Ο ρομαντισμός δεν είναι απλά ένα λογοτεχνικό ή καλλιτεχνικό ρεύμα αλλά ένα από τα σημαντικότερα κινήματα όλων των εποχών καθώς ξεφεύγει από τα «στενά» πλαίσια της τέχνης και διαμορφώνει μια στάση ζωής. Πρόκειται για ένα ευρύτερο πνευματικό φαινόμενο που κυριάρχησε στην Ευρώπη το 19οαιώνα.
Εμφανίζεται στις μεγάλες ευρωπαϊκές λογοτεχνίες (αγγλική, γαλλική, γερμανική) από τα τέλη του 18ουως τα μέσα περίπου του 19ουαιώνα και με κάποια καθυστέρηση σε άλλες χώρες ανάμεσά τους και στην Ελλάδα. Μάλιστα, οι προρομαντικοί (πρόδρομοι του ρομαντικού κινήματος) καλύπτουν τη σταδιακή μετάβαση από τον κλασικισμό και το διαφωτισμό στο νέο ρομαντικό πνεύμα. Αν θεωρηθεί ότι ο διαφωτισμός εκφράζει τη μια διάσταση του ανθρώπου, τη λογική – νοητική, ο ρομαντισμός είναι αυτός που αναλαμβάνει να δώσει διέξοδο και στην άλλη του διάσταση, τη συναισθηματική – ψυχολογική.
Ο ρομαντισμός παρουσιάζει συγκεκριμένες ιδιομορφίες ανάλογα με τη χώρα και τη λογοτεχνία που εμφανίζεται, ωστόσο, υπάρχει ένας πυρήνας βασικών χαρακτηριστικών του. Ο ρομαντικός ποιητής συγκρούεται με τον κλασικισμό και το ορθολογικό πνεύμα του διαφωτισμού. Αμφισβητεί όλους τους κανόνες, την τυποποίηση, τις ηθικές αξίες του κλασικού παρελθόντος και γενικά την παράδοση, τοποθετώντας στη θέση τους το συναίσθημα και την αδέσμευτη φαντασία, το απόλυτο και το υπερβολικό, το συγκινησιακό και το ιδανικό. Ο δημιουργός αισθάνεται πλέον απόλυτα ελεύθερος να αποκαλύψει μέσα από την τέχνη την προσωπική του ιδιοφυία και κάθε του διαίσθηση. Έτσι, ο ρομαντισμός οδηγείται στο παράδοξο και το μυστηριώδες, το όνειρο, το υπερφυσικό και τον εξωτισμό, το ασαφές και το συγκεχυμένο, σε συνδυασμό με μια διάχυτη μελαγχολία και απαισιοδοξία, καθώς και μια νοσταλγική διάθεση για τα περασμένα (όχι όμως για το κλασικό παρελθόν).
Στη μορφή, σε αντίθεση προς τον κλασικισμό που διέπεται από αυστηρούς μορφολογικούς κανόνες και ισορροπία λόγου και αισθήματος, ο ρομαντισμός χαρακτηρίζεται από την ελευθερία στη μορφή καθώς καταργούνται πολλοί παραδοσιακοί κανόνες και παρατηρείται ποιητικός ρυθμός στην πεζογραφία ή το αντίστροφο. Το λεξιλόγιο διευρύνεται και η εικόνα μετατρέπεται σε βασικό στοιχείο του έργου, μαζί με τον έντονο ρυθμό και τα ηχητικά τεχνάσματα. Στη θεματογραφία υπάρχει μια ιδιαίτερη επιμονή στο «εγώ» του δημιουργού ή του ήρωα, ένας έντονος δηλαδή ατομικισμός και εγωκεντρισμός. Επίσης, διαπιστώνεται μια προτίμηση των ρομαντικών για θέματα όπως η προσωπική εμπειρία της φύσης, ο θεός, η περιπέτεια, ο έρωτας (συνήθως μελαγχολικός ή καταδικασμένος), ο ηρωισμός και οι αγώνες για την ελευθερία. Ακόμα, παρατηρείται μια στροφή προς τους μεσαιωνικούς ευρωπαϊκούς θρύλους και τις παραδόσεις ή προς τη μυθολογία κάθε λαού για άντληση θεμάτων. Επιπλέον, οι ρομαντικοί αρέσκονται στη χρησιμοποίηση υποβλητικών σκηνικών, όπως τα νυχτερινά φεγγαρόλουστα τοπία, τα σκιερά δάση, οι μυστηριώδεις λίμνες και τα ποτάμια, η θάλασσα, ο άνεμος, η ομίχλη, τα φυσικά τοπία σε όλες τις εποχές του χρόνου, τα ερείπια, οι αρχαιολογικοί χώροι, τα νεκροταφεία, οι τάφοι, οι μακάβριες εικόνες θανάτου κ.τ.λ. Αναμφισβήτητα, ο ρομαντισμός, ως γνήσιο λογοτεχνικό κίνημα ενδιαφέρεται για τη σύνδεση τέχνης και ζωής. Γι’ αυτό αγκαλιάζει τους αγώνες των λαών για ελευθερία, δημοκρατία και εθνική ανεξαρτησία, πιστεύει στα ιδανικά της επανάστασης και γενικά επιδιώκει την πολιτική δράση. Τέλος, καλλιεργώντας το πάθος για τον περιηγητισμό, την περιπέτεια και το ταξίδι, ο ρομαντισμός δίνει την ευκαιρία στους Ευρωπαίους να ανακαλύψουν μακρινές περιοχές και πολιτισμούς, και ιδιαίτερα τον κόσμο της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.
Κύρια γνωρίσματα της ρομαντικής τεχνοτροπίας είναι ο ρητορικός στόμφος και μεγαληγορία (πομπώδες ύφος), η κατάχρηση των σχημάτων λόγου και των σημείων στίξης, η ροπή προς τη μελαγχολία και την απαισιοδοξία, ο έντονος λυρισμός, η μυθιστορηματική και υπερβολικά φορτισμένη ερωτική ατμόσφαιρα, η αγάπη προς την πατρίδα και το ένδοξο παρελθόν (ιδιαίτερα το εγγύτερο), η έντονη θρησκευτικότητα, η αγάπη για την περιπέτεια (συνήθως εξωπραγματική, φανταστική), η αποδέσμευση της φαντασίας, η χαλαρότητα στη μορφή και η χρήση, συνήθως, της καθαρεύουσας.
Στη νεοελληνική λογοτεχνία, ο ρομαντισμός κυριαρχεί ανάμεσα στα χρόνια 1830 – 1880. Εμπνέεται απευθείας από τον ευρωπαϊκό και εκπροσωπείται κυρίως από την «Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή» ή τους Φαναριώτες (οικογένειες που κατάγονται κυρίως από το Φανάρι, περίφημη συνοικία της Κωνσταντινούπολης). Ειδικότερα, από το 1833 στην πρώτη πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους, το Ναύπλιο αλλά και στην Αθήνα δημιουργείται μια έντονη λογοτεχνική κίνηση, στην οποία το σημαντικότερο ρόλο παίζουν οι Έλληνες λόγιοι που κατέβηκαν στην Ελλάδα από την Κωνσταντινούπολη και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, γνωστοί ως Φαναριώτες. Αυτοί αποτέλεσαν τον πυρήνα της Αθηναικής Σχολής, που είναι και η πρώτη λογοτεχνική σχολή του απελευθερωμένου Ελληνισμού και καλύπτει την πρώτη πεντηκονταετία 1830 -1880. Και ενώ στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα η ποίηση φτάνει σε θαυμαστά επιτεύγματα με το Σολωμό, στην ηπειρωτική Ελλάδα το πρώτο νεοελληνικό κράτος αγωνίζεται να συγκροτηθεί διοικητικά, οικονομικά αλλά και πνευματικά. Δύο, λοιπόν, ιδεολογικά κέντρα θα επηρεάσουν την ελληνική παιδεία κατά τη διάρκεια του αγώνα και πριν απ’ αυτόν: το Φανάρι με τον αρχαϊσμό του και τα Επτάνησα με την προτίμησή τους στη ζωντανή γλώσσα. Στο ανεξάρτητο όμως ελληνικό κράτος θα επικρατήσουν οι γλωσσικές απόψεις των αρχαϊστών που διατύπωσε στο μανιφέστο του «Νέα Σχολή του γραφομένου λόγου» το 1853 ο Π. Σούτσος.
