Ομαδοσυνεργατική διδασκαλία καλείται η διδασκαλία κατά την οποία οι μαθητές χωρισμένοι σε μικρές ομάδες συνεργάζονται δυναμικά μεταξύ τους για την εκτέλεση μέρους ή όλων των διδακτικών και των μαθησιακών δραστηριοτήτων.
Η ομαδοσυνεργατική διδασκαλία εξελισσόμενη στα τέλη του 20ου αιώνα σε παιδαγωγικό και διδακτικό κίνημα, στηριγμένη σε στέρεες θεωρητικές θέσεις και συγκεκριμένες πρακτικές, κατέχει αξιόλογη θέση στη σύγχρονη διδακτική. Το μαθητικό δυναμικό μιας τάξης ενδείκνυται να οργανωθεί σύμφωνα με εταιρικό σχηματισμό ή ομαδικό σχηματισμό. Εταιρικά λέγονται τα δυαδικά σχήματα ατόμων και έχουν τη βάση τους στο σύστημα της αμφίδρομης, της διπολικής επικοινωνίας, ενώ ομαδικά σχήματα ορίζονται οι σχηματισμοί ομάδων με άνω των δύο μαθητών, έχοντας κοινούς στόχους και σχέσεις αλληλεπικοινωνίας, διαμέσου συγκεκριμένων κανόνων (Ματσαγγούρας, 2004).
Όπως παρατίθεται και στο βιβλίο Θεωρία και Πράξη της Διδασκαλίας του Ματσαγγούρα (2004) τα εταιρικά σχήματα χωρίζονται σε «ανομοιογενείς συνεργατικές δυάδες» και σε «ομοιογενείς συνεργατικές δυάδες». Η πρώτη κατά σειρά κατηγορία επιτάσσει τον συγκερασμό μιας δυαδικής ομάδας, αποτελούμενης από ένα καλό – συνεπή μαθητή και έναν λιγότερο καλό – συνεπή μαθητή. Έρευνες έχουν δείξει ότι εφόσον η γνωστική απόσταση μεταξύ των δύο μαθητών δεν είναι μεγάλη, ο αδύναμος μαθητής διατυπώνει με μεγαλύτερη ευκαιρία ερωτήσεις, χωρίς να φοβάται τον ψόγο και υποβοηθιέται από τον συμμαθητή του, ως προς την καλυτέρευση των επιδόσεών του. Αυτό γίνεται αντιληπτό αν σκεφτούμε, πώς επιδρά η δασκαλο – μαθητική σχέση, κατά την οποία ο μαθητής δεν ντρέπεται να πραγματοποιήσει ερωτήσεις. Από την άλλη έχουμε τις «ομοιογενείς συνεργατικές δυάδες», οι οποίες αποτελούνται από μαθητές ισότιμους – ομοιογενείς (με το ίδιο επίπεδο γνώσεων πάνω κάτω), έχοντας στόχο τη συνεργασία και την εκμάθηση πληροφοριών και την επίλυση προβληματικών καταστάσεων. Το σκεπτικό αυτό έχει τις απαρχές του στην φιλοσοφία του Piaget, που διατύπωσε σύμφωνα με τον Ματσαγγούρα το εξής: «Η συνεργασία οδηγεί σε συγκρούσεις, που συνεπάγονται αναθεώρηση των αρχικών απλών σχημάτων και τον σχηματισμό ανώτερων». Εδώ παραθέτουμε το πόρισμα σύγχρονης έρευνας που αναφέρει ότι τα ομαδοσυνεργατικά σχήματα αποτελούν εναλλακτικές μορφές διδασκαλίας που ωθούν προς μια ουσιαστικοποίηση του διδακτικού προσανατολισμού του καινοτόμου σχολείου, προσφέροντας ασφαλές πλαίσιο για την κοινωνικογνωστική ανάταση του μαθητή.
Η οργάνωση των μαθητών σε ομάδες συνιστά μία απαιτητική διαδικασία, η οποία προϋποθέτει κατάλληλη γνώση των προσωπικών ιδιαιτεροτήτων, καθώς και της γνωστικής αφομοίωσης εννοιών του κάθε μαθητή από τον εκπαιδευτικό. Κάποιοι εξίσου σημαντικοί παράγοντες που οφείλεται να λαμβάνονται υπόψη από τον δάσκαλο και τονίζονται από τον Κανάκη (1987) είναι τα εποπτικά μέσα, οι στόχοι, τα ενδιαφέροντα και ο προσδιορισμός των αναγκών των μαθητών. Έχει υπερισχύσει η άποψη, ότι ο χωρισμός των μαθητών σε ομάδες είτε ομοιογενείς είτε ανομοιογενείς δεν παίζει τόσο ζωτικής σημασίας ρόλο (Κανάκης, 2006). Τα κριτήρια ως προς το χωρισμό είναι ασταθή και ορίζονται από την γνώση και την εμπειρία του δασκάλου. Εκεί που πρέπει να δοθεί προτεραιότητα είναι στις μεταβλητές, τις οποίες θα κάνει χρήση ο δάσκαλος, άσχετα με το αν έχουμε να κάνουμε με ομοιογενείς ή ανομοιογενείς ομάδες. Μεταβλητές θα μπορούσαν να θεωρηθούν το επίπεδο μόρφωσης των μαθητών, οι συμπάθειες και οι αντιπάθειές τους προς τα παιδιά με τα οποία θα κληθούν να συνεργαστούν, η αντιληπτική τους ικανότητα. Σε πρώτο επίπεδο η αίρεση των μαθητών προς συνεργασία με άτομα τα οποία οι ίδιοι επιλέγουν θα αποτελούσε ορθή λύση. Εν συνεχεία σε περίπτωση που προκύψουν δυσλειτουργίες στην συνεργασία των ομάδων των μαθητών, ο δάσκαλος, όπου κρίνει αυτός σκόπιμο, ανάλογα με τις διαφορές στην επίδοση ατόμων και ομάδων, συμπάθειες και αντιπάθειες να έχει παρεμβατικό ρόλο και να προβαίνει στον ορθό επαναχωρισμό τους. Σχετικές έρευνες τα τελευταία πενήντα έτη καταδεικνύουν ότι καλύτερα αποτελέσματα επιτυγχάνονται με τις μεταβλητές ομάδες (δηλαδή αυτές των οποίων η σύνθεση δε μένει συνέχεια σταθερή), είτε αυτές είναι ομοιογενείς είτε όχι. (Κανάκης, 2006).
Μπορεί όμως και οι ομοιογενείς ως προς την επίδοση ομάδες να είναι περισσότερο αποτελεσματικές κατά την επανορθωτική διδασκαλία που ακολουθεί ένα κριτήριο αξιολόγησης. Ο δάσκαλος μπορεί να ομαδοποιήσει τους μαθητές του σε ομοιογενείς ομάδες, ανάλογα με τα κενά που παρουσιάζουν, έτσι ώστε να τους βοηθήσει πιο αποτελεσματικά. Πάντως, έχει βρεθεί ότι οι ανομοιογενείς ως προς την επίδοση ομάδες που συγκροτούνται με γνώμονα τις συμπάθειες μεταξύ των μαθητών ωφελούν περισσότερο τους αδύνατους μαθητές, χωρίς να παραβλάπτουν τις επιδόσεις των καλών μαθητών (Κανάκης 1987).
Με την Ομαδοσυνεργατική Διδασκαλία δημιουργείται το κατάλληλο πλαίσιο για ένα ευαγές ψυχολογικό κλίμα, το οποίο οδηγεί αναπόφευκτα στη μείωση των επιπέδων σχολικού άγχους αλλά και του φόβου της αποτυχίας των μαθητών, καθιστώντας τους πιο σίγουρους για τους εαυτούς τους (Κοσσυβάκη 2006). Οι τάξεις παρουσιάζουν μεγάλο βαθμό συνεκτικότητας και οι μαθητές αισθάνονται την αποδοχή του δασκάλου τους και των συμμαθητών τους, την ελευθερία παρουσίασης των σκέψεών τους και ότι με την πάροδο του χρόνου γίνονται περισσότερο ανεξάρτητοι και υπεύθυνοι.
Η μέθοδος της ομαδοσυνεργατικής διδασκαλίας στην εκπαίδευση θα μπορούσε να βρει τον ρόλο της σε ένα σύγχρονο και καινοτόμο σχολείο, το οποίο ενδιαφέρεται για την ισόρροπη και ολοκληρωμένη ανάπτυξη των μαθητικών ικανοτήτων.
Βιβλιογραφία:
• Κανάκης, Ι. (1987). Διδασκαλία-Μάθηση με ομάδες. Αθήνα.
• Κανάκης, Ι. ( 2006). Η Οργάνωση της Διδασκαλίας-μάθησης με ομάδες εργασίας: θεωρητική θεμελίωση και πρακτική εφαρμογή. Αθήνα: Τυπωθήτω.
• Κοσσυβάκη, Φ. (2006). Κριτική Επικοινωνιακή Διδασκαλία – Κριτική προσέγγιση της Διδακτικής Πράξης. Αθήνα: Gutenberg.
• Ματσαγγούρας, Η. (2004). Ομαδοσυνεργατική Διδασκαλία και μάθηση, Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρης.