Ξεγλίστρησε απ’ την ασφάλεια της σπηλιάς, προσωρινό κατάλυμα απ’ το κρύο, κι επιχείρησε με κατάλληλες προφυλάξεις να περάσει στην απέναντι πλαγιά. Ολόδροσο ρυάκι δρασκέλισε κι άρχισε ν’ ανηφορίζει με λασπωμένα άρβυλα την αφιλόξενη ανεβασιά, όπου το έδαφος σαθρό κι οι σάρες απειλητικά τον καρτερούσαν. Ευτυχώς η βλάστηση στην κορυφογραμμή απλωνόταν πλούσια σε οξιές, καστανιές κι έλατα. Αυτά θα κάλυπταν το διάβα του και θα τον έκρυβαν στις φυλλωσιές. Το μονοπάτι χιλιοπατημένο δέχτηκε με στωικότητα τα βήματά του.
Ήταν ήδη είκοσι πέντε ώρες άυπνος, τα ρούχα κολλημένα πάνω του από τη βραδινή ψύχρα του βουνού, νοτισμένα τ’ ατίθασα μαλλιά. Το σακίδιο κρεμόταν άδειο από προμήθειες, βουλιαγμένο στην απελπισία του. Πάση θυσία έπρεπε να τον βρει τ’ απόγευμα στον προορισμό του. Η νύχτα προμηνούσε δυσάρεστες εκπλήξεις κι οι αντοχές κομμένες. Τα ζωντανά του δάσους δεν αστειεύονταν.
Ο καιρός στάθηκε σύμμαχος στην πορεία του για επιτάχυνση. Η καρδιά του χτύπησε ακανόνιστα. Ανάσα κοφτή, καθώς ακούστηκαν βήματα πάνω σε ξερά φύλλα, γαβγίσματα κι ομιλίες ακατανόητες. Η περίπολος πλησίασε κι αν δεν κρυβόταν στις πράσινες φτέρες δίπλα στους γκρίζους βράχους του ξέφωτου, η ζωή του διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο. Σκίρτησε η ψυχή του, το στομάχι σφίχτηκε, τα κατάμαυρα μάτια του έψαχναν στην πυκνή βλάστηση. Κλαδιά κι αέρας δημιουργούσαν φωτοσκιάσεις φαντάσματα στη βασανισμένη σκέψη του.
Ο νους έπλεκε σενάρια κι εικόνες φρίκης, ταινία κινηματογραφική η ζωή του καρέ καρέ πέρασε, με τίτλους τέλους. Πρωταγωνιστές οι δικοί του. Βουνό η χώρα του όλη ,βουνό από χαμένα όνειρα οι δυσκολίες, βουνό από αναπάντητα γιατί. Σύρθηκε να ξεπιαστεί, ανάσκελα ξάπλωσε μιας και τα βήματα μάκραιναν κι οι ομιλίες αργόσβηναν στ΄ αυτιά του. Αντίκρισε ένα κομμάτι ουρανό, πηχτό και κίτρινο, δαντέλες ξέφτια τα μαύρα σύννεφα , παραπέτασμα ήλιου. Κόντευε. Κοντινή η έξοδος από τη χώρα, κοντινή αλλά κοντή η ελευθερία του, βαρύ φορτίο ξενιτιάς και παιδεμού. –
Α. Π.