Οι Φαναριώτες είχαν γαλλική παιδεία και εισάγουν στην ελληνική λογοτεχνία τη λόγια γλώσσα (καθαρεύουσα) και το ρομαντισμό που αυτή την εποχή επικρατεί στη Γαλλία αλλά και γενικότερα στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Μάλιστα, ο ρομαντισμός βρήκε πρόσφορο έδαφος στην Ελλάδα καθώς η μίζερη πραγματικότητα του μικρού κρατιδίου με τα οξύτατα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα, ευνοούσε τη φυγή στους χώρους της φαντασίας ή δημιουργούσε καταθλιπτικές ψυχικές καταστάσεις. Έτσι, ο ελληνικός ρομαντισμός της Αθηναϊκής Σχολής διαμορφώνει τα εξής χαρακτηριστικά:
- Στροφή προς το ένδοξο παρελθόν (το αρχαίο και το πρόσφατο), πατριωτική έξαρση και υμνολογία για τον ηρωικό αγώνα εναντίον των Τούρκων.
- Χρήση της καθαρεύουσας
- Ψυχρότητα
- Μελαγχολική διάθεση που φτάνει ως την απαισιοδοξία, θέματα πένθους και θανάτου που φτάνουν στην υπερβολή.
- Χαλαρή έκφραση που μερικές φορές φτάνει ως την προχειρολογία.
- Ύφος πομπώδες, ρητορικό και στόμφος που σήμερα ενοχλεί.
Ο ρομαντισμός εισβάλλει στην Αθηναϊκή Σχολή με έργα των αδερφών Παναγιώτη και Αλέξανδρου Σούτσου που ήταν Φαναριώτες. Σύγχρονοί τους είναι και οι Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Γεώργιος Ζαλοκώστας ενώ νεότεροι είναι οι ποιητές Θεόδωρος Ορφανίδης, Ιωάννης Καρασούτσας και Δημοσθένης Βαλαβάνης. Στις ακραίες υπερβολές του ο ρομαντισμός φτάνει με τον Δημήτρη Παπαρρηγόπουλο και το Σπυρίδωνα Βασιλειάδη ενώ τελευταίος εκπρόσωπός του όταν έχει πια παρακμάσει και δε μπορεί να δώσει τίποτα αξιόλογο είναι ο Αχιλλέας Παράσχος. Στοιχεία ρομαντισμούμπορούμε να βρούμε και στην ποίηση ορισμένων ποιητών της Επτανησιακής Σχολής, όπως είναι ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ανδρέας Κάλβοςκαι ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Σ’ αυτούς μάλιστα τους ποιητές έχουμε υγιή και γόνιμη έκφραση των ρομαντικών στοιχείων.
Και ενώ η ποίηση κινήθηκε αυστηρά μέσα στο κλίμα του ρομαντισμού και παρουσίασε πλήθος από έργα, δεν παρατηρείται να συμβαίνει το ίδιο και στην πεζογραφία. Την περίοδο 1830 – 1880 η νεοελληνική πεζογραφία ακολουθεί τα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά πρότυπα και ρεύματα και κυρίως το ρομαντισμό που μεταφέρουν στην Ελλάδα οι Φαναριώτες. Μάλιστα, για την ανάπτυξη της πεζογραφίας υπήρχαν και οι αναγκαίες προϋποθέσεις όπως η ικανοποίηση συναισθηματικών και ηθικών αναγκών και οι μεταφράσεις ευρωπαϊκών μυθιστορημάτων. Με εξαίρεση τα ιστορικά μυθιστορήματα (Αυθέντης του Μορέως, Α. Ρ. Ραγκαβή, Ηρωίδα της Ελληνικής Επαναστάσεως, Σ. Ξένου, Τελευταία ημέρα του Αλή Πασά, Κ. Ράμφου), τα έργα που ξεχωρίζουν από την άλλη πεζογραφική παραγωγή της εποχής δεν παρουσιάζουν ρομαντικά γνωρίσματα. Η νεοελληνική πεζογραφία αυτής της περιόδου πολώνεται ανάμεσα στο ρομαντισμό και στην απόπειρα ανίχνευσης της πραγματικότητας. Παράλληλα, εμφανίζονται και νέα αστικά μυθιστορήματα που απεικονίζουν τη σύγχρονη πραγματικότητα με μια διάθεση σατιρική και κριτική (Ο πολυπαθής, Γ. Παλαιολόγου, Ο πίθηκος Ξουθ, Ι. Πιτσιπίου), ενώ αποτελούν κατά κάποιο τρόπο τους προδρόμους των αξιόλογων ρεαλιστικών έργων (Η πάπισσα Ιωάννα, Ε. Ροίδη, Ο Θάνος Βλέκας, Π. Καλλιγά, Η Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι, Χ. Δημόπουλου, Λουκής Λάρας, Δ. Βικέλα).
Οι Έλληνες ρομαντικοί, τελικά, δεν θα μπορέσουν να προσφέρουν σημαντικά λογοτεχνικά έργα ούτε να βρουν ανταπόκριση από το κοινό της εποχής τους. Γρήγορα θα ξεπέσουν σε μια πολύ επιτηδευμένη μελαγχολία και προσποιητή ερωτική θλίψη, ενώ οι πατριωτικές τους εξάρσεις θα συνοδεύονται από μεγαλοστομία και βερμπαλισμό. Η χρήση της καθαρεύουσας ως μοναδικής κατάλληλης για την τέχνη γλώσσας, θα τους φέρει πολύ κοντά στην παράδοση παρά στην ανανέωση και τελικά θα τους οδηγήσει σε πολυλογία, αμετροέπεια, υπερβολή και αβασάνιστη στιχουργία. Βέβαια, ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός καθώς ολοκλήρωνε τον κύκλο του, έφτασε πολλές φορές όχι μόνο στην υπερβολή αλλά και στην αποτυχία ως προς το αισθητικό αποτέλεσμα, σε σημείο ώστε ορισμένοι να τον αποκαλέσουν «αρρώστια του αιώνα». Αυτό, λοιπόν, ισχύει σε μεγάλο βαθμό και για το νεοελληνικό ρομαντισμό που δε γεννήθηκε από πραγματικές πνευματικές ανάγκες των Ελλήνων αλλά επιβλήθηκε απ’ έξω, χωρίς όμως να διατηρήσει τον πολυδιάστατο ευρωπαϊκό του χαρακτήρα. Έτσι, η σημασία του για τη νεοελληνική λογοτεχνία είναι μάλλον μικρή, παρά τα πενήντα σχεδόν χρόνια της κυριαρχίας του.
Τέλος, μακριά από το κλίμα του ρομαντισμού κινείται και η θεατρική παραγωγή της εποχής που είναι πολύ ισχνή. Το πιο πετυχημένο θεατρικό έργο είναι η κωμωδία Βαβυλωνία του Δημήτρη Βυζάντιου, ο Χάσης του Γουζέλη και ο Βασιλικός του Μάτεση.