση (ασφαλώς και δε μιλώ για ταύτιση ) Αρχαίας-Νέας και αφ’ ετέρου καλλιεργεί εμμέσως την αδιαφορία των μαθητών για την Αρχαία , καθώς αυτή φαντάζει «άχρηστη» μπροστά στα Νέα. Ακόμη , το θέμα «Γλώσσα» έχει διαχωριστεί λανθασμένα σε πολλά μέρη (Αρχαία , Νέα , Λογοτεχνία , Αρχαία κείμενα από μετάφραση κτλ.) τα οποία δείχνουν να μην εμφανίζουν καμία συνοχή μεταξύ τους , ενώ στην πραγματικότητα μιλάμε για ένα ενιαίο γνωστικό αντικείμενο. Αυτό αποπροσανατολίζει τον μαθητή και τον εμποδίζει να δει το ζήτημα της γλώσσας ως ένα και να αποκομίζει με συνδυαστικό και δημιουργικό τρόπο χρήσιμα στοιχεία από όλα τα παραπάνω αντικείμενα.
Το κυριότερο πρόβλημα , όμως , είναι ο τρόπος που διδάσκεται η Αρχαία Ελληνική. Η εμμονή στο τυπολογικό μέρος καθιστά φορτική τη διδασκαλία της για τους μαθητές. Αντίθετα , το ετυμολογικό μέρος που στην πραγματικότητα είναι και το πλέον ενδιαφέρον , αφού επιτρέπει στον μαθητή να ανακαλύψει σχέσεις , συνδέσεις και συσχετίσεις λέξεων από την Αρχαία και Νέα είναι κάπως υποτιμημένο και εν πάση περιπτώσει δεν έχει εξέχουσα θέση στη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών. Βεβαίως , αυτό δε σημαίνει πως θα πρέπει να διδάσκεται μόνο το ετυμολογικό κομμάτι , αλλά οπωσδήποτε είναι ανάγκη να υπάρξει μία νέα ιεράρχηση και μια περισσότερο ορθολογική κατανομή του χρόνου διδασκαλίας στα διάφορα υπό-αντικείμενα των Αρχαίων.
Σε όσους με θέρμη υποστηρίζουν – χωρίς πάντοτε τα κίνητρα για αυτή τους τη στάση να είναι αγαθά και καθαρά παιδαγωγικά – ότι η μείωση των ωρών Αρχαίων θα έχει επιπτώσεις στη γλωσσική κατάρτιση των μαθητών να υπενθυμίσω το εξής : εδώ και αρκετά χρόνια έχει καθιερωθεί η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο και παρόλα αυτά δε φαίνεται να υπάρχει κάποια βελτίωση του γλωσσικού επιπέδου των μαθητών. Συνεπώς, η πραγματικότητα εκθέτει τους υπερμάχους της παραπάνω θέσης. Δηλαδή, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Ράσελ, το βάρος της απόδειξης για την αναγκαιότητα διατήρησης της υφισταμένης ( προβληματικής ) κατάστασης το έχουν αυτοί που τάσσονται υπέρ της, ενώ οι προωθούντες αλλαγές για αντιμετώπιση του αναγνωρισμένου και παραδεκτού από όλους γλωσσικού προβλήματος (δηλαδή, το Υπουργείο Παιδείας και το Ι.Ε.Π.) δεν έχουν κάτι να αποδείξουν προς το παρόν, άσχετα με το εάν αυτές οι αλλαγές θα φανούν όντως ορθές και αποδοτικές (η προσωπική εκτίμησή μου είναι πως δε θα αποδειχθούν αποτελεσματικές , όπως αποτελεσματική δεν είναι και η διατήρηση του μαθήματος των Αρχαίων ως έχει ). Ας εκθέσουν, λοιπόν, όσοι διαφωνούν πόσο και πώς τα Αρχαία Ελληνικά, με τον τρόπο που σήμερα διδάσκονται – και το υπογραμμίζω αυτό , να μη μας μιλήσουν γενικά και αόριστα για την ομολογημένη πολύπλευρη αξία τους – συμβάλλουν στη γλωσσική εξέλιξη του μέσου Έλληνα μαθητή.
Με λίγα λόγια : το πραγματικό στοίχημα είναι η αναδιάρθρωση του τρόπου διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στο πλαίσιο μιας βαθύτερης σύνδεσής τους με τη διδασκαλία της Νέας Ελληνικής. Το γλωσσικό πρόβλημα της νεολαίας δεν πρόκειται λυθεί με τη μείωση των ωρών της Αρχαίας Ελληνικής και την αύξηση των ωρών της Νέας Ελληνικής. Απαιτείται βαθιά αναδιοργάνωση των προγραμμάτων σπουδών των γλωσσικών μαθημάτων και αλλαγή της νοοτροπίας με την οποία αντιμετωπίζεται το θέμα «Γλώσσα» στο ελληνικό σχολείο. Είναι αδήριτη η ανάγκη να ενισχυθεί η διδασκαλία της Γλώσσας εν συνόλω, όχι με απλές προσθαφαιρέσεις ωρών αλλά με μία πραγματική αναβάθμιση των γλωσσικών μαθημάτων με σκοπό την ενοποίηση του γνωστικού αντικειμένου «Γλώσσα». Για να το πω, λοιπόν, απλά και κατανοητά, ούτε η μείωση είναι λύση ούτε η κατάργηση ούτε όμως και η διατήρηση του μαθήματος δίχως βελτιωτικές παρεμβάσεις.
*Ο Μαρκούλης Παντελής είναι πρωτοετής φοιτητής Νομικής . Στις φετινές πανελλαδικές εξετάσεις συγκέντρωσε 19.760 μόρια στον προσανατολισμό Ανθρωπιστικών Σπουδών